Υπερτονισμένα συναισθήματα
Ο Πατέρας του Αύγουστου Στρίντμπεργκ, σε σκηνοθεσία Λίλλυς Μελεμέ, στο θέατρο Αθήναιον.
"Κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά ποιος είναι ο πατέρας ενός παιδιού". Η φράση αυτή από το έργο του Στρίντμπεργκ πυροδοτεί μια ανελέητη μάχη, ανοίγει τον ασκό των υποψιών που μετατρέπονται σταδιακά σε αμφιβολίες και σαν σαράκι αρχίζουν να διαλύουν τη λογική σκέψη. Ο Στρίντμπεργκ αποδομεί τα σαθρά θεμέλια ενός γάμου, φέρνοντας στην επιφάνεια τις ανθρώπινες αδυναμίες και σκιαγραφώντας απόκρυφες επιθυμίες που έρχονται στο φως και προκαλούν εντάσεις. Ο ίλαρχος Άντολφ θέλει να έχει τον απόλυτο έλεγχο στη διαπαιδαγώγηση της κόρης του -κάτι που επιβάλλεται και από τις κοινωνικές συνθήκες της εποχής- μεταφέροντας την στρατιωτική πειθαρχία του εργασιακού του χώρου, στον χώρο της εστίας. Η σύζυγος του, Λάουρα, αντιτίθεται στον "ρόλο" που της επιβάλλεται και αναδιπλώνεται επιθετικά. Σπέρνει στον άνδρα της την υποψία πως η κόρη τους δεν είναι πραγματικό του παιδί και τον τσακίζει, τον διαλύει συναισθηματικά, τον οδηγεί στην παραφροσύνη.
Ο Στρίντμπεργκ δεν περιορίζεται στην απεικόνιση ενός νατουραλιστικού δράματος. Οδηγεί τον ομώνυμο χαρακτήρα του έργου του σε μια υπαρξιακή καταβύθιση, σε ένα ταξίδι στα άδυτα της ψυχής και του μυαλού, οπλίζοντας την δραματουργική φαρέτρα του έργου με όλες τις εκφάνσεις του φάσματος της προδοσίας, του φόβου, της απόρριψης, του μισογυνισμού, της σύγκρουσης. Όλα τα παραπάνω δεν μένουν σε μια εξωτερική, ρεαλιστική απεικόνιση, αλλά τοποθετούνται σε ένα δεύτερο επίπεδο εσωτερικότητας και αναζήτησης.
Στην παράσταση του θεάτρου Τέχνης (συμπαραγωγή με το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Ρούμελης) όλα εκείνα που το κείμενο επιτρέπει και επιβάλλει περνούν σε ένα δεύτερο, ίσως και τρίτο επίπεδο. Η, χωρίς ιδιαίτερη έμπνευση, κλασσική και επίπεδη σκηνοθετική ανάγνωση της Λίλλυς Μελεμέ μοιάζει να δίνει προβάδισμα στην ερμηνεία του πατέρα-Γιάννη Φέρτη, αγνοώντας τα υπόλοιπα στοιχεία που συγκροτούν τη θεατρική πράξη και αφήνοντας μια αίσθηση έλλειψης σκηνικής συνοχής και λειτουργίας στον "αυτόματο πιλότο".
Ο Φέρτης είναι ένας "πατέρας" που βιώνει το δράμα του με έναν τρόπο επιφανειακό και εξωτερικό που συχνά ρέπει προς το μελόδραμα. Μια υπερπροσπάθεια απεικόνισης της πορείας προς τη διάλυση, που στηρίζεται στις έντονες χειρονομίες και στην στομφώδη εκφορά του λόγου, που μοιάζει ξένη με την παράλυση, το μούδιασμα, την παραφορά που επιφέρει στον ανθρώπινο νου μια πορεία προς το παράλογο, όπως είναι αυτή που παρουσιάζει στο έργο του ο Στρίντμπεργκ. Είναι μια ερμηνεία "παλαιάς κοπής" που δεν πείθει. Η Μαρίνα Ψάλτη, ως Λάουρα διανύει την απόσταση που επιβάλλει ο χαρακτήρας -από τις κωμικές, σαρκαστικές σπόντες στην ειρωνεία και από εκεί στην απόλυτη σαρκοφαγική επίθεση- με αρκετά επιδέξιο τρόπο. Παρουσιάζει ενδιαφέρον ο τρόπος που ερμηνεύουν "μιλώντας" με το βλέμμα, η Έρση Μαλικένζου και ο Φαίδωνας Καστρής, ενώ η σκηνική αμηχανία ήταν έκδηλη στις ερμηνείες των νεαρών ηθοποιών του θιάσου που έπαιζαν σαν σπουδαστές δραματικής σχολής που μόλις έχουν αποστηθίσει τους ρόλους τους.
Το σκηνικό -αδικαιολόγητα άδειο- δίνει την αίσθηση μιας ανέμπνευστης προχειρότητας. Ένα κυκλόραμα, ένα λευκό πανί στον πίσω τοίχο με φωτισμούς που εναλλάσσονται ανάλογα με τη σκηνική δράση υπογραμμίζοντας την. Ο σκηνικός χώρος είναι απόλυτα συνυφασμένος με το γενικότερο "μείον" αυτού του σκηνικού εγχειρήματος, με την επιλογή να παρουσιαστούν όλα -συναισθήματα, σκέψεις και πράξεις- τονισμένα και υπογραμμισμένα στον θεατή, εν είδει μασημένης θεατρικής τροφής.
Ο Πατέρας του Αύγουστου Στρίντμπεργκ, σε σκηνοθεσία Λίλλυς Μελεμέ, στο θέατρο Αθήναιον.
"Κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά ποιος είναι ο πατέρας ενός παιδιού". Η φράση αυτή από το έργο του Στρίντμπεργκ πυροδοτεί μια ανελέητη μάχη, ανοίγει τον ασκό των υποψιών που μετατρέπονται σταδιακά σε αμφιβολίες και σαν σαράκι αρχίζουν να διαλύουν τη λογική σκέψη. Ο Στρίντμπεργκ αποδομεί τα σαθρά θεμέλια ενός γάμου, φέρνοντας στην επιφάνεια τις ανθρώπινες αδυναμίες και σκιαγραφώντας απόκρυφες επιθυμίες που έρχονται στο φως και προκαλούν εντάσεις. Ο ίλαρχος Άντολφ θέλει να έχει τον απόλυτο έλεγχο στη διαπαιδαγώγηση της κόρης του -κάτι που επιβάλλεται και από τις κοινωνικές συνθήκες της εποχής- μεταφέροντας την στρατιωτική πειθαρχία του εργασιακού του χώρου, στον χώρο της εστίας. Η σύζυγος του, Λάουρα, αντιτίθεται στον "ρόλο" που της επιβάλλεται και αναδιπλώνεται επιθετικά. Σπέρνει στον άνδρα της την υποψία πως η κόρη τους δεν είναι πραγματικό του παιδί και τον τσακίζει, τον διαλύει συναισθηματικά, τον οδηγεί στην παραφροσύνη.
Ο Στρίντμπεργκ δεν περιορίζεται στην απεικόνιση ενός νατουραλιστικού δράματος. Οδηγεί τον ομώνυμο χαρακτήρα του έργου του σε μια υπαρξιακή καταβύθιση, σε ένα ταξίδι στα άδυτα της ψυχής και του μυαλού, οπλίζοντας την δραματουργική φαρέτρα του έργου με όλες τις εκφάνσεις του φάσματος της προδοσίας, του φόβου, της απόρριψης, του μισογυνισμού, της σύγκρουσης. Όλα τα παραπάνω δεν μένουν σε μια εξωτερική, ρεαλιστική απεικόνιση, αλλά τοποθετούνται σε ένα δεύτερο επίπεδο εσωτερικότητας και αναζήτησης.
Στην παράσταση του θεάτρου Τέχνης (συμπαραγωγή με το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Ρούμελης) όλα εκείνα που το κείμενο επιτρέπει και επιβάλλει περνούν σε ένα δεύτερο, ίσως και τρίτο επίπεδο. Η, χωρίς ιδιαίτερη έμπνευση, κλασσική και επίπεδη σκηνοθετική ανάγνωση της Λίλλυς Μελεμέ μοιάζει να δίνει προβάδισμα στην ερμηνεία του πατέρα-Γιάννη Φέρτη, αγνοώντας τα υπόλοιπα στοιχεία που συγκροτούν τη θεατρική πράξη και αφήνοντας μια αίσθηση έλλειψης σκηνικής συνοχής και λειτουργίας στον "αυτόματο πιλότο".
Ο Φέρτης είναι ένας "πατέρας" που βιώνει το δράμα του με έναν τρόπο επιφανειακό και εξωτερικό που συχνά ρέπει προς το μελόδραμα. Μια υπερπροσπάθεια απεικόνισης της πορείας προς τη διάλυση, που στηρίζεται στις έντονες χειρονομίες και στην στομφώδη εκφορά του λόγου, που μοιάζει ξένη με την παράλυση, το μούδιασμα, την παραφορά που επιφέρει στον ανθρώπινο νου μια πορεία προς το παράλογο, όπως είναι αυτή που παρουσιάζει στο έργο του ο Στρίντμπεργκ. Είναι μια ερμηνεία "παλαιάς κοπής" που δεν πείθει. Η Μαρίνα Ψάλτη, ως Λάουρα διανύει την απόσταση που επιβάλλει ο χαρακτήρας -από τις κωμικές, σαρκαστικές σπόντες στην ειρωνεία και από εκεί στην απόλυτη σαρκοφαγική επίθεση- με αρκετά επιδέξιο τρόπο. Παρουσιάζει ενδιαφέρον ο τρόπος που ερμηνεύουν "μιλώντας" με το βλέμμα, η Έρση Μαλικένζου και ο Φαίδωνας Καστρής, ενώ η σκηνική αμηχανία ήταν έκδηλη στις ερμηνείες των νεαρών ηθοποιών του θιάσου που έπαιζαν σαν σπουδαστές δραματικής σχολής που μόλις έχουν αποστηθίσει τους ρόλους τους.
Το σκηνικό -αδικαιολόγητα άδειο- δίνει την αίσθηση μιας ανέμπνευστης προχειρότητας. Ένα κυκλόραμα, ένα λευκό πανί στον πίσω τοίχο με φωτισμούς που εναλλάσσονται ανάλογα με τη σκηνική δράση υπογραμμίζοντας την. Ο σκηνικός χώρος είναι απόλυτα συνυφασμένος με το γενικότερο "μείον" αυτού του σκηνικού εγχειρήματος, με την επιλογή να παρουσιαστούν όλα -συναισθήματα, σκέψεις και πράξεις- τονισμένα και υπογραμμισμένα στον θεατή, εν είδει μασημένης θεατρικής τροφής.
Κορνήλιος Ρουσάκης
0 comments: