Η Ιστορία γράφεται από τους νικητές
Ραχήλ;! του Γρηγορίου Ξενόπουλου, σε σκηνοθεσία Πέτρου Ζηβανού, από το Κέντρο Θεατρικής Έρευνας Θεσσαλονίκης, στην Αίθουσα Μάντεως Τειρεσία.
Νεαρή εβραία ερωτεύεται έναν χριστιανό. Γόνοι και οι δυο της εύπορης τάξης προσπαθούν να ζήσουν τον έρωτά τους, μέσα σε μια δίνη επιθέσεων εναντίον των εβραίων, που συμβαίνουν τη Μεγάλη Εβδομάδα του 1891. Η θεματική του έργου του Ξενόπουλου θα έμοιαζε παρωχημένη, αν ζούσαμε σε μια εποχή απαλλαγμένη από φυλετικές, θρησκευτικές, ιδεολογικές διακρίσεις. Κάτι τέτοιο στην ελληνική πραγματικότητα δεν συμβαίνει —όταν ακόμη και οι θέσεις πολιτικών σχηματισμών στηρίζονται στη διασπορά της μισαλλοδοξίας και στην απόρριψη της διαφορετικότητας— κι έτσι η επιλογή του σκηνοθέτη Πέτρου Ζηβανού να παρουσιάσει τη Ραχήλ του Ξενόπουλου, είναι κάτι παραπάνω από εύστοχη. Ο σκηνοθέτης ανασυνθέτει το κείμενο του έργου προσθέτοντας στη δική του εκδοχή αποσπάσματα από το μυθιστόρημα του Ξενόπουλου, Μεγάλη Περιπέτεια (1937). Η σκηνοθετική άποψη μοιάζει με μια αλυσίδα που αποτελείται από πολλούς κρίκους. Από τη μια ένας μελοδραματισμός που αποτυπώνεται σκηνικά από την πορεία του χαρακτήρα της Ραχήλ, που ως μια άλλη ηρωίδα του ρομαντισμού οδηγείται σε έναν βίαιο θάνατο από τα χέρια του αδελφού της, αφού πρώτα αγωνίστηκε να προτάξει απέναντι στη βία, την αγάπη και την αποδοχή στο διαφορετικό. Από την άλλη η σχεδόν ντοκουμενταρίστικη αποτύπωση των δολοφονικών επιθέσεων του πογκρόμ του 1891, που στην παράσταση αποτυπώνονται δραματουργικά και παρουσιάζονται από τα καλαίσθητα βίντεο του Γιάννη Πειραλή και της Βιργινίας Ρηγάκη. Ο σκηνοθέτης ενισχύει τη δυναμική όσων λέγονται, φορτίζοντας τα με την ισχύ των ανείπωτων, αυτών που οι χαρακτήρες δυσκολεύονται να εκφράσουν και τα δείχνουν μέσα από κινήσεις και χειρονομίες. Έξοχη στιγμή η πρώτη εξομολόγηση των δύο ερωτευμένων που προσπαθούν να αγγίξουν ο ένας το χέρι του άλλου και λίγο αργότερα το πρώτο φιλί, με το τρόλεϋ σερβιρίσματος —ως ένα σύμβολο μια υλικής ευημερίας της ανώτερης τάξης— να βρίσκεται ανάμεσα τους, λειτουργώντας ως ένα εμπόδιο κυριολεκτικό και μεταφορικό που κάνει το πάθος εντονότερο. Ο σκηνικός χώρος γεμίζει από την αλληλεπίδραση των σωμάτων (κίνηση Ιωάννα Μήτσικα), στοιχείο που τονίζει ακόμη περισσότερο τη λυρικότητα ενός έργου που πέρα από την ρεαλιστική γραφή του Ξενόπουλου, είναι μπολιασμένο με έντονα συμβολιστικά στοιχεία.
Ένας θίασος εννέα προσώπων υπηρετεί ικανοποιητικά την σκηνική μεταφορά των χαρακτήρων του Ξενόπουλου. Η Μάρα Τσικάρα, στο ρόλο της Ραχήλ, διανύει με άνεση και ακρίβεια τη διαδρομή ζωής της γυναίκας αυτής που από ανέμελη και ευτυχισμένη κοπέλα μεταμορφώνεται σε μια διαλυμένη ύπαρξη που τσακίζεται επειδή δεν μπορεί να αποδεχτεί και να ακολουθήσει αυτά που απαγορεύονται από νόμους και παραδόσεις. Δίνει ένα ζωντανό πορτραίτο της κοπέλας που περνάει από την ευφορία της ερωτικής αλαφράδας στο τσάκισμα της απογοήτευσης. Δίπλα της ξεχωρίζει δημιουργώντας έναν ισχυρό "αντίπαλο" πόλο ο Κώστας Βουρλιώτης, που υποδύεται τον Δαυίδ, τον αδελφό της Ραχήλ. Ο Δαυίδ στην αγάπη που διακονεί η Ραχήλ, προτάσσει το μίσος και την εκδίκηση ως αντίβαρο. Ο ηθοποιός δίνει μια στιβαρή, ολοκληρωμένη ερμηνεία, εκθέτοντας με διαύγεια όσα πρεσβεύει ο χαρακτήρας που υποδύεται. Τα κωμικά στοιχεία που είναι διάσπαρτα στο έργο αναδεικνύουν με σπαρταριστό τρόπο οι δύο δειλοί εβραίοι υπηρέτες (Χρήστος Τσαβλίδης, Νίκος Νικολαίδης), που ως άλλοι zanni (κωμικοί υπηρέτες) της Commedia Dell' Arte, αλωνίζουν τη σκηνή και κερδίζουν με την κίνηση, τον χειρισμό της ατάκας και τη ζωντάνια τους. Τη διανομή συμπληρώνουν οι, εξίσου εύστοχοι υποκριτικά, Γιάννης Γκουντάρας, Γιάννης Τσίκουλας, Τζίμης Κούρτης, Κατερίνα Γιαννούλη, Έλενα Μιχαηλίδη.
Το σκηνικό της Λίλας Καρακώστα, απομακρυσμένο από οποιαδήποτε προσπάθεια ρεαλιστικής απεικόνισης του αρχοντικού της οικογένειας Τεδέσκου, αποτελεί μια ενδιαφέρουσα πρόταση. Το κεντρικό παράθυρο της οικίας έχει δώσει τη θέση του σε μια μεγάλη οθόνη προβολής, που λειτουργεί σαν όχημα για την εισβολή του έξω κόσμου στο εσωτερικό του σπιτιού. Τα κοστούμια που επιμελήθηκε η Νατάσα Ζηβανού "παίζουν" στους τόνους του μαύρου, λευκού και του γκρίζου, συμβαδίζοντας με τη γενικότερη σκηνική άποψη: προσέγγιση του κλασικού όχι ως μουσειακό έκθεμα, αλλά ως προβολή στο σήμερα και στο πώς μιλάει αυτό στην καρδιά και στο μυαλό του σημερινού θεατή.
Ο Ξενόπουλος του Κέντρου Θεατρικής Έρευνας Θεσσαλονίκης έρχεται να προστεθεί σε δύο ακόμη σκηνικές αναγνώσεις έργων του δραματουργού τη φετινή θεατρική περίοδο. Έχουν προηγηθεί το ανέβασμα του Κόκκινου βράχου στο Εθνικό Θέατρο, σε σκηνοθεσία Ρούλας Πατεράκη, το περασμένο φθινόπωρο, αλλά και το έργο Χαίρε νύμφη, σε σκηνοθεσία Λένας Κιτσοπούλου, στο Θέατρο Τέχνης. Σε μια χρονιά που το ελληνικό έργο κατείχε τη μερίδα του λέοντος στη θεατρική σκηνή, αποδεικνύεται στην πράξη πώς τα έργα του ζακυνθινού δραματουργού μπορούν να σταθούν στη σκηνή και σήμερα και να σταθούν αφορμή για τη δημιουργία κειμενικών συνθέσεων αλλά και "τολμηρών" σκηνοθετικών προτάσεων.
Ραχήλ;! του Γρηγορίου Ξενόπουλου, σε σκηνοθεσία Πέτρου Ζηβανού, από το Κέντρο Θεατρικής Έρευνας Θεσσαλονίκης, στην Αίθουσα Μάντεως Τειρεσία.
Νεαρή εβραία ερωτεύεται έναν χριστιανό. Γόνοι και οι δυο της εύπορης τάξης προσπαθούν να ζήσουν τον έρωτά τους, μέσα σε μια δίνη επιθέσεων εναντίον των εβραίων, που συμβαίνουν τη Μεγάλη Εβδομάδα του 1891. Η θεματική του έργου του Ξενόπουλου θα έμοιαζε παρωχημένη, αν ζούσαμε σε μια εποχή απαλλαγμένη από φυλετικές, θρησκευτικές, ιδεολογικές διακρίσεις. Κάτι τέτοιο στην ελληνική πραγματικότητα δεν συμβαίνει —όταν ακόμη και οι θέσεις πολιτικών σχηματισμών στηρίζονται στη διασπορά της μισαλλοδοξίας και στην απόρριψη της διαφορετικότητας— κι έτσι η επιλογή του σκηνοθέτη Πέτρου Ζηβανού να παρουσιάσει τη Ραχήλ του Ξενόπουλου, είναι κάτι παραπάνω από εύστοχη. Ο σκηνοθέτης ανασυνθέτει το κείμενο του έργου προσθέτοντας στη δική του εκδοχή αποσπάσματα από το μυθιστόρημα του Ξενόπουλου, Μεγάλη Περιπέτεια (1937). Η σκηνοθετική άποψη μοιάζει με μια αλυσίδα που αποτελείται από πολλούς κρίκους. Από τη μια ένας μελοδραματισμός που αποτυπώνεται σκηνικά από την πορεία του χαρακτήρα της Ραχήλ, που ως μια άλλη ηρωίδα του ρομαντισμού οδηγείται σε έναν βίαιο θάνατο από τα χέρια του αδελφού της, αφού πρώτα αγωνίστηκε να προτάξει απέναντι στη βία, την αγάπη και την αποδοχή στο διαφορετικό. Από την άλλη η σχεδόν ντοκουμενταρίστικη αποτύπωση των δολοφονικών επιθέσεων του πογκρόμ του 1891, που στην παράσταση αποτυπώνονται δραματουργικά και παρουσιάζονται από τα καλαίσθητα βίντεο του Γιάννη Πειραλή και της Βιργινίας Ρηγάκη. Ο σκηνοθέτης ενισχύει τη δυναμική όσων λέγονται, φορτίζοντας τα με την ισχύ των ανείπωτων, αυτών που οι χαρακτήρες δυσκολεύονται να εκφράσουν και τα δείχνουν μέσα από κινήσεις και χειρονομίες. Έξοχη στιγμή η πρώτη εξομολόγηση των δύο ερωτευμένων που προσπαθούν να αγγίξουν ο ένας το χέρι του άλλου και λίγο αργότερα το πρώτο φιλί, με το τρόλεϋ σερβιρίσματος —ως ένα σύμβολο μια υλικής ευημερίας της ανώτερης τάξης— να βρίσκεται ανάμεσα τους, λειτουργώντας ως ένα εμπόδιο κυριολεκτικό και μεταφορικό που κάνει το πάθος εντονότερο. Ο σκηνικός χώρος γεμίζει από την αλληλεπίδραση των σωμάτων (κίνηση Ιωάννα Μήτσικα), στοιχείο που τονίζει ακόμη περισσότερο τη λυρικότητα ενός έργου που πέρα από την ρεαλιστική γραφή του Ξενόπουλου, είναι μπολιασμένο με έντονα συμβολιστικά στοιχεία.
Ένας θίασος εννέα προσώπων υπηρετεί ικανοποιητικά την σκηνική μεταφορά των χαρακτήρων του Ξενόπουλου. Η Μάρα Τσικάρα, στο ρόλο της Ραχήλ, διανύει με άνεση και ακρίβεια τη διαδρομή ζωής της γυναίκας αυτής που από ανέμελη και ευτυχισμένη κοπέλα μεταμορφώνεται σε μια διαλυμένη ύπαρξη που τσακίζεται επειδή δεν μπορεί να αποδεχτεί και να ακολουθήσει αυτά που απαγορεύονται από νόμους και παραδόσεις. Δίνει ένα ζωντανό πορτραίτο της κοπέλας που περνάει από την ευφορία της ερωτικής αλαφράδας στο τσάκισμα της απογοήτευσης. Δίπλα της ξεχωρίζει δημιουργώντας έναν ισχυρό "αντίπαλο" πόλο ο Κώστας Βουρλιώτης, που υποδύεται τον Δαυίδ, τον αδελφό της Ραχήλ. Ο Δαυίδ στην αγάπη που διακονεί η Ραχήλ, προτάσσει το μίσος και την εκδίκηση ως αντίβαρο. Ο ηθοποιός δίνει μια στιβαρή, ολοκληρωμένη ερμηνεία, εκθέτοντας με διαύγεια όσα πρεσβεύει ο χαρακτήρας που υποδύεται. Τα κωμικά στοιχεία που είναι διάσπαρτα στο έργο αναδεικνύουν με σπαρταριστό τρόπο οι δύο δειλοί εβραίοι υπηρέτες (Χρήστος Τσαβλίδης, Νίκος Νικολαίδης), που ως άλλοι zanni (κωμικοί υπηρέτες) της Commedia Dell' Arte, αλωνίζουν τη σκηνή και κερδίζουν με την κίνηση, τον χειρισμό της ατάκας και τη ζωντάνια τους. Τη διανομή συμπληρώνουν οι, εξίσου εύστοχοι υποκριτικά, Γιάννης Γκουντάρας, Γιάννης Τσίκουλας, Τζίμης Κούρτης, Κατερίνα Γιαννούλη, Έλενα Μιχαηλίδη.
Το σκηνικό της Λίλας Καρακώστα, απομακρυσμένο από οποιαδήποτε προσπάθεια ρεαλιστικής απεικόνισης του αρχοντικού της οικογένειας Τεδέσκου, αποτελεί μια ενδιαφέρουσα πρόταση. Το κεντρικό παράθυρο της οικίας έχει δώσει τη θέση του σε μια μεγάλη οθόνη προβολής, που λειτουργεί σαν όχημα για την εισβολή του έξω κόσμου στο εσωτερικό του σπιτιού. Τα κοστούμια που επιμελήθηκε η Νατάσα Ζηβανού "παίζουν" στους τόνους του μαύρου, λευκού και του γκρίζου, συμβαδίζοντας με τη γενικότερη σκηνική άποψη: προσέγγιση του κλασικού όχι ως μουσειακό έκθεμα, αλλά ως προβολή στο σήμερα και στο πώς μιλάει αυτό στην καρδιά και στο μυαλό του σημερινού θεατή.
Ο Ξενόπουλος του Κέντρου Θεατρικής Έρευνας Θεσσαλονίκης έρχεται να προστεθεί σε δύο ακόμη σκηνικές αναγνώσεις έργων του δραματουργού τη φετινή θεατρική περίοδο. Έχουν προηγηθεί το ανέβασμα του Κόκκινου βράχου στο Εθνικό Θέατρο, σε σκηνοθεσία Ρούλας Πατεράκη, το περασμένο φθινόπωρο, αλλά και το έργο Χαίρε νύμφη, σε σκηνοθεσία Λένας Κιτσοπούλου, στο Θέατρο Τέχνης. Σε μια χρονιά που το ελληνικό έργο κατείχε τη μερίδα του λέοντος στη θεατρική σκηνή, αποδεικνύεται στην πράξη πώς τα έργα του ζακυνθινού δραματουργού μπορούν να σταθούν στη σκηνή και σήμερα και να σταθούν αφορμή για τη δημιουργία κειμενικών συνθέσεων αλλά και "τολμηρών" σκηνοθετικών προτάσεων.
Κορνήλιος Ρουσάκης
0 comments: