Του Κορνήλιου Ρουσάκη
Κατάδικός μου των Ελένης Ράντου, Σάρας Γανωτή και Νίκου Σταυρακούδη, σε σκηνοθεσία Γιώργου Παλούμπη, στο Θέατρο Διάνα.
Παρακολουθώ επισταμένα την τελευταία δεκαετία, τους τύπους γυναικών που ερμηνεύει στο θέατρο η Ελένη Ράντου. Η βουλημική Τζιλ στο Μαγειρεύοντας με τον Έλβις, η καταπιεσμένη καθηγήτρια χορού στο Μαμά μην τρέχεις, η εθισμένη στα χάπια, νευρωτική ηθοποιός στη Νύχτα ραδιο-φόνων. Όλες τους γυναίκες που βιώνουν τη μοναξιά, αν και περιτριγυρίζονται από κόσμο, όλες τους παρατηρητές των ίδιων τους των ζωών και ένα βήμα πριν κάνουν τη "μεγάλη έξοδο". Πρόσωπα τραγικά, ερμηνευμένα με τη σπαρταριστή, κωμική απόγνωση που με ευφυή τρόπο εμφυσεί η ηθοποιός στις ερμηνείες της.
Στην πιο πρόσφατη δουλειά της (στο έργο που συνυπογράφει με τη Σάρα Γανωτή και τον Νίκο Σταυρακούδη), η Ελένη Ράντου έχει κάνει άλματα μπροστά. Στο Θέατρο Διάνα βίωσα μια ευχάριστη έκπληξη και "ήρθα αντιμέτωπος" με αυτό που τελευταία σπανίζει στο ελληνικό θέατρο· ένα καλογραμμένο σύγχρονο νεοελληνικό κείμενο που παρουσιάζει χωρίς παρωπίδες και αυτιστικές συγγραφικες εμμονές, το "εδώ και τώρα". Το κείμενο —κωμωδία με έντονες δόσεις σκληρής κοινωνικής πραγματικότητας— και η διαγραφή του χαρακτήρα του βασικού προσώπου, της φιλολόγου με την "εμμονή" στη γλώσσα, είναι τα δύο στοιχεία που με κέρδισαν.
Το έργο ζουμάρει σε εκφάνσεις της ζοφερής πραγματικότητας. Η ξενοφοβία, ο ρατσισμός, η αποξένωση, η περιχαράκωση των —υλικών και άυλων— κεκτημένων, η αδυναμία επικοινωνίας, τα συνθήματα (αρκετά από το δημοφιλές, εσχάτως, "Βασανίζομαι") που πυκνώνουν σε τοίχους και μέσα κοινωνικής δικτύωσης, αξιοποιούνται από τους συγγραφείς με έναν ιδιαίτερα δημιουργικό, αξιοπρόσεκτο τρόπο, απαλλαγμένο από οποιονδήποτε διδακτισμό μιας θεατρικής "έκθεσης ιδεών". Κι αυτό είναι το ενδιαφέρον του εγχειρήματος. Οι χαρακτήρες του έργου είναι άνθρωποι που κινούνται σε ένα πιεστικό περιβάλλον και είναι εξαιρετικός και δραματουργικά γοητευτικός ο τρόπος που οι χαρακτήρες αυτοί αλληλεπιδρούν μεταξύ τους και εξελίσσονται καθώς η δράση προχωρά.
Η καταθλιπτική φιλόλογος Καίτη έρχεται αντιμέτωπη με μια σειρά εισβολών, κυριολεκτικών και μεταφορικών, που ανατρέπουν τον ρου της τακτοποιημένης(;) ζωής της. Ο άνδρας της, πρώην βαλκανιονίκης, την εγκαταλείπει, ένας ιρανός εισβάλει και αδειάζει το σπίτι της και ο πατέρας της πάσχει από Αλτσχάιμερ και δεν την αναγνωρίζει. Ένα ατύχημα φέρνει τους χαρακτήρες του έργου αντιμέτωπους με όλους τους κρυφούς φόβους και τις ανασφάλειες τους.
Ο Γιώργος Παλούμπης, μάλλον, έχει αφήσει το κείμενο να βρει μόνο του τον σκηνικό του δρόμο και τους ηθοποιούς να κινηθούν "όπως κρίνει ο καθένας". Είναι εμφανής η πρόθεση να δοθεί η αίσθηση κινηματογραφικής ροής· κάτι που προσφέρεται και από τη γραφή του κειμένου, με γρήγορη εναλλαγή σκηνών και αλλαγές χώρων. Αυτό, ωστόσο, σε αρκετά σημεία χωλαίνει με αποτέλεσμα να δημιουργούνται χάσματα στον ρυθμό. Η (εύκολη) λύση της περιστροφικής σκηνής (σκηνικά Μαγιού Τρικεριώτη) αποδεικνύεται λειτουργική για τους συντελεστές και για τη σκηνική αποτύπωση των πολλών χώρων δράσης (σαλόνι σπιτιού, δωμάτιο νοσοκομείου, δρόμος κ.α.), αλλά είναι κουραστική —από ένα σημείο κι έπειτα— για τους θεατές.
Η Ελένη Ράντου έχει αναμφίβολα μανιέρα στην ερμηνεία της. Παρόλα αυτά δεν κουράζει, δεν εκνευρίζει. Αντίθετα, εξελίσεται, ανανεώνεται, ανασυντάσεται. Ακόμη κι αν με μια πρώτη διαπίστωση φαίνεται πως αναμασά την ίδια ερμηνευτική περσόνα, πατώντας σε ευκολίες και κεκτημένα ετών, παρατηρώντας την ενδελεχώς, φαίνεται ο μόχθος να γεννηθεί επί σκηνής μια γυναίκα με σάρκα και οστά που πονά και πενθεί για τις απώλειες της και την ίδια στιγμή πασχίζει να κρατηθεί ζωντανή, κάνοντας υπερβάσεις και περνώντας τη λεπτή γραμμή που χωρίζει το δράμα από την κωμωδία. Στο μεταίχμιο αυτό, εκεί που τα δύο είδη συναντούν το ένα το άλλο η Ράντου κάνει μοναδική δουλειά.
Ο Μπαμπης Γιωτόπουλος ερμηνεύει με αξιοπρόσεκτη σκηνική άνεση τον ρόλο του πατέρα. Είναι απολαυστικός στις στιγμές που θυμάται, για παράδειγμα, δεκάδες στίχους από τον Αγαμέμνονα του Αισχύλου, το συλλογικό ιστορικό παρελθόν, αλλά δεν είναι σε θέση να θυμηθεί στιγμές από το δικό του παρελθόν και να αναγνωρίσει την κόρη του.
Ο Ορφέας Αυγουστίδης και ο Δημήτρης Καπετανάκος στον ρόλο του ιρανού και ρώσου αντίστοιχα, δείχνουν να εμμένουν στα προφανή εξωτερικά χαρακτηριστικά των χαρακτήρων που ερμηνεύουν (πειστική βαριά προφορά), με αποτέλεσμα να γίνονται κουραστικοί λίγη ώρα μετά τον πρώτο θετικό εντυπωσιασμό για την προσπάθεια τους. Ο Πυγμαλίωνας Δαδακαρίδης και ο Μιχάλης Ιατρόπουλος εμφανίζονται εδώ αρκετά άνευροι και σε αρκετά σημεία ερμηνευτικά ακατέργαστοι.
Αν κι ο γράφων αποφεύγει τις θεατρικές ταμπέλες και τους διαχωρισμούς: είναι μια καλή στιγμή του λεγόμενου "εμπορικού" θεάτρου, μια παράσταση που δεν καταφέρνει να αποδώσει όλες τις αρετές του κειμένου, αλλά που μεταδίδει επιτυχώς την ανάγκη για μια συλλογική "γροθιά" ενάντια σε όλα όσα μας αποξενώνουν και θρέφουν τον φόβο και τη μισαλλοδοξία.
Κατάδικός μου των Ελένης Ράντου, Σάρας Γανωτή και Νίκου Σταυρακούδη, σε σκηνοθεσία Γιώργου Παλούμπη, στο Θέατρο Διάνα.
Παρακολουθώ επισταμένα την τελευταία δεκαετία, τους τύπους γυναικών που ερμηνεύει στο θέατρο η Ελένη Ράντου. Η βουλημική Τζιλ στο Μαγειρεύοντας με τον Έλβις, η καταπιεσμένη καθηγήτρια χορού στο Μαμά μην τρέχεις, η εθισμένη στα χάπια, νευρωτική ηθοποιός στη Νύχτα ραδιο-φόνων. Όλες τους γυναίκες που βιώνουν τη μοναξιά, αν και περιτριγυρίζονται από κόσμο, όλες τους παρατηρητές των ίδιων τους των ζωών και ένα βήμα πριν κάνουν τη "μεγάλη έξοδο". Πρόσωπα τραγικά, ερμηνευμένα με τη σπαρταριστή, κωμική απόγνωση που με ευφυή τρόπο εμφυσεί η ηθοποιός στις ερμηνείες της.
Στην πιο πρόσφατη δουλειά της (στο έργο που συνυπογράφει με τη Σάρα Γανωτή και τον Νίκο Σταυρακούδη), η Ελένη Ράντου έχει κάνει άλματα μπροστά. Στο Θέατρο Διάνα βίωσα μια ευχάριστη έκπληξη και "ήρθα αντιμέτωπος" με αυτό που τελευταία σπανίζει στο ελληνικό θέατρο· ένα καλογραμμένο σύγχρονο νεοελληνικό κείμενο που παρουσιάζει χωρίς παρωπίδες και αυτιστικές συγγραφικες εμμονές, το "εδώ και τώρα". Το κείμενο —κωμωδία με έντονες δόσεις σκληρής κοινωνικής πραγματικότητας— και η διαγραφή του χαρακτήρα του βασικού προσώπου, της φιλολόγου με την "εμμονή" στη γλώσσα, είναι τα δύο στοιχεία που με κέρδισαν.
Το έργο ζουμάρει σε εκφάνσεις της ζοφερής πραγματικότητας. Η ξενοφοβία, ο ρατσισμός, η αποξένωση, η περιχαράκωση των —υλικών και άυλων— κεκτημένων, η αδυναμία επικοινωνίας, τα συνθήματα (αρκετά από το δημοφιλές, εσχάτως, "Βασανίζομαι") που πυκνώνουν σε τοίχους και μέσα κοινωνικής δικτύωσης, αξιοποιούνται από τους συγγραφείς με έναν ιδιαίτερα δημιουργικό, αξιοπρόσεκτο τρόπο, απαλλαγμένο από οποιονδήποτε διδακτισμό μιας θεατρικής "έκθεσης ιδεών". Κι αυτό είναι το ενδιαφέρον του εγχειρήματος. Οι χαρακτήρες του έργου είναι άνθρωποι που κινούνται σε ένα πιεστικό περιβάλλον και είναι εξαιρετικός και δραματουργικά γοητευτικός ο τρόπος που οι χαρακτήρες αυτοί αλληλεπιδρούν μεταξύ τους και εξελίσσονται καθώς η δράση προχωρά.
Η καταθλιπτική φιλόλογος Καίτη έρχεται αντιμέτωπη με μια σειρά εισβολών, κυριολεκτικών και μεταφορικών, που ανατρέπουν τον ρου της τακτοποιημένης(;) ζωής της. Ο άνδρας της, πρώην βαλκανιονίκης, την εγκαταλείπει, ένας ιρανός εισβάλει και αδειάζει το σπίτι της και ο πατέρας της πάσχει από Αλτσχάιμερ και δεν την αναγνωρίζει. Ένα ατύχημα φέρνει τους χαρακτήρες του έργου αντιμέτωπους με όλους τους κρυφούς φόβους και τις ανασφάλειες τους.
Ο Γιώργος Παλούμπης, μάλλον, έχει αφήσει το κείμενο να βρει μόνο του τον σκηνικό του δρόμο και τους ηθοποιούς να κινηθούν "όπως κρίνει ο καθένας". Είναι εμφανής η πρόθεση να δοθεί η αίσθηση κινηματογραφικής ροής· κάτι που προσφέρεται και από τη γραφή του κειμένου, με γρήγορη εναλλαγή σκηνών και αλλαγές χώρων. Αυτό, ωστόσο, σε αρκετά σημεία χωλαίνει με αποτέλεσμα να δημιουργούνται χάσματα στον ρυθμό. Η (εύκολη) λύση της περιστροφικής σκηνής (σκηνικά Μαγιού Τρικεριώτη) αποδεικνύεται λειτουργική για τους συντελεστές και για τη σκηνική αποτύπωση των πολλών χώρων δράσης (σαλόνι σπιτιού, δωμάτιο νοσοκομείου, δρόμος κ.α.), αλλά είναι κουραστική —από ένα σημείο κι έπειτα— για τους θεατές.
Η Ελένη Ράντου έχει αναμφίβολα μανιέρα στην ερμηνεία της. Παρόλα αυτά δεν κουράζει, δεν εκνευρίζει. Αντίθετα, εξελίσεται, ανανεώνεται, ανασυντάσεται. Ακόμη κι αν με μια πρώτη διαπίστωση φαίνεται πως αναμασά την ίδια ερμηνευτική περσόνα, πατώντας σε ευκολίες και κεκτημένα ετών, παρατηρώντας την ενδελεχώς, φαίνεται ο μόχθος να γεννηθεί επί σκηνής μια γυναίκα με σάρκα και οστά που πονά και πενθεί για τις απώλειες της και την ίδια στιγμή πασχίζει να κρατηθεί ζωντανή, κάνοντας υπερβάσεις και περνώντας τη λεπτή γραμμή που χωρίζει το δράμα από την κωμωδία. Στο μεταίχμιο αυτό, εκεί που τα δύο είδη συναντούν το ένα το άλλο η Ράντου κάνει μοναδική δουλειά.
Ο Μπαμπης Γιωτόπουλος ερμηνεύει με αξιοπρόσεκτη σκηνική άνεση τον ρόλο του πατέρα. Είναι απολαυστικός στις στιγμές που θυμάται, για παράδειγμα, δεκάδες στίχους από τον Αγαμέμνονα του Αισχύλου, το συλλογικό ιστορικό παρελθόν, αλλά δεν είναι σε θέση να θυμηθεί στιγμές από το δικό του παρελθόν και να αναγνωρίσει την κόρη του.
Ο Ορφέας Αυγουστίδης και ο Δημήτρης Καπετανάκος στον ρόλο του ιρανού και ρώσου αντίστοιχα, δείχνουν να εμμένουν στα προφανή εξωτερικά χαρακτηριστικά των χαρακτήρων που ερμηνεύουν (πειστική βαριά προφορά), με αποτέλεσμα να γίνονται κουραστικοί λίγη ώρα μετά τον πρώτο θετικό εντυπωσιασμό για την προσπάθεια τους. Ο Πυγμαλίωνας Δαδακαρίδης και ο Μιχάλης Ιατρόπουλος εμφανίζονται εδώ αρκετά άνευροι και σε αρκετά σημεία ερμηνευτικά ακατέργαστοι.
Αν κι ο γράφων αποφεύγει τις θεατρικές ταμπέλες και τους διαχωρισμούς: είναι μια καλή στιγμή του λεγόμενου "εμπορικού" θεάτρου, μια παράσταση που δεν καταφέρνει να αποδώσει όλες τις αρετές του κειμένου, αλλά που μεταδίδει επιτυχώς την ανάγκη για μια συλλογική "γροθιά" ενάντια σε όλα όσα μας αποξενώνουν και θρέφουν τον φόβο και τη μισαλλοδοξία.
0 comments: