Της Ήβης Βασιλείου
Θεατές του Μάριου Ποντίκα, σε σκηνοθεσία Κατερίνας Ευαγγελάτου, στο Εθνικό Θέατρο.
Ο Σωτήρης Χατζάκης ανέλαβε την ηγεσία του Εθνικού Θεάτρου, παίρνοντας την σκυτάλη από τον Γιάννη Χουβαρδά. Ο νέος καλλιτεχνικός διευθυντής, με σκοπό να κάνει την παραπάνω μετάβαση ομαλή αποφάσισε να ξεκινήσει τη θεατρική χρονιά με επανάληψη ορισμένων, επιτυχημένων παραστάσεων από το περσινό πρόγραμμα, με γενικό τίτλο "Τι είναι η πατρίδα μας;". Από τις πιο ενδιαφέρουσες παραστάσεις που παρουσιάστηκαν στα πλαίσια του παραπάνω προγράμματος ήταν οι Θεατές του Μάριου Ποντίκα.
Το έργο γράφτηκε το 1978, λίγο μετά την πτώση της Χούντας, τα γεγονότα που παρουσιάζει διαδραματίζονται κατά την δεκαετία του '50, λίγο μετά τον εμφύλιο πόλεμο και απευθύνεται στους σύγχρονους Έλληνες θεατές, σε μια χρονική στιγμή που τα προβλήματα της εθνικής παθογένειας είναι και πάλι ορατά. Πρόκειται για μια αλληγορία για "το θεάσθαι τον κόσμο απαθώς", σύμφωνα με τη διατύπωση του συγγραφέα του έργου.
Η δράση τοποθετείται σε δύο γειτονικά δωμάτια ξενοδοχείου. Στο ένα κατοικεί ένας ανάπηρος, πρώην ταγματασφαλίτης που πλέον εργάζεται προς όφελος της κρατικής προπαγάνδας, ψάχνοντας τρόπο να δικαιολογήσει την ύπαρξη του. Μαζί του, σε συνθήκες εξαθλίωσης, ζει η γυναίκα του, βαθιά απελπισμένη από την έλλειψη αξιοπρέπειας στον τρόπο ζωής της. Οι δύο αυτοί άνθρωποι πορεύονται παράλληλα, αναζητώντας τη λύση του μαρτυρίου της καθημερινότητας τους. Θεατής αυτής της πορείας, ο κάτοικος του διπλανού δωματίου που παρακολουθεί τα γεγονότα από μια τρύπα στον τοίχο. Ο ίδιος θιασώτης της άποψης που ορίζει τον έντιμο βίο ως αποστασιοποιημένο και ουδέτερο, αποφεύγει την οποιαδήποτε συμμετοχή στη δράση αλλά και στις συναισθηματικές εναλλαγές των άλλων. Σύντροφός του, μια εξίσου τυχοδιωκτική προσωπικότητα, που επικεντρώνει το ενδιαφέρον της στην διασφάλιση της προσωπικής της ευμάρειας. Και οι δύο, απορροφημένοι στους εαυτούς τους, παραμένουν ως το τέλος του έργου "θεατές και αμέτοχοι εκ του μακρόθεν". Μοναδική αναλαμπή η η στιγμιαία, αγωνιώδης, ειρωνική ερώτηση του άνδρα: "Τι θα γινόταν αν κάποιος άλλος με έβλεπε;"
Τρία επίπεδα θεατών κινούνται παράλληλα στον κόσμο που δημιούργησε ο συγγραφέας Μάριος Ποντίκας. Ο γείτονας-θεατής του έργου, που παρακολουθεί τα γεγονότα από την τρύπα του τοίχου και προστατεύει τον εαυτό του μένοντας αμέτοχος, ακόμα και όταν αυτά γίνονται δραματικά. Ο διπλανός–θεατής της καθημερινότητας που παρακολουθεί, γνωρίζει, συμπεραίνει αλλά περιορίζεται, σύμφωνα με τα λόγια του συγγραφέα, σε μια "τηλεοπτική πρόσληψη των γεγονότων", επιλέγοντας να ασχοληθεί τελικά μόνο με ότι επηρεάζει άμεσα την δική του ζωή. Τέλος, μέρος της παράλληλης δράσης αποτελούν οι πραγματικοί θεατές της παράστασης που τελικά καλούνται να επιλέξουν στάση ζωής.
Η σκηνοθέτις της παράστασης Κατερίνα Ευαγγελάτου κατάφερε να οργανώσει την παράλληλη λειτουργία όλων των επιπέδων του θεατρικού έργου και εκμεταλλεύτηκε όλες τις δυνατότητες που αυτό της έδωσε. Με την εύστοχη βοήθεια της Ελένης Μανωλοπούλου στα σκηνικά και τα κοστούμια, δημιούργησε ένα σύμπαν με σαφείς αισθητικές αναφορές στη δεκαετία του '50 και τοποθέτησε επί σκηνής δύο διαδοχικά δωμάτια ξενοδοχείου με διαπερατούς τοίχους που επέτρεπαν στους θεατές να παρακολουθούν την εξέλιξη της δράσης. Στο οργανικό σύνολο συνέβαλαν με τη συμμετοχή τους ο Σταύρος Γασπαράτος με τη μουσική και τους ηχητικούς σχεδιασμούς και ο Σάκης Μπιρμπίλης με τους σχεδιασμούς των φωτισμών. Μοναδική ένσταση οι ελληνικές σημαίες που δέσποζαν στο σκηνικό, αποτελώντας περιττή, ίσως, υπόδειξη της άμεσης σχέσης του θεατρικού έργου και της παράστασης με τη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα.
Τον ρόλο του πρώην ταγματασφαλίτη ανέλαβε ο Νικόλας Παπαγιάννης, που απέδωσε με εσωτερική δύναμη και σαφήνεια την μίζερη ζωή που μπορεί να ζει ένας ανάπηρος σωματικά αλλά και ψυχικά άνθρωπος. Χρησιμοποίησε σωστά την ένταση της φωνής του, η οποία αντιπαραβάλλονταν με το περιορισμένο σώμα του. Την γυναίκα του ερμήνευσε η Στεφανία Γουλιώτη, χρησιμοποιώντας όλα τα εκφραστικά της μέσα για να αποδώσει άμεσα την "εξαθλίωση της ζωής της και την εξ' αυτής απελπισία". Ο εκ μακρόθεν θεατής, μικροπρεπής τυχοδιώκτης βρήκε την ιδανική ενσάρκωση του στο πρόσωπο του ηθοποιού Νίκου Ψαρρά. Την σύντροφο του υποδύθηκε η Άλκηστη Πουλοπούλου που ακολούθησε τις συνήθεις υποκριτικές της τακτικές, σε ένα ρόλο που σε γενικές γραμμές της ταίριαζε.
Το σύνολο της παράστασης υπήρξε δουλεμένο, καλοστημένο, άμεσο και ενδιαφέρον, καθώς δικαιώνει ένα έργο που αποτελεί σίγουρα πεδίο προβληματισμού και σκέψης για τους σύγχρονους θεατές. Με παραίνεση της Κατερίνας Ευαγγελάτου, πριν αρχίσει η παράσταση, οι ταξιθέτες καλούν το κοινό να αφαιρέσει εάν θέλει τα σημαιάκια που περιβάλλουν τους τοίχους του σκηνικού, ώστε να μπορέσει να δει τη δράση εντός των δωματίων, διατυπώνοντας με σαφήνεια ένα ερώτημα. Το ερώτημα του αν κανείς θέλει να έχει ενεργή συμμετοχή στα γεγονότα της παράστασης ή και της ίδιας της ζωής ή αν επιθυμεί να παραμείνει απλός θεατής, παρακολουθώντας τη δράση "εκ του μακρόθεν".
0 comments: