Του Κορνήλιου Ρουσάκη
"Η μικρή μας πόλη" του Θόρντον Ουάιλντερ, σε σκηνοθεσία Γιάννη Βούρου, στο Θέατρο της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών.
Οι καθημερινές στιγμές δύο οικογενειών στην αμερικανική επαρχία των αρχών του 20ού αιώνα αποτελούν τον δραματουργικό καμβά του έργου του Ουάιλντερ. Οι θεατές γίνονται μάρτυρες-κοινωνοί του νεανικού έρωτα της Έμιλυ και του Τζορτζ και μεταφέρονται στην ήσυχη ζωή της αμερικανικής αυτής κωμόπολης, με οδηγό μια ιδιαίτερη φιγούρα-αφηγητή που ανατέμνει τα δρώμενα και προλέγει όσα έπονται.
Όσο ήσυχα, αργά και σχεδόν ανούσια κυλά η ζωή στο Γκρόβερς Κόρνερς, έτσι βασανιστικά περνά κι ο χρόνος στο πρώτο μέρος (οι δύο πρώτες πράξεις του έργου) της παράστασης που σκηνοθέτησε ο Γιάννης Βούρος. Η έλλειψη καθαρής σκηνοθετικής γραμμής, οι ρυθμικές ανεπάρκειες, η φλυαρία (που θα μπορούσε να αποφευχθεί με μια επεξεργασία στο κείμενο), με έκαναν να αναρωτηθώ για την επιλογή ενός κρατικού θεάτρου, να εντάξει στο ρεπερτόριο του ένα έργο που έχει παρουσιαστεί πολλάκις, χωρίς να υπάρχει κατάθεση μιας νέας, συγκροτημένης πρότασης. Από τις λίγες φωτεινές στιγμές του πρώτου μέρους ήταν οι καλοδουλεμένοι μιμητικοί —κινητικοί και ηχητικοί— αυτοσχεδιασμοί (σε διδασκαλία Γιώργου Κολοβού), που υποκατέστησαν επάξια την απουσία σκηνικών αντικειμένων (μια έλλειψη που επιβάλλεται από το ίδιο το κείμενο του Ουάιλντερ), αλλά και η συνάντηση των δύο ερωτευμένων νέων στην κούνια-τραπέζι, που αποδίδεται επαρκέστατα από τους ηθοποιούς, σε ένα εξαιρετικά φωτισμένο σκηνικό περιβάλλον (φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου)
Όλοι οι ενδοιασμοί και τα —ενδεχομένως— πρώιμα συμπεράσματα καταρρίπτονται αμέσως μετά το διάλειμμα. Εκεί που η ρεαλιστική απεικόνιση αφήνεται κατά μέρους και προτάσσεται η μεταφυσική διάσταση, η επικοινωνία ανάμεσα σε ψυχές ζώντων και τεθνεώτων. Σ' αυτό το δεύτερο μέρος ο Γιάννης Βούρος προσεγγίζει το κείμενο με έναν τρόπο που παραμερίζει το πρώτο επίπεδο της επιφανειακής δράσης-αντίδρασης και φέρνει στο φως το υπο-κείμενο, τις κρυφές σκέψεις, τις ωσμώσεις των ψυχών. Αυτό το δεύτερο —σαραντάλεπτο— μέρος είναι ένα δυνατό σκηνοθετικό επίτευγμα, ένα σκηνικό έργο τέχνης, ένα υπόδειγμα σύλληψης και εκτέλεσης. Η δράση μεταφέρεται στον κόσμο των νεκρών, εκεί που οι αθέατες ψυχές των αποθανόντων κατοίκων της μικρής πόλης, ενωμένοι με τα νήματα μιας άλικης κλωστής "βιώνουν" την αποσύνδεση σώματος και πνεύματος, την αποδέσμευση από τα δεσμά της υλιστικής πραγματικότητας. Ο Βούρος καταφέρνει να ξεφύγει από τα σκηνοθετικά κλισέ του μονοεπίπεδου πρώτου μέρους και να δώσει ένα πολυεπίπεδο δυνατό φινάλε. Στήνει ιδιαίτερα καλοκουρδισμένες σκηνές συνόλου, με κινηματογραφική οπτική, (η σκηνή του γαμού κι ακόμα περισσότερο η σκηνή της κηδείας) που αξιοποιούν το βάθος της μεγάλης σκηνής του θεάτρου της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών.
Ιδιαίτερα φροντισμένες ήταν οι ερμηνείες, με πολύ χαρακτηριστικά "πορτραίτα" ανθρώπων της μικρής πόλης. Ο Μάνος Ζαχαράκος είναι ο διαμεσολαβητής, ένας οδηγός που ενώνει το εδώ με το επέκεινα. Ξετυλίγει στην αρχή της παράστασης το κόκκινο κουβάρι της ζωής, το νήμα που —όπως αναφέρεται παραπάνω— στο δεύτερο μέρος ενώνει τις ψυχές των νεκρών. Ο Ζαχαράκος έχει καλές στιγμές που θα ήταν πιο καίριες αν άμβλυνε ελάχιστα την ψυχρότητα του, που σε αρκετά σημεία έδειχνε επιτηδευμένη. Η Μαριαλένα Ροζάκη, εύθραυστη και τρυφερή, σπαρακτική στο φινάλε της, είναι η Έμιλυ που έρχεται αντιμέτωπη με τη φθαρτότητα της ανθρώπινης ύπαρξης, κερδίζοντας την υποκριτική μάχη, κρατώντας αποστάσεις ασφαλείας απο ερμηνευτικές υπερβολές. Ο Χρήστος Παπαδημητρίου (Τζορτζ) προσπαθεί να τιθασεύσει την υποκριτική αλεγκρία που διαθέτει και που απλόχερα έχει ξεδιπλώσει σε άλλες ερμηνείες του. Το αποτέλεσμα εδώ είναι σε αρκετές στιγμές αμήχανο. Το ίδιο αμήχανη εμφανίζεται και η Αριέττα Μουτούση, η οποία σταδιακά καταφέρνει να "ανεβάσει στροφές".
Έχω αναφερθεί συχνά στην υποκριτική δεινότητα της Εύης Σαρμή και στην ικανότητα της να απογειώνει "δεύτερους" αλλά χαρακτηριστικούς ρόλους, ντύνοντας τους με μια σπιρτάδα, μια αλλόκοτη τρέλα, δίνοντάς τους μια "γυαλάδα στο μάτι". Το ίδιο επιτυγχάνει κι εδώ, με μια καρατερίστικη εμφάνιση στη σκηνή του γάμου. Ενδιαφέρουσες φιγούρες είναι και ο αποστασιοποιημένος γιατρός του Δημήτρη Σιακάρα, ο αστυνόμος του Στάθη Βούτου, ο ιδιοκτήτης εφημερίδας του Γιάννη Καλαντζόπουλου, ο ιερέας του Τάσου Πανταζή. Το σύνολο της διανομής, νεότεροι και παλαιότεροι ηθοποιοί, έχουν δυνατές στιγμές, τις οποίες αξιοποιούν ικανοποιητικά.
Το συμμετρικό (ως προς τα σπίτια των δύο οικογενειών) σκηνικό που σχεδίασαν η Ράνια Υφαντίδου και η Αλεξάνδρα Μπουσουλέγκα, παραμένει πιστό στις "προσταγές" του κειμένου για αφαίρεση και αφήνει σχεδόν γυμνή τη σκηνή του θεάτρου, αφήνοντας ελεύθερη τη φαντασία να δημιουργήσει εικόνες. Προς αυτή τη κατεύθυνση (τη δημιουργία εικόνων και ατμόσφαιρας) κινούνται και οι υπέροχοι φωτισμοί (πραγματική θεατρική μαγεία!) του Αλέκου Αναστασίου. Οι μουσικές επιλογές της Ζέττας Νικολαίδου μένουν σε δεύτερο πλάνο.
"Η μικρή μας πόλη" του Θόρντον Ουάιλντερ, σε σκηνοθεσία Γιάννη Βούρου, στο Θέατρο της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών.
Οι καθημερινές στιγμές δύο οικογενειών στην αμερικανική επαρχία των αρχών του 20ού αιώνα αποτελούν τον δραματουργικό καμβά του έργου του Ουάιλντερ. Οι θεατές γίνονται μάρτυρες-κοινωνοί του νεανικού έρωτα της Έμιλυ και του Τζορτζ και μεταφέρονται στην ήσυχη ζωή της αμερικανικής αυτής κωμόπολης, με οδηγό μια ιδιαίτερη φιγούρα-αφηγητή που ανατέμνει τα δρώμενα και προλέγει όσα έπονται.
Όσο ήσυχα, αργά και σχεδόν ανούσια κυλά η ζωή στο Γκρόβερς Κόρνερς, έτσι βασανιστικά περνά κι ο χρόνος στο πρώτο μέρος (οι δύο πρώτες πράξεις του έργου) της παράστασης που σκηνοθέτησε ο Γιάννης Βούρος. Η έλλειψη καθαρής σκηνοθετικής γραμμής, οι ρυθμικές ανεπάρκειες, η φλυαρία (που θα μπορούσε να αποφευχθεί με μια επεξεργασία στο κείμενο), με έκαναν να αναρωτηθώ για την επιλογή ενός κρατικού θεάτρου, να εντάξει στο ρεπερτόριο του ένα έργο που έχει παρουσιαστεί πολλάκις, χωρίς να υπάρχει κατάθεση μιας νέας, συγκροτημένης πρότασης. Από τις λίγες φωτεινές στιγμές του πρώτου μέρους ήταν οι καλοδουλεμένοι μιμητικοί —κινητικοί και ηχητικοί— αυτοσχεδιασμοί (σε διδασκαλία Γιώργου Κολοβού), που υποκατέστησαν επάξια την απουσία σκηνικών αντικειμένων (μια έλλειψη που επιβάλλεται από το ίδιο το κείμενο του Ουάιλντερ), αλλά και η συνάντηση των δύο ερωτευμένων νέων στην κούνια-τραπέζι, που αποδίδεται επαρκέστατα από τους ηθοποιούς, σε ένα εξαιρετικά φωτισμένο σκηνικό περιβάλλον (φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου)
Όλοι οι ενδοιασμοί και τα —ενδεχομένως— πρώιμα συμπεράσματα καταρρίπτονται αμέσως μετά το διάλειμμα. Εκεί που η ρεαλιστική απεικόνιση αφήνεται κατά μέρους και προτάσσεται η μεταφυσική διάσταση, η επικοινωνία ανάμεσα σε ψυχές ζώντων και τεθνεώτων. Σ' αυτό το δεύτερο μέρος ο Γιάννης Βούρος προσεγγίζει το κείμενο με έναν τρόπο που παραμερίζει το πρώτο επίπεδο της επιφανειακής δράσης-αντίδρασης και φέρνει στο φως το υπο-κείμενο, τις κρυφές σκέψεις, τις ωσμώσεις των ψυχών. Αυτό το δεύτερο —σαραντάλεπτο— μέρος είναι ένα δυνατό σκηνοθετικό επίτευγμα, ένα σκηνικό έργο τέχνης, ένα υπόδειγμα σύλληψης και εκτέλεσης. Η δράση μεταφέρεται στον κόσμο των νεκρών, εκεί που οι αθέατες ψυχές των αποθανόντων κατοίκων της μικρής πόλης, ενωμένοι με τα νήματα μιας άλικης κλωστής "βιώνουν" την αποσύνδεση σώματος και πνεύματος, την αποδέσμευση από τα δεσμά της υλιστικής πραγματικότητας. Ο Βούρος καταφέρνει να ξεφύγει από τα σκηνοθετικά κλισέ του μονοεπίπεδου πρώτου μέρους και να δώσει ένα πολυεπίπεδο δυνατό φινάλε. Στήνει ιδιαίτερα καλοκουρδισμένες σκηνές συνόλου, με κινηματογραφική οπτική, (η σκηνή του γαμού κι ακόμα περισσότερο η σκηνή της κηδείας) που αξιοποιούν το βάθος της μεγάλης σκηνής του θεάτρου της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών.
Ιδιαίτερα φροντισμένες ήταν οι ερμηνείες, με πολύ χαρακτηριστικά "πορτραίτα" ανθρώπων της μικρής πόλης. Ο Μάνος Ζαχαράκος είναι ο διαμεσολαβητής, ένας οδηγός που ενώνει το εδώ με το επέκεινα. Ξετυλίγει στην αρχή της παράστασης το κόκκινο κουβάρι της ζωής, το νήμα που —όπως αναφέρεται παραπάνω— στο δεύτερο μέρος ενώνει τις ψυχές των νεκρών. Ο Ζαχαράκος έχει καλές στιγμές που θα ήταν πιο καίριες αν άμβλυνε ελάχιστα την ψυχρότητα του, που σε αρκετά σημεία έδειχνε επιτηδευμένη. Η Μαριαλένα Ροζάκη, εύθραυστη και τρυφερή, σπαρακτική στο φινάλε της, είναι η Έμιλυ που έρχεται αντιμέτωπη με τη φθαρτότητα της ανθρώπινης ύπαρξης, κερδίζοντας την υποκριτική μάχη, κρατώντας αποστάσεις ασφαλείας απο ερμηνευτικές υπερβολές. Ο Χρήστος Παπαδημητρίου (Τζορτζ) προσπαθεί να τιθασεύσει την υποκριτική αλεγκρία που διαθέτει και που απλόχερα έχει ξεδιπλώσει σε άλλες ερμηνείες του. Το αποτέλεσμα εδώ είναι σε αρκετές στιγμές αμήχανο. Το ίδιο αμήχανη εμφανίζεται και η Αριέττα Μουτούση, η οποία σταδιακά καταφέρνει να "ανεβάσει στροφές".
Έχω αναφερθεί συχνά στην υποκριτική δεινότητα της Εύης Σαρμή και στην ικανότητα της να απογειώνει "δεύτερους" αλλά χαρακτηριστικούς ρόλους, ντύνοντας τους με μια σπιρτάδα, μια αλλόκοτη τρέλα, δίνοντάς τους μια "γυαλάδα στο μάτι". Το ίδιο επιτυγχάνει κι εδώ, με μια καρατερίστικη εμφάνιση στη σκηνή του γάμου. Ενδιαφέρουσες φιγούρες είναι και ο αποστασιοποιημένος γιατρός του Δημήτρη Σιακάρα, ο αστυνόμος του Στάθη Βούτου, ο ιδιοκτήτης εφημερίδας του Γιάννη Καλαντζόπουλου, ο ιερέας του Τάσου Πανταζή. Το σύνολο της διανομής, νεότεροι και παλαιότεροι ηθοποιοί, έχουν δυνατές στιγμές, τις οποίες αξιοποιούν ικανοποιητικά.
Το συμμετρικό (ως προς τα σπίτια των δύο οικογενειών) σκηνικό που σχεδίασαν η Ράνια Υφαντίδου και η Αλεξάνδρα Μπουσουλέγκα, παραμένει πιστό στις "προσταγές" του κειμένου για αφαίρεση και αφήνει σχεδόν γυμνή τη σκηνή του θεάτρου, αφήνοντας ελεύθερη τη φαντασία να δημιουργήσει εικόνες. Προς αυτή τη κατεύθυνση (τη δημιουργία εικόνων και ατμόσφαιρας) κινούνται και οι υπέροχοι φωτισμοί (πραγματική θεατρική μαγεία!) του Αλέκου Αναστασίου. Οι μουσικές επιλογές της Ζέττας Νικολαίδου μένουν σε δεύτερο πλάνο.
0 comments: