Ξενάγηση στα βάθη της ανθρώπινης ψυχής
Η έκτη Καρυάτιδα των Αντώνη & Κωνσταντίνου Κούφαλη, σε σκηνοθεσία Κώστα Τσόκλη, στο θέατρο Αθήναιον.
Ελένη Βουτυρά το γένος Νίκου, σύζυγος Ιορδάνη Βουτυρά. Επάγγελμα ξεναγός. Μια γυναίκα ταμπουρωμένη στο πατρικό της σπίτι, στις παρυφές της Ακρόπολης, σε μια προσπάθεια να διατηρήσει αλώβητο το οίκημα από τις μπουλντόζες που το απειλούν, καθώς στον χώρο οικοδομείται το νέο μουσείο της Ακρόπολης, αλλά ταυτόχρονα να κρατήσει αναλλοίωτη την ύπαρξη της που είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τις μνήμες και τις στιγμές που έχει βιώσει σε αυτό το σπίτι. Η γυναίκα θέλοντας να προστατεύσει τα κεκτημένα, φωταγωγεί το σπίτι της, "μεταμορφώνεται" στην έκτη Καρυάτιδα, ξεγυμνώνεται κυριολεκτικά και μεταφορικά και αφιερώνεται στην διατήρηση της ελληνικής πολιτιστικής ταυτότητας.
Στο νέο έργο των αδελφών Κούφαλη —που έχουν δώσει εξαιρετικά κείμενα όπως η Πάχνη και ο Στρατός της σωτηρίας— η ιστορία συνδέεται με την Ιστορία, το προσωπικό βίωμα αντιπαραβάλλεται με την συλλογική πράξη, ο σεβασμός και το ενδιαφέρον για την πολιτιστική κληρονομιά "συγκρίνεται" με την έλλειψη σεβασμού και πολιτισμού στις ανθρώπινες σχέσεις και συμπεριφορές. Το κείμενο εξαιρετικά καλογραμμένο, ισορροπεί ανάμεσα στο κωμικό και στο τραγικό, χωρίς να εκβιάζει για το γέλιο ή την συγκίνηση. "Μπολιασμένο" με αρκετές ανατροπές που αποσαφηνίζουν την συμπεριφορά αυτής της γυναίκας, περνάει από την προσωπική ιστορία της ξεναγού Ελένης Βουτυρά, στην γενικότερη έλλειψη πολιτιστικής συνείδησης του νεοέλληνα. Εύστοχη η επιλογή του επαγγέλματος. Ένας ξεναγός λειτουργεί ως φορέας που λειτουργεί διαμεσολαβητικά, ξεκλειδώνοντας τους μυστικούς κώδικες των μνημείων και μεταδίδοντας τις πληροφορίες στον αποδέκτη. Η ξεναγός Ελένη Βουτυρά ξεναγεί τον θεατή στη ζωή της με έναν καταιγισμό πληροφοριών που είναι καθηλωτικός. Ποιοι είναι όμως οι παράγοντες που κάνουν αυτόν τον —ομολογουμένως καλογραμμένο και ανατρεπτικό— μονόλογο ικανό να αποσπάσει την προσοχή μας και να ξεχωρίσει από την πληθώρα των μονολόγων που κατακλύζουν τις θεατρικές σκηνές; Η συνολική καλλιτεχνική άποψη του Κώστα Τσόκλη και η ερμηνεία της Σοφίας Φιλιππίδου.
Ο Κώστας Τσόκλης σκηνοθέτησε το έργο, επιμελήθηκε και φώτισε τον σκηνικό χώρο και δημιούργησε το κοστούμι της ηρωίδας. Ο σκηνοθέτης ευθύνεται για αυτή την υποκριτική μεταμόρφωση της ηθοποιού. Η Σοφία Φιλιππίδου βρίσκεται στη σκηνή, απαλλαγμένη από οποιαδήποτε υποκριτική μανιέρα, γοητευτικά χαμηλότονη, εμφανώς περιορισμένη σκηνοθετικά αλλά και προορισμένη να φτάσει σε ένα υποκριτικό αποτέλεσμα, δίχως να χρησιμοποιήσει καμία υποκριτική ή κινησιολογική ευκολία για να καθοδηγήσει το συναίσθημα των θεατών. Το όλο εγχείρημα δίνει την εντύπωση μιας χορογραφίας, οργανωμένης σε κάθε λεπτομέρεια, που φέρει όμως την φρεσκάδα ενός σκηνικού αυτοσχεδιασμού που συμβαίνει αυτή τη στιγμή. Η ηθοποιός είτε απευθυνόμενη σε κάποιον θεατή κοιτώντας τον είτε αλωνίζοντας το λευκό ημικύκλιο που αποτελεί τον σκηνικό χώρο, ακουμπώντας στους τοίχους και σέρνοντας το λευκό —στο χρώμα του μάρμαρου— φόρεμα με την μακριά ουρά, αναδεικνύει, χρησιμοποιώντας λιτά εκφραστικά μέσα, τον πόνο αυτής της γυναίκας που αφού έχει χάσει όλα τα μέλη της οικογένειάς της, χάνει τώρα και το σπίτι που στέγασε τις στιγμές αυτής της οικογένειας, στιγμές όχι πάντα ευχάριστες, κάθε άλλο μάλιστα. Κερδίζει και με τις κωμικές της στιγμές, που αφθονούν στο κείμενο. Ξεχωρίζει η ιδιαίτερη —σχεδόν στα όρια του αυτοσχεδιασμού— στιγμή, όταν αραδιάζει ένα ένα τα αντικείμενα που έχει στην τσάντα της (την κιβωτό της ξεναγού), αλλά και ο σχολιασμός των ιδιοτροπιών των αμερικανών τουριστών. Για να "τιμωρήσει" την ιστορική αμάθεια των αμερικανών, τους περιγράφει από μικροφώνου τη διαδικασία παρασκευής της μαγειρίτσας, διατρέχοντας όλα τα στάδια ξεκινώντας από τη σφαγή του ζώου και φτάνοντας μέχρι το πλύσιμο των εντέρων. Η περιγραφή τους αηδιάζει και καταφεύγουν στα παράθυρα του λεωφορείου, ενώ το χαρακτηριστικό χαμόγελο της Φιλιππίδου κατακλύζει τη σκηνή.
Ο Τσόκλης δημιούργησε έναν σκηνικό χώρο-εικαστική εγκατάσταση. Ένα ολόλευκο ημικύκλιο που καλύπτει απ' άκρη σ' άκρη τη σκηνή, με έντονες μαύρες πινελιές στο κέντρο του, έτσι όπως το μαύρο του πόνου εισβάλλει στο λευκό της ζωής. Τα έντονα μαύρα στίγματα θα μπορούσαν να είναι οι μαύρες στιγμές της ζωής της Ελένης Βουτυρά ή ακόμη και τα δαχτυλικά της αποτυπώματα. Πολλαπλές αναγνώσεις για έναν υπέροχο σκηνικό χώρο που θα μπορούσε να σταθεί και ως αυτόνομη εικαστική πρόταση. Στην οροφή μια ξύλινη κατασκευή, ένα απομεινάρι ή κουφάρι που κρέμεται ετοιμόρροπο. Όπως έρχεται η Ελένη Βουτυρά, αφηγείται την ιστορία της και φεύγει για να απομονωθεί στο δικό της Ερεχθείο ως μια άλλη Καρυάτιδα, έτσι και ο σκηνικός χώρος δίνει την εντύπωση πως κατευθύνεται προς την πλατεία του θεάτρου, σαν να έχει την τάση να εισβάλει σε αυτήν.
Η έκτη Καρυάτιδα των Αντώνη & Κωνσταντίνου Κούφαλη, σε σκηνοθεσία Κώστα Τσόκλη, στο θέατρο Αθήναιον.
Ελένη Βουτυρά το γένος Νίκου, σύζυγος Ιορδάνη Βουτυρά. Επάγγελμα ξεναγός. Μια γυναίκα ταμπουρωμένη στο πατρικό της σπίτι, στις παρυφές της Ακρόπολης, σε μια προσπάθεια να διατηρήσει αλώβητο το οίκημα από τις μπουλντόζες που το απειλούν, καθώς στον χώρο οικοδομείται το νέο μουσείο της Ακρόπολης, αλλά ταυτόχρονα να κρατήσει αναλλοίωτη την ύπαρξη της που είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τις μνήμες και τις στιγμές που έχει βιώσει σε αυτό το σπίτι. Η γυναίκα θέλοντας να προστατεύσει τα κεκτημένα, φωταγωγεί το σπίτι της, "μεταμορφώνεται" στην έκτη Καρυάτιδα, ξεγυμνώνεται κυριολεκτικά και μεταφορικά και αφιερώνεται στην διατήρηση της ελληνικής πολιτιστικής ταυτότητας.
Στο νέο έργο των αδελφών Κούφαλη —που έχουν δώσει εξαιρετικά κείμενα όπως η Πάχνη και ο Στρατός της σωτηρίας— η ιστορία συνδέεται με την Ιστορία, το προσωπικό βίωμα αντιπαραβάλλεται με την συλλογική πράξη, ο σεβασμός και το ενδιαφέρον για την πολιτιστική κληρονομιά "συγκρίνεται" με την έλλειψη σεβασμού και πολιτισμού στις ανθρώπινες σχέσεις και συμπεριφορές. Το κείμενο εξαιρετικά καλογραμμένο, ισορροπεί ανάμεσα στο κωμικό και στο τραγικό, χωρίς να εκβιάζει για το γέλιο ή την συγκίνηση. "Μπολιασμένο" με αρκετές ανατροπές που αποσαφηνίζουν την συμπεριφορά αυτής της γυναίκας, περνάει από την προσωπική ιστορία της ξεναγού Ελένης Βουτυρά, στην γενικότερη έλλειψη πολιτιστικής συνείδησης του νεοέλληνα. Εύστοχη η επιλογή του επαγγέλματος. Ένας ξεναγός λειτουργεί ως φορέας που λειτουργεί διαμεσολαβητικά, ξεκλειδώνοντας τους μυστικούς κώδικες των μνημείων και μεταδίδοντας τις πληροφορίες στον αποδέκτη. Η ξεναγός Ελένη Βουτυρά ξεναγεί τον θεατή στη ζωή της με έναν καταιγισμό πληροφοριών που είναι καθηλωτικός. Ποιοι είναι όμως οι παράγοντες που κάνουν αυτόν τον —ομολογουμένως καλογραμμένο και ανατρεπτικό— μονόλογο ικανό να αποσπάσει την προσοχή μας και να ξεχωρίσει από την πληθώρα των μονολόγων που κατακλύζουν τις θεατρικές σκηνές; Η συνολική καλλιτεχνική άποψη του Κώστα Τσόκλη και η ερμηνεία της Σοφίας Φιλιππίδου.
Ο Κώστας Τσόκλης σκηνοθέτησε το έργο, επιμελήθηκε και φώτισε τον σκηνικό χώρο και δημιούργησε το κοστούμι της ηρωίδας. Ο σκηνοθέτης ευθύνεται για αυτή την υποκριτική μεταμόρφωση της ηθοποιού. Η Σοφία Φιλιππίδου βρίσκεται στη σκηνή, απαλλαγμένη από οποιαδήποτε υποκριτική μανιέρα, γοητευτικά χαμηλότονη, εμφανώς περιορισμένη σκηνοθετικά αλλά και προορισμένη να φτάσει σε ένα υποκριτικό αποτέλεσμα, δίχως να χρησιμοποιήσει καμία υποκριτική ή κινησιολογική ευκολία για να καθοδηγήσει το συναίσθημα των θεατών. Το όλο εγχείρημα δίνει την εντύπωση μιας χορογραφίας, οργανωμένης σε κάθε λεπτομέρεια, που φέρει όμως την φρεσκάδα ενός σκηνικού αυτοσχεδιασμού που συμβαίνει αυτή τη στιγμή. Η ηθοποιός είτε απευθυνόμενη σε κάποιον θεατή κοιτώντας τον είτε αλωνίζοντας το λευκό ημικύκλιο που αποτελεί τον σκηνικό χώρο, ακουμπώντας στους τοίχους και σέρνοντας το λευκό —στο χρώμα του μάρμαρου— φόρεμα με την μακριά ουρά, αναδεικνύει, χρησιμοποιώντας λιτά εκφραστικά μέσα, τον πόνο αυτής της γυναίκας που αφού έχει χάσει όλα τα μέλη της οικογένειάς της, χάνει τώρα και το σπίτι που στέγασε τις στιγμές αυτής της οικογένειας, στιγμές όχι πάντα ευχάριστες, κάθε άλλο μάλιστα. Κερδίζει και με τις κωμικές της στιγμές, που αφθονούν στο κείμενο. Ξεχωρίζει η ιδιαίτερη —σχεδόν στα όρια του αυτοσχεδιασμού— στιγμή, όταν αραδιάζει ένα ένα τα αντικείμενα που έχει στην τσάντα της (την κιβωτό της ξεναγού), αλλά και ο σχολιασμός των ιδιοτροπιών των αμερικανών τουριστών. Για να "τιμωρήσει" την ιστορική αμάθεια των αμερικανών, τους περιγράφει από μικροφώνου τη διαδικασία παρασκευής της μαγειρίτσας, διατρέχοντας όλα τα στάδια ξεκινώντας από τη σφαγή του ζώου και φτάνοντας μέχρι το πλύσιμο των εντέρων. Η περιγραφή τους αηδιάζει και καταφεύγουν στα παράθυρα του λεωφορείου, ενώ το χαρακτηριστικό χαμόγελο της Φιλιππίδου κατακλύζει τη σκηνή.
Ο Τσόκλης δημιούργησε έναν σκηνικό χώρο-εικαστική εγκατάσταση. Ένα ολόλευκο ημικύκλιο που καλύπτει απ' άκρη σ' άκρη τη σκηνή, με έντονες μαύρες πινελιές στο κέντρο του, έτσι όπως το μαύρο του πόνου εισβάλλει στο λευκό της ζωής. Τα έντονα μαύρα στίγματα θα μπορούσαν να είναι οι μαύρες στιγμές της ζωής της Ελένης Βουτυρά ή ακόμη και τα δαχτυλικά της αποτυπώματα. Πολλαπλές αναγνώσεις για έναν υπέροχο σκηνικό χώρο που θα μπορούσε να σταθεί και ως αυτόνομη εικαστική πρόταση. Στην οροφή μια ξύλινη κατασκευή, ένα απομεινάρι ή κουφάρι που κρέμεται ετοιμόρροπο. Όπως έρχεται η Ελένη Βουτυρά, αφηγείται την ιστορία της και φεύγει για να απομονωθεί στο δικό της Ερεχθείο ως μια άλλη Καρυάτιδα, έτσι και ο σκηνικός χώρος δίνει την εντύπωση πως κατευθύνεται προς την πλατεία του θεάτρου, σαν να έχει την τάση να εισβάλει σε αυτήν.
Κορνήλιος Ρουσάκης
0 comments: