Δίχως χρώματα κι αρώματα...
Η άλωση της Κωσταντίας
του Γιάννη Μακριδάκη, σε σκηνοθεσία
Χρήστου Βαλαβανίδη, στο Κολοσσαίον.
Η παράσταση αποτελεί άλλη μια απόπειρα μεταφοράς λογοτεχνικού κειμένου στη θεατρική σκηνή, τάση που εσχάτως, μονοπωλεί το ενδιαφέρον θιάσων και θεατρικών ομάδων.
Η Κωσταντία, ρωμιά της
Πόλης, λαμβάνει ένα γράμμα. Όταν ανοίγει
τον φάκελο, ο καλά περιχαρακωμένος
κόσμος της καταρρέει, παρασύροντας μαζί
του όλα όσα μέχρι τότε ήταν δεδομένα.
Το μυθιστόρημα του Μακριδάκη παρουσιάζει
μέσα από ένα ταξίδι στο παρελθόν, τον
τρόπο που αντιμετωπίζουμε τον Άλλο και
τον φόβο απέναντι στην εθνική, πολιτική,
θρησκευτική διαφορετικότητα. Η Κωσταντία
μαθαίνει πως ο γαμπρός της δεν είναι
ρωμιός —όπως μέχρι τώρα γνώριζε— αλλά
Τούρκος κατά το ήμισυ, υιοθετημένος από
ελληνική οικογένεια. Η πληροφορία αυτή
πυροδοτεί τον ψυχολογικό όλεθρο της
Κωνσταντίας, που έχοντας ζωντανές τις
εικόνες του διωγμού του 1955 δεν μπορεί
να αποδεχτεί έναν οθωμανό γαμπρό και
έναν μικτό γάμο. Από την ολική καταστροφή
της άλωσης και την ορμή του πολιορκητικού
κριού του γαμπρού της, την σώζει η
πολυλογού, κουτσομπόλα φίλη της, η
Βαγγελία. Μαζί διαβάζουν την πολυσέλιδη
εξομολόγηση του γαμπρού της, που
εξελίσσεται σε ολονυχτία αποκαλύψεων
και περιδιαβάσεων στα γοητευτικά σοκάκια
της Κωνσταντινούπολης.
Το γεμάτο χρώματα και
αρώματα κείμενο του Μακριδάκη μεταφέρεται
στη σκηνή με έναν τρόπο που παραπέμπει
σε θεατρικό αναλόγιο. Ο Βαλαβανίδης
επιλέγει να παρουσιάσει την ιστορία
στήνοντας δύο παράλληλους σκηνικούς
χώρους: το μικρό σαλόνι της Κωνσταντίας
και δίπλα το γραφείο του γαμπρού της,
του Γιάννη (στον ρόλο ο Βασίλης Παλαιολόγος
σε μια άρυθμη, χειμαρώδη αφήγηση). Ο
σκηνοθέτης περιορίζει κάθε στοιχείο
θεατρικότητας, υπερτονίζοντας μια
στατικότητα, αφού στο μεγαλύτερο μέρος
της παράστασης τα πρόσωπα είναι καθηλωμένα
σε πολυθρόνες. Δεν αρκεί η αφήγηση για
να ξεδιπλωθεί μια ιστορία που θα κεντρίσει
το ενδιαφέρον, όταν όλα τα υπόλοιπα
στοιχεία της σκηνικής πράξης αποπνέουν
έντονα την αίσθηση της προχειρότητας.
Ένας αδιάφορος σκηνικός χώρος με ελάχιστα
αντικείμενα (η μινιμαλιστική αισθητική
είναι ευπρόσδεκτη, αρκεί να μη στερείται
έμπνευσης) και μια σειρά σκοτεινών
εικόνων απο τη ζωή στην Πόλη -μετά βίας
διακρίνονται- που προβάλλονται στον
τοίχο υπογραμμίζοντας τη δράση,
συμπληρώνουν τη λίστα των άστοχων
επιλογών. Η παράσταση δεν απογειώνεται
στιγμή και ο συγκρατημένος, φυσικός
τρόπος που προσεγγίζει η —επιρρεπής
στις ερμηνευτικές υπερβολές— Άννα
Βαγενά το αμόκ του χαρακτήρα που υποδύεται
και το «αχαλίνωτο» μπρίο της Ελένης
Γερασιμίδου που είναι απολαυστική και
εύστοχη στην περσόνα της πολυλογούς,
τσαούσας πολίτισσας, είναι τα δύο
στοιχεία που συγκρατώ από μια παράσταση
που κατακλύζεται από πληκτικές και
αμήχανες, αφηγηματικά, στιγμές.
Κορνήλιος Ρουσάκης
0 comments: