Του Κορνήλιου Ρουσάκη
Η δυναμική της λαϊκής φαντασμαγορίας
Πέερ Γκυντ του Ερρίκου Ίψεν, σε σκηνοθεσία Γιάννη Μαργαρίτη,
στο Θέατρο της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών.
Ο νεαρός Πέερ, φύση τυχοδιωκτική και ενθουσιώδης, ακροβατεί
ανάμεσα στην πραγματικότητα και στη ψευδαίσθηση που ο ίδιος επιδέξια επινοεί.
Ξεκινά ένα δαιδαλώδες ταξίδι ενηλικίωσης και αποκρυπτογράφησης των μυστηρίων
της ζωής και της ανθρώπινης ύπαρξης, της δικής του ύπαρξης. Ο Πέερ εγκαταλείπει
την πατρίδα, τη μητρική αγκαλιά και την αγαπημένη του και φτάνει στα πέρατα του
κόσμου. Κατορθώνει να αποκτήσει πλούτη, να γίνει σπουδαίος. Έπειτα από αρκετά
χρόνια, γερασμένος πια, επιστρέφει στη Νορβηγία, προβληματισμένος και
εξαπατημένος, δίχως να έχει κατορθώσει να επιβληθεί στη μάχη με τον ίδιο του
τον εαυτό και να επικυρώσει την αυθεντικότητα των προθέσεων και των πράξεων του
στο διάβα της ζωής του.
Πολυεπίπεδο και υφολογικά σύνθετο το έργο αυτό του Ίψεν
αναμιγνύει δραματουργικές φόρμες περνώντας από τον ρεαλισμό στον ονειρικό
λυρισμό και από την διεισδυτική ψυχολογική ανάλυση στον φιλοσοφικό στοχασμό.
Έργο ογκώδες και απαιτητικό στη σκηνική του απόδοση, βρίσκει σπάνια τον δρόμο
προς τη σκηνή. Είναι εξαιρετικά συγκροτημένη η πρόταση που καταθέτει ο
Γιάννης Μαργαρίτης. Ο σκηνοθέτης —με πολύτιμο αρωγό τη μετάφραση και διασκευή
του Γιώργου Ξενία— στήνει ένα ανεξάντλητο επικό road story που εκτείνεται από τις
κορυφογραμμές των νορβηγικών βουνών έως τις ακτές της βόρειας Αφρικής. Το
τελικό αποτέλεσμα είναι συγκροτημένο και ευκρινές. Μοιάζει με μια μαγική
σκηνοθετική βιρτουοζιτέ που περνά από τη λαϊκή φαντασμαγορία, στο φολκλόρ των
σκανδιναβικών πανηγυριών και από την δυναμική της αφήγησης στην περιπετειώδη
αναπαράσταση. Με μια σπάνια συναρμογή, απόλυτα ελεγχόμενη, δεκάδες σκηνικές εικόνες,-«έργα
τέχνης» διαδέχονται η μια την άλλη, με έναν ρυθμό που δεν κουράζει, δεν
αποπροσανατολίζει. Ξεχωρίζει η στιγμή που ο Πέερ αποχαιρετά την ετοιμοθάνατη
μητέρα του, παρομοιάζοντας την πορεία της προς τον Παράδεισο με τον καλπασμό ενός
αλόγου.
Ο πολυπληθής θίασος, εξαιρετικά καλοδουλεμένος, επιδίδεται σε έναν
εξαντλητικό μαραθώνιο εναλλαγής ρόλων. Η Χρυσάνθη Δούζη, μια μικρόσωμη και αεικίνητη ιψενική "μάνα κουράγιο", αποτυπώνει με έναν ιδιαίτερο, —μεστό θεατρικά— τρόπο, που βασίζεται στην κίνηση του σώματος, την έγνοια για τον γιο της και τη λαχτάρα να τον ξανασυναντήσει. Από τους "τέσσερις Πέερ" (ο σκηνοθέτης έχει επιλέξει να μοιράσει τον ρόλο σε τέσσερις ηθοποιούς), ξεχώρισα τον Γιώργο Βουρδαμή Μαυρογένη και τον Χρίστο Στυλιανού για την αλαφράδα με την οποία μπόλιασαν τα πρώιμα βήματα του νεαρού Πέερ. Στιβαροί υποκριτικά είναι και ο Ιορδάνης Αιβάζογλου και ο Δημήτρης Σιακάρας που "φέρνουν στη σκηνή" το συνειδησιακό φορτίο που φέρει ο ώριμος Πέερ.
Ιδιαίτερα επιτυχημένη κρίνεται και η εργασία των υπόλοιπων
καλλιτεχνικών συντελεστών. Η Αγνή Ντούτση αναδεικνύει εύστοχα τις δυνατότητες
της τεράστιας σκηνής του θεάτρου της Ε.Μ.Σ., χρησιμοποιώντας σακιά και πανιά
για να συνθέσει τους αμέτρητους σκηνικούς χώρους του έργου και φέρνοντας στο
φως τις θεατρικές μηχανές δημιουργίας ήχου και φωτός (σ’ αυτό συμβάλλει και η
σκηνοθετική επιλογή τα ηχητικά και οπτικά εφέ να παράγονται από τα σώματα και
τα στόματα των ηθοποιών-«τεχνικών» μπροστά στα μάτια των θεατών). Στο ίδιο
μήκος κύματος και οι ονειρικοί φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου, η ατμοσφαιρική
μουσική του Δημήτρη Οικονομάκη και οι χορογραφίες της Αμάλια Μπένετ που
διατρέχουν μια ευρεία κλίμακα από το φολκλόρ των χορών της Σκανδιναβίας, στον
εκτροχιασμό της metal και στο μπρίο των ανατολίτικων χορών.
Η αρμονική συνύπαρξη των επιμέρους θεατρικών συστατικών, το
γοητευτικό παιχνίδι του "θεάτρου μέσα στο θέατρο", η αποκάλυψη των θεατρικών
μηχανών, ο συνδυασμός του πρώτου επιπέδου ενός φαντασμαγορικού "λαϊκού"
θεάματος με το δεύτερο φιλοσοφικό επίπεδο, που θέτει το δίλημμα "να είσαι ο
εαυτός σου" ή "να γίνεις ο εαυτός σου", παρέχουν στον Πέερ Γκυντ όλα τα φόντα για να γίνει μια παράσταση-σημείο αναφοράς
στην ιστορία του Κρατικού Θεάτρου.
0 comments: