Στα υπόγεια γίνονται θαύματα!
Άγρια μοναξιά του Μάρτιν ΜακΝτόνα, από την ομάδα Perros, σε σκηνοθεσία Σπύρου Αθηναίου.
Το έργο του Μάρτιν ΜακΝτόνα Άγρια μοναξιά, επέλεξε για τη φετινή παρουσία της η θεατρική ομάδα Perros, συνεχίζοντας για δεύτερη χρονιά την ενασχόλησή της με έργο του ιρλανδοβρετανού δραματουργού. Κι αν το περσινό Ο συγγραφέας και ο αδελφός του συγγραφέα (βασισμένο στο έργο Pillowman του ΜακΝτόνα) στο υπόγειο θέατρο Vis Motrix, αποτέλεσε μια ευχάριστη έκπληξη που τάραξε τα λιμνάζοντα νερά της θεατρικής Θεσσαλονίκης, κυρίως λόγω της καθαρής ματιάς με την οποία αποτυπώθηκε το σκοτεινό μοτίβο και η ατμόσφαιρα του κειμένου, η φετινή εξαιρετική επίδοση —σε ένα άλλο υπόγειο στο θέατρο Όρα— μόνο έκπληξη δεν πρέπει να θεωρηθεί.
Ξεκινώντας από το κείμενο του ΜακΝτόνα και καταλήγοντας στην ολοκληρωμένη σκηνοθετική άποψη του Σπύρου Αθηναίου και στις ερμηνείες του κουαρτέτου των ηθοποιών, ο θεατής γίνεται κοινωνός μιας μοναδικής στιγμής, μιας σπάνιας θεατρικής εμπειρίας.
Ο ΜακΝτόνα γεννημένος στο Κάμπεργουελ του Λονδίνου από ιρλανδούς γονείς, έφυγε σε νεαρή ηλικία από το σπίτι του για να ζήσει στο Λονδίνο μαζί με τον αδελφό του. Στην Άγρια μοναξιά (πρωτότυπος τίτλος The Lonesome West), ο συγγραφέας σκιαγραφεί την προβληματική συμβίωση δύο αδελφών, δύο ανδρών με έντονους χαρακτήρες, αναρίθμητες εκρήξεις και νευρωτικές συμπεριφορές. Οι δύο άνδρες ζουν στο ίδιο σπίτι, υπονομεύοντας ο ένας την παρουσία του άλλου, βρίζοντας και υποτιμώντας σε κάθε ευκαιρία ο ένας τον άλλο. Το έργο ξεκινά αμέσως μετά την κηδεία του πατέρα τους, τον οποίο σκότωσε ο ένας από τους δύο γιους του. Το συμβάν θεωρείται ατύχημα έπειτα από την κατάθεση του δεύτερου γιου, ο οποίος δέχεται να το αναγνωρίσει ως τέτοιο, αρκεί να περάσει σε αυτόν ολόκληρη η οικογενειακή περιουσία. Έχουμε, επομένως, ένα οικογενειακό περιβάλλον που είναι αποστειρωμένο από οποιοδήποτε συναίσθημα και παράλληλα ένα ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο, που είναι τοποθετημένο στο Λίνεϊν, στην ιρλανδική επαρχία, εκεί που οι άνθρωποι βιώνουν μοναξιά, πίνουν, μεθούν και αρκετοί εγκληματούν. Στο έργο αυτό του ΜακΝτόνα συναντάμε όλα τα δραματουργικά στοιχεία που χαρακτηρίζουν την ιδιαίτερη γραφή του. Βία λεκτική, σωματική, ψυχολογική, δολοφονία ενός γονέα (όπως συμβαίνει και στο έργο του Η Βασίλισσα της ομορφιάς), άπειρο αλκοόλ, σκληρή γλώσσα με αρκετούς ιδιωματισμούς της ιρλανδικής επαρχίας, έντονες αναφορές στην πίστη, στο θρησκευτικό συναίσθημα και στον καθολικισμό, σκηνές σκληρής βίας ενδεδυμένες με βιτριολικό μαύρο χιούμορ, αλλά και όπλα, μαχαίρια και νεκρά ζώα. Όλα τα παραπάνω αλλά και ένα ακόμα: ο ιδιαίτερα ανάγλυφος τρόπος με τον οποίο εκθέτει σε κοινή θέα τους χαρακτήρες του ο συγγραφέας, του δίνουν μια περίοπτη θέση ανάμεσα στους δημιουργούς του in yer face theatre (θέατρο στα μούτρα), που άνθησε στη Βρετανία από τη δεκαετία του 1990 και έπειτα. Το θέατρο του ΜακΝτόνα διαποτισμένο από τη βία (ενδοοικογενειακή ή με θρησκευτικά κίνητρα), διαφέρει από την ποιητική απεικόνιση της βίας που υπάρχει στο θέατρο της Σάρας Κέην ή στην βία που ξεδιπλώνεται στη σκηνή μέσω αφηγήσεων όπως συχνά κάνει ο Φίλιπ Ρίντλεϊ. Το συγκεκριμένο έργο του ΜάκΝτόνα διαθέτει αρκετές αρετές αν και —κατά τη γνώμη μου— δεν προσεγγίζει την εξαιρετική σκιαγράφηση του διπόλου μάνας-κόρης στη Βασίλισσα της ομορφιάς ή τη μαγεία που κουβαλά η παραμυθική αφήγηση στον Pillowman. Στην ερώτηση γιατί ένα κείμενο με χαρακτήρες της ιρλανδικής επαρχίας μπορεί να αφορά την ελληνική θεατρική πραγματικότητα, η απάντηση προκύπτει αβίαστα. Αφενός η γραφή του ΜακΝτόνα δεν περιορίζεται στην παρουσίαση χαρακτήρων και συμπεριφορών που κλείνονται μέσα σε γεωγραφικά όρια και εθνικές ταυτότητες, παρόλο που αναδεικνύει τα τρωτά της ιρλανδικής κοινωνίας και του τρόπου ζωής στη χώρα αυτή. Αφετέρου, μιλώντας γενικότερα για τα έργα του θεάτρου στα μούτρα, αξίζει να αναφερθεί πως έχουν γραφτεί την περίοδο της θατσερικής διακυβέρνησης (και μετά από αυτήν), όταν οι κοινωνικές αναταραχές, οι απεργίες και οι διαδηλώσεις των εργατών, η κατάργηση κάθε είδους κοινωνικής πρόνοιας, η παραμέληση των ανύπαντρων μητέρων και η αύξηση των "αδέσποτων" παιδιών που μετατρέπονται σε θύματα και θύτες εγκληματικών πράξεων, ήταν καθημερινά φαινόμενα. Εικόνες που σε μεγάλο βαθμό αφορούν τη σημερινή ελληνική πραγματικότητα και κάνουν ακόμη πιο έντονα το θέατρο καθρέπτη της κοινωνίας.
Ο Σπύρος Αθηναίου ξεπερνά το πρόβλημα της επί σκηνής απεικόνισης βίαιων συμπλοκών που ταλανίζει το σύγχρονο αστικό θέατρο, εκθέτοντας εντελώς αφτιασίδωτες και σχεδόν σε απόσταση αναπνοής από τους θεατές, τις εμφύλιες συγκρούσεις των δύο αδελφών. Έχουμε να κάνουμε, επομένως, με ένα κυριολεκτικό θέατρο στα μούτρα, που αρπάζει το θεατή από το σβέρκο και τον ταρακουνά μέχρι να λάβει το μήνυμα. Παράλληλα, ο σκηνοθέτης καθοδηγεί τους ηθοποιούς του με τέτοιον τρόπο ώστε να αναδεικνύεται η δεύτερη σκέψη των χαρακτήρων, το κρυμμένο παρελθόν που κουβαλούν, οι ιδιαιτερότητες τους. Οι πράξεις τους έχουν ξεκάθαρη αρχή, κορύφωση και πτώση, δίνοντας την εντύπωση εκτέλεσης μιας χορογραφίας συμπεριφορών και συναισθημάτων. Το μαύρο χιούμορ που αφθονεί στο κείμενο αναδεικνύεται εξαιρετικά (σε αυτό βοηθάει ουσιαστικά η απόδοση-μετάφραση της Βασιλικής Τζάμου, που έχει έναν ρυθμό στα όρια του καταιγισμού), δημιουργώντας μια εναλλαγή γέλιου και σφιξίματος του στομαχιού που για 90 λεπτά κρατά τον θεατή σε διαρκή εγρήγορση.
Οι ηθοποιοί που επωμίζονται τους ρόλους των δύο αδελφών κρίνονται ως εξαιρετικές επιλογές εκ του αποτελέσματος. Ο Κίμων Κουρής έχει το ρόλο του εμμονικού με την ιδιοκτησία και τα υλικά αγαθά Βέρνον και ο Γρηγόρης Παπαδόπουλος —που έχει μια συνεπή πορεία στο θέατρο με σημαντικές ερμηνείες στο πρόσφατο παρελθόν, στο επίσης πολύ παραγωγικό υπόγειο του θεάτρου Ακτίς Αελίου— τον ρόλο του ευέξαπτου αλλά και ειρωνικού Κόλμαν. Η σκηνική συνδιαλλαγή των δύο αυτών ηθοποιών είναι εντυπωσιακή, ένα fair play σπάνιο στο θέατρο. Ξεχωρίζει το "παιχνίδι της συγγνώμης", λίγο πριν το φινάλε, που αποκαλύπτει τις σκληρές πράξεις που έχει κάνει ο ένας εν αγνοία και εις βάρος του άλλου και που αναδεικνύει τη ζήλια και την εχθρότητα που έτρεφαν ο ένας για τον άλλο. Ιδιαίτερη προσοχή έχει δοθεί στην κίνηση των ηθοποιών και στην αποτύπωση της συμπεριφοράς των χαρακτήρων μέσα από τη στάση του σώματος. Δεν υπάρχουν χάρτινοι χαρακτήρες, αλλά ολοκληρωμένες περσόνες και αυτό είναι ένα από τα ατού της παράστασης. Ενδιαφέρουσες στιγμές είχαν και οι δύο ηθοποιοί που ερμηνεύουν τους ρόλους που κινούνται στο περιθώριο του μικρόκοσμου των δύο αδελφών. Η Βασιλική Τζάμου που υποδύεται ένα νεαρό κορίτσι δεν πέφτει στην παγίδα της δημιουργίας μιας έξαλλης έφηβης που θα μοιάζει με καρικατούρα. Είναι συγκρατημένη και μετρημένη και έχει μια έξοχη στιγμή όταν βιώνει την προδοσία με σχεδόν βουβό πόνο, με τρόπο που είναι πιο "δυνατός" από όσο αν κραύγαζε. Ο Σταύρος Ευκολίδης δημιούργησε ένα πορτραίτο ενός τυπικού ιερέα της καθολικής εκκλησίας, ο οποίος συντρίβεται μέσα σε ένα περιβάλλον σήψης και διαφθοράς.
Όλα αυτά μέσα στο νατουραλιστικής αισθητικής σκηνικό της Ηλένιας Δουλαδίρη με την πληθώρα των σκηνικών αντικειμένων που απεικονίζει την κουζίνα του σπιτιού και "ντυμένα" με την ατμοσφαιρική μουσική που έγραψε ο Μπάμπης Παπαδόπουλος.
Μια ολοκληρωμένη πρόταση από μια ομάδα της πόλης που δίνει καλά δείγματα δουλειάς, και δημιουργεί προϋποθέσεις και ελπίδες για μια αντίστοιχη καλή συνέχεια στη χειμερινή σαιζόν που ανοίγεται μπροστά μας.
Άγρια μοναξιά του Μάρτιν ΜακΝτόνα, από την ομάδα Perros, σε σκηνοθεσία Σπύρου Αθηναίου.
Το έργο του Μάρτιν ΜακΝτόνα Άγρια μοναξιά, επέλεξε για τη φετινή παρουσία της η θεατρική ομάδα Perros, συνεχίζοντας για δεύτερη χρονιά την ενασχόλησή της με έργο του ιρλανδοβρετανού δραματουργού. Κι αν το περσινό Ο συγγραφέας και ο αδελφός του συγγραφέα (βασισμένο στο έργο Pillowman του ΜακΝτόνα) στο υπόγειο θέατρο Vis Motrix, αποτέλεσε μια ευχάριστη έκπληξη που τάραξε τα λιμνάζοντα νερά της θεατρικής Θεσσαλονίκης, κυρίως λόγω της καθαρής ματιάς με την οποία αποτυπώθηκε το σκοτεινό μοτίβο και η ατμόσφαιρα του κειμένου, η φετινή εξαιρετική επίδοση —σε ένα άλλο υπόγειο στο θέατρο Όρα— μόνο έκπληξη δεν πρέπει να θεωρηθεί.
Ξεκινώντας από το κείμενο του ΜακΝτόνα και καταλήγοντας στην ολοκληρωμένη σκηνοθετική άποψη του Σπύρου Αθηναίου και στις ερμηνείες του κουαρτέτου των ηθοποιών, ο θεατής γίνεται κοινωνός μιας μοναδικής στιγμής, μιας σπάνιας θεατρικής εμπειρίας.
Ο ΜακΝτόνα γεννημένος στο Κάμπεργουελ του Λονδίνου από ιρλανδούς γονείς, έφυγε σε νεαρή ηλικία από το σπίτι του για να ζήσει στο Λονδίνο μαζί με τον αδελφό του. Στην Άγρια μοναξιά (πρωτότυπος τίτλος The Lonesome West), ο συγγραφέας σκιαγραφεί την προβληματική συμβίωση δύο αδελφών, δύο ανδρών με έντονους χαρακτήρες, αναρίθμητες εκρήξεις και νευρωτικές συμπεριφορές. Οι δύο άνδρες ζουν στο ίδιο σπίτι, υπονομεύοντας ο ένας την παρουσία του άλλου, βρίζοντας και υποτιμώντας σε κάθε ευκαιρία ο ένας τον άλλο. Το έργο ξεκινά αμέσως μετά την κηδεία του πατέρα τους, τον οποίο σκότωσε ο ένας από τους δύο γιους του. Το συμβάν θεωρείται ατύχημα έπειτα από την κατάθεση του δεύτερου γιου, ο οποίος δέχεται να το αναγνωρίσει ως τέτοιο, αρκεί να περάσει σε αυτόν ολόκληρη η οικογενειακή περιουσία. Έχουμε, επομένως, ένα οικογενειακό περιβάλλον που είναι αποστειρωμένο από οποιοδήποτε συναίσθημα και παράλληλα ένα ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο, που είναι τοποθετημένο στο Λίνεϊν, στην ιρλανδική επαρχία, εκεί που οι άνθρωποι βιώνουν μοναξιά, πίνουν, μεθούν και αρκετοί εγκληματούν. Στο έργο αυτό του ΜακΝτόνα συναντάμε όλα τα δραματουργικά στοιχεία που χαρακτηρίζουν την ιδιαίτερη γραφή του. Βία λεκτική, σωματική, ψυχολογική, δολοφονία ενός γονέα (όπως συμβαίνει και στο έργο του Η Βασίλισσα της ομορφιάς), άπειρο αλκοόλ, σκληρή γλώσσα με αρκετούς ιδιωματισμούς της ιρλανδικής επαρχίας, έντονες αναφορές στην πίστη, στο θρησκευτικό συναίσθημα και στον καθολικισμό, σκηνές σκληρής βίας ενδεδυμένες με βιτριολικό μαύρο χιούμορ, αλλά και όπλα, μαχαίρια και νεκρά ζώα. Όλα τα παραπάνω αλλά και ένα ακόμα: ο ιδιαίτερα ανάγλυφος τρόπος με τον οποίο εκθέτει σε κοινή θέα τους χαρακτήρες του ο συγγραφέας, του δίνουν μια περίοπτη θέση ανάμεσα στους δημιουργούς του in yer face theatre (θέατρο στα μούτρα), που άνθησε στη Βρετανία από τη δεκαετία του 1990 και έπειτα. Το θέατρο του ΜακΝτόνα διαποτισμένο από τη βία (ενδοοικογενειακή ή με θρησκευτικά κίνητρα), διαφέρει από την ποιητική απεικόνιση της βίας που υπάρχει στο θέατρο της Σάρας Κέην ή στην βία που ξεδιπλώνεται στη σκηνή μέσω αφηγήσεων όπως συχνά κάνει ο Φίλιπ Ρίντλεϊ. Το συγκεκριμένο έργο του ΜάκΝτόνα διαθέτει αρκετές αρετές αν και —κατά τη γνώμη μου— δεν προσεγγίζει την εξαιρετική σκιαγράφηση του διπόλου μάνας-κόρης στη Βασίλισσα της ομορφιάς ή τη μαγεία που κουβαλά η παραμυθική αφήγηση στον Pillowman. Στην ερώτηση γιατί ένα κείμενο με χαρακτήρες της ιρλανδικής επαρχίας μπορεί να αφορά την ελληνική θεατρική πραγματικότητα, η απάντηση προκύπτει αβίαστα. Αφενός η γραφή του ΜακΝτόνα δεν περιορίζεται στην παρουσίαση χαρακτήρων και συμπεριφορών που κλείνονται μέσα σε γεωγραφικά όρια και εθνικές ταυτότητες, παρόλο που αναδεικνύει τα τρωτά της ιρλανδικής κοινωνίας και του τρόπου ζωής στη χώρα αυτή. Αφετέρου, μιλώντας γενικότερα για τα έργα του θεάτρου στα μούτρα, αξίζει να αναφερθεί πως έχουν γραφτεί την περίοδο της θατσερικής διακυβέρνησης (και μετά από αυτήν), όταν οι κοινωνικές αναταραχές, οι απεργίες και οι διαδηλώσεις των εργατών, η κατάργηση κάθε είδους κοινωνικής πρόνοιας, η παραμέληση των ανύπαντρων μητέρων και η αύξηση των "αδέσποτων" παιδιών που μετατρέπονται σε θύματα και θύτες εγκληματικών πράξεων, ήταν καθημερινά φαινόμενα. Εικόνες που σε μεγάλο βαθμό αφορούν τη σημερινή ελληνική πραγματικότητα και κάνουν ακόμη πιο έντονα το θέατρο καθρέπτη της κοινωνίας.
Ο Σπύρος Αθηναίου ξεπερνά το πρόβλημα της επί σκηνής απεικόνισης βίαιων συμπλοκών που ταλανίζει το σύγχρονο αστικό θέατρο, εκθέτοντας εντελώς αφτιασίδωτες και σχεδόν σε απόσταση αναπνοής από τους θεατές, τις εμφύλιες συγκρούσεις των δύο αδελφών. Έχουμε να κάνουμε, επομένως, με ένα κυριολεκτικό θέατρο στα μούτρα, που αρπάζει το θεατή από το σβέρκο και τον ταρακουνά μέχρι να λάβει το μήνυμα. Παράλληλα, ο σκηνοθέτης καθοδηγεί τους ηθοποιούς του με τέτοιον τρόπο ώστε να αναδεικνύεται η δεύτερη σκέψη των χαρακτήρων, το κρυμμένο παρελθόν που κουβαλούν, οι ιδιαιτερότητες τους. Οι πράξεις τους έχουν ξεκάθαρη αρχή, κορύφωση και πτώση, δίνοντας την εντύπωση εκτέλεσης μιας χορογραφίας συμπεριφορών και συναισθημάτων. Το μαύρο χιούμορ που αφθονεί στο κείμενο αναδεικνύεται εξαιρετικά (σε αυτό βοηθάει ουσιαστικά η απόδοση-μετάφραση της Βασιλικής Τζάμου, που έχει έναν ρυθμό στα όρια του καταιγισμού), δημιουργώντας μια εναλλαγή γέλιου και σφιξίματος του στομαχιού που για 90 λεπτά κρατά τον θεατή σε διαρκή εγρήγορση.
Οι ηθοποιοί που επωμίζονται τους ρόλους των δύο αδελφών κρίνονται ως εξαιρετικές επιλογές εκ του αποτελέσματος. Ο Κίμων Κουρής έχει το ρόλο του εμμονικού με την ιδιοκτησία και τα υλικά αγαθά Βέρνον και ο Γρηγόρης Παπαδόπουλος —που έχει μια συνεπή πορεία στο θέατρο με σημαντικές ερμηνείες στο πρόσφατο παρελθόν, στο επίσης πολύ παραγωγικό υπόγειο του θεάτρου Ακτίς Αελίου— τον ρόλο του ευέξαπτου αλλά και ειρωνικού Κόλμαν. Η σκηνική συνδιαλλαγή των δύο αυτών ηθοποιών είναι εντυπωσιακή, ένα fair play σπάνιο στο θέατρο. Ξεχωρίζει το "παιχνίδι της συγγνώμης", λίγο πριν το φινάλε, που αποκαλύπτει τις σκληρές πράξεις που έχει κάνει ο ένας εν αγνοία και εις βάρος του άλλου και που αναδεικνύει τη ζήλια και την εχθρότητα που έτρεφαν ο ένας για τον άλλο. Ιδιαίτερη προσοχή έχει δοθεί στην κίνηση των ηθοποιών και στην αποτύπωση της συμπεριφοράς των χαρακτήρων μέσα από τη στάση του σώματος. Δεν υπάρχουν χάρτινοι χαρακτήρες, αλλά ολοκληρωμένες περσόνες και αυτό είναι ένα από τα ατού της παράστασης. Ενδιαφέρουσες στιγμές είχαν και οι δύο ηθοποιοί που ερμηνεύουν τους ρόλους που κινούνται στο περιθώριο του μικρόκοσμου των δύο αδελφών. Η Βασιλική Τζάμου που υποδύεται ένα νεαρό κορίτσι δεν πέφτει στην παγίδα της δημιουργίας μιας έξαλλης έφηβης που θα μοιάζει με καρικατούρα. Είναι συγκρατημένη και μετρημένη και έχει μια έξοχη στιγμή όταν βιώνει την προδοσία με σχεδόν βουβό πόνο, με τρόπο που είναι πιο "δυνατός" από όσο αν κραύγαζε. Ο Σταύρος Ευκολίδης δημιούργησε ένα πορτραίτο ενός τυπικού ιερέα της καθολικής εκκλησίας, ο οποίος συντρίβεται μέσα σε ένα περιβάλλον σήψης και διαφθοράς.
Όλα αυτά μέσα στο νατουραλιστικής αισθητικής σκηνικό της Ηλένιας Δουλαδίρη με την πληθώρα των σκηνικών αντικειμένων που απεικονίζει την κουζίνα του σπιτιού και "ντυμένα" με την ατμοσφαιρική μουσική που έγραψε ο Μπάμπης Παπαδόπουλος.
Μια ολοκληρωμένη πρόταση από μια ομάδα της πόλης που δίνει καλά δείγματα δουλειάς, και δημιουργεί προϋποθέσεις και ελπίδες για μια αντίστοιχη καλή συνέχεια στη χειμερινή σαιζόν που ανοίγεται μπροστά μας.
Κορνήλιος Ρουσάκης
0 comments: