Ένα ταξίδι στα ονείρατα της Σμύρνης
Αγγέλα Παπάζογλου του Γιώργη Παπάζογλου, σε σκηνοθεσία Λάμπρου Λιάβα και Άννας Βαγενά, σε περιοδεία σε όλη την Ελλάδα.
Η μορφή της Αγγέλας Παπάζογλου είναι πλέον εμβληματική στο είδος της μονοπρόσωπης θεατρικής πράξης. Δεκατρία χρόνια παρουσίας στην ελληνική θεατρική σκηνή. Η Αγγέλα ξεδιπλώνει τα ονείρατα της Σμύρνης, ψηφίδες μιας ζωής που ξεκινάει από τα χρόνια στη Σμύρνη πριν το 1922 και φτάνει μέχρι τα προσφυγικά της Κοκκινιάς, τον Β' Παγκόσμιο πόλεμο και τον εμφύλιο. Το είδος του θεάτρου που συναντά κάποιος παρακολουθώντας την συγκεκριμένη παράσταση, είναι ένα θέατρο που βασίζεται σε απλά μέσα, χωρίς θεατρικές "ακροβασίες" και πειραματισμούς. Ένα θέατρο που στηρίζεται στην από καρδιάς αφήγηση μιας γυναίκας που βγαίνει στο προσκήνιο —σαν μια κορυφαία ενός χορού χιλιάδων, εκατομμυρίων γυναικών που βίωσαν την φρίκη του ξεριζωμού— και καταθέτει στιγμές από τη δική της πορεία ζωής. Ο λόγος της Αγγέλας είναι τρυφερός και σκληρός, μεστός νοήματος και ατόφιας, αφτιασίδωτης συγκίνησης. Με τους ιδιωματισμούς της μικρασιάτικης διαλέκτου, με την αγνότητα και την αθωότητα μιας γυναικείας ψυχής που θρηνεί και σπαράζει το ίδιο για τους ρωμιούς που σφαγιάστηκαν στη Σμύρνη, για το εννιάχρονο κορίτσι που πέθανε από ασιτία στην κατοχή, αλλά και για τον ιταλό στρατιώτη που τον σκότωσαν οι δικοί του γιατί αρνήθηκε τον φασισμό. Όπως συχνά τονίζει στο κείμενο η Αγγέλα: "μάνα έχει κι αυτός και δεν είναι εδώ να τον κλάψει". Η Αγγέλα μιλάει για την ελληνική σημαία και για την Ελλάδα με έναν τρόπο που συγκλονίζει, με μια αφοσίωση και προσήλωση που είναι απογυμνωμένη από ακραίες εθνικιστικές κορώνες που πυροδοτούν εντάσεις και καλλιεργούν τη μισαλλοδοξία, ειδικότερα στους καιρούς που βιώνουμε.
Το κείμενο της παράστασης είναι μια συρραφή αποσπασμάτων από το βιβλίο Ονείρατα της Σμύρνης του Γιώργη Παπάζογλου, γιου της Αγγέλας και του ρεμπέτη Βαγγέλη Παπάζογλου. Η παράσταση που σκηνοθέτησαν ο Λάμπρος Λιάβας και η Άννα Βαγενά επικεντρώνεται σε δύο δραματουργικούς άξονες: από τη μία πλευρά είναι οι εικόνες από την καθημερινότητα της Αγγέλας, της οικογένειάς της και του κοινωνικού της περίγυρου στη Σμύρνη και αργότερα στην Κοκκινιά και η ενασχόληση του Βαγγέλη Παπάζογλου με την μουσική, που τον έκανε έναν από τους πρωτεργάτες του ρεμπέτικου τραγουδιού (ο μονόλογος της Αγγέλας είναι διανθισμένος με μουσικά δείγματα της γραφής του Παπάζογλου) και από την άλλη είναι η αποτύπωση ιδεών και εννοιών όπως ελληνικότητα, πίστη, πολιτική ευθύνη, ανθρώπινη αξιοπρέπεια, ζωή. Το κείμενο ακροβατεί ανάμεσα στο κωμικό και στο τραγικό και αυτό είναι, επίσης, ένα συστατικό της επιτυχίας του. Η Αγγέλα είναι μια φωνή που ξεπηδά από τις σελίδες της ιστορίας και ζωντανεύει εικόνες της τραγωδίας του ξεριζωμού και ταυτόχρονα διακωμωδεί καταστάσεις και γελά, με μια δύναμη ψυχής και αισιοδοξία που συναρπάζει. Η σκηνοθετική γραμμή κινείται προς μια κατεύθυνση που θυμίζει περισσότερο αναλόγιο. Δεν υπάρχουν σκηνοθετικά ευρήματα. Υπάρχει μια απεύθυνση προς τον θεατή. Παρά την στατικότητα και την εν μέρει έλλειψη θεατρικότητας, η φωνή και οι σκέψεις της Αγγέλας φτάνουν στην πλατεία και το σκηνικό αποτέλεσμα είναι επιτυχημένο.
Σημαντικό μερίδιο στην επίτευξη του αποτελέσματος αυτού έχει η Άννα Βαγενά, που υποδύεται την Αγγέλα. Η Βαγενά πείθει τόσο φυσιογνωμικά —τα φυσικά της χαρακτηριστικά παραπέμπουν σε μια ελληνίδα μάνα, ρόλο που σχεδόν πάντα ερμηνεύει στο ελληνικό θέατρο— όσο και ερμηνευτικά. Από τα πρώτα λεπτά της παράστασης είχα την αίσθηση πως βρίσκομαι στο δωμάτιο της Αγγέλας και η γυναίκα αυτή είναι εκεί μπροστά μου και που προσφέρει απλόχερα εικόνες από τη ζωή της και κομμάτια της ελληνικής ιστορίας, όπως τα βίωσαν οι ανώνυμοι πρωταγωνιστές της που σχεδόν πάντα απουσιάζουν από της σελίδες της "επίσημης" ιστορίας. Η Βαγενά έχει την πληθωρικότητα, την στόφα και τα εκφραστικά μέσα για να καταφέρει να περάσει στο κοινό το λόγο μιας γνήσιας, λαϊκής γυναίκας. Η ερμηνεία της έχει αλήθεια και μια διάθεση τελετουργική, έναν σεβασμό προς το πρόσωπο της Αγγέλας. Την αντιμετωπίζει σαν ένα είδος συμβόλου. Μέσα από την χειμαρρώδη εξομολόγηση της γυναίκας αυτής, σπάει το νοητό φράγμα που χωρίζει τη σκηνή από την πλατεία και πλανάται η αίσθηση πως η παλλόμενη και πυρακτωμένη ψυχή αυτής της γυναίκας βρίσκεται στα χέρια των θεατών.
Το λιτό σκηνικό που δημιούργησε ο εικαστικός Μάριος Σπηλιόπουλος είναι ένα ξύλινο πατάρι με ελάχιστα συμβολικά αντικείμενα που συνδέονται με τη ζωή της γυναίκας αυτής. Μέσα σε ένα πλαίσιο από τέσσερις ιστούς σημαίας που λειτουργούν ως δοκάρια που στηρίζουν το δωμάτιο αλλά και μεταφορικά την ύπαρξη της Αγγέλας, βλέπουμε ένα μπαούλο —σύμβολο της προσφυγιάς και της μετεγκατάστασης— με έναν μπαγλαμά, μια φωτογραφία του άνδρα της Αγγέλας και μια ελληνική σημαία που αντέχει στη φθορά του χρόνου και ένα τραπέζι για την αναγνώστρια (στο ρόλο η Γιασεμή Κηλαηδόνη), η οποία βρίσκεται σιωπηλή επί σκηνής σε όλη τη διάρκεια της παράστασης και ανατρέχει στις σελίδες του ημερολογίου της ζωής της Αγγέλας. Η παρουσία μιας νέας κοπέλας αποτελεί την γέφυρα με τη νέα γενιά στην οποία περνούν οι θύμισες και οι τραγικές στιγμές του ξεριζωμού.
Έχει βαρύνουσα σημασία η επιλογής της Άννας Βαγενά να επιστρέψει στην Αγγέλα την συγκεκριμένη χρονική περίοδο με τις ισχύουσες οικονομικές, πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες. Ο λόγος μιας απλής ελληνίδας και η θυελλώδης ζωή της, δημιουργεί ισχυρούς συσχετισμούς και συνδέσεις με της παρούσα δυσμενή συγκυρία. Ο θεατής της παράστασης εξέρχεται από το θέατρο με υγρά μάτια, ζεστή καρδιά και υλικό για σκέψη και αυτό είναι ένα από τα ζητούμενα της θεατρικής διαδικασίας.
Αγγέλα Παπάζογλου του Γιώργη Παπάζογλου, σε σκηνοθεσία Λάμπρου Λιάβα και Άννας Βαγενά, σε περιοδεία σε όλη την Ελλάδα.
Η μορφή της Αγγέλας Παπάζογλου είναι πλέον εμβληματική στο είδος της μονοπρόσωπης θεατρικής πράξης. Δεκατρία χρόνια παρουσίας στην ελληνική θεατρική σκηνή. Η Αγγέλα ξεδιπλώνει τα ονείρατα της Σμύρνης, ψηφίδες μιας ζωής που ξεκινάει από τα χρόνια στη Σμύρνη πριν το 1922 και φτάνει μέχρι τα προσφυγικά της Κοκκινιάς, τον Β' Παγκόσμιο πόλεμο και τον εμφύλιο. Το είδος του θεάτρου που συναντά κάποιος παρακολουθώντας την συγκεκριμένη παράσταση, είναι ένα θέατρο που βασίζεται σε απλά μέσα, χωρίς θεατρικές "ακροβασίες" και πειραματισμούς. Ένα θέατρο που στηρίζεται στην από καρδιάς αφήγηση μιας γυναίκας που βγαίνει στο προσκήνιο —σαν μια κορυφαία ενός χορού χιλιάδων, εκατομμυρίων γυναικών που βίωσαν την φρίκη του ξεριζωμού— και καταθέτει στιγμές από τη δική της πορεία ζωής. Ο λόγος της Αγγέλας είναι τρυφερός και σκληρός, μεστός νοήματος και ατόφιας, αφτιασίδωτης συγκίνησης. Με τους ιδιωματισμούς της μικρασιάτικης διαλέκτου, με την αγνότητα και την αθωότητα μιας γυναικείας ψυχής που θρηνεί και σπαράζει το ίδιο για τους ρωμιούς που σφαγιάστηκαν στη Σμύρνη, για το εννιάχρονο κορίτσι που πέθανε από ασιτία στην κατοχή, αλλά και για τον ιταλό στρατιώτη που τον σκότωσαν οι δικοί του γιατί αρνήθηκε τον φασισμό. Όπως συχνά τονίζει στο κείμενο η Αγγέλα: "μάνα έχει κι αυτός και δεν είναι εδώ να τον κλάψει". Η Αγγέλα μιλάει για την ελληνική σημαία και για την Ελλάδα με έναν τρόπο που συγκλονίζει, με μια αφοσίωση και προσήλωση που είναι απογυμνωμένη από ακραίες εθνικιστικές κορώνες που πυροδοτούν εντάσεις και καλλιεργούν τη μισαλλοδοξία, ειδικότερα στους καιρούς που βιώνουμε.
Το κείμενο της παράστασης είναι μια συρραφή αποσπασμάτων από το βιβλίο Ονείρατα της Σμύρνης του Γιώργη Παπάζογλου, γιου της Αγγέλας και του ρεμπέτη Βαγγέλη Παπάζογλου. Η παράσταση που σκηνοθέτησαν ο Λάμπρος Λιάβας και η Άννα Βαγενά επικεντρώνεται σε δύο δραματουργικούς άξονες: από τη μία πλευρά είναι οι εικόνες από την καθημερινότητα της Αγγέλας, της οικογένειάς της και του κοινωνικού της περίγυρου στη Σμύρνη και αργότερα στην Κοκκινιά και η ενασχόληση του Βαγγέλη Παπάζογλου με την μουσική, που τον έκανε έναν από τους πρωτεργάτες του ρεμπέτικου τραγουδιού (ο μονόλογος της Αγγέλας είναι διανθισμένος με μουσικά δείγματα της γραφής του Παπάζογλου) και από την άλλη είναι η αποτύπωση ιδεών και εννοιών όπως ελληνικότητα, πίστη, πολιτική ευθύνη, ανθρώπινη αξιοπρέπεια, ζωή. Το κείμενο ακροβατεί ανάμεσα στο κωμικό και στο τραγικό και αυτό είναι, επίσης, ένα συστατικό της επιτυχίας του. Η Αγγέλα είναι μια φωνή που ξεπηδά από τις σελίδες της ιστορίας και ζωντανεύει εικόνες της τραγωδίας του ξεριζωμού και ταυτόχρονα διακωμωδεί καταστάσεις και γελά, με μια δύναμη ψυχής και αισιοδοξία που συναρπάζει. Η σκηνοθετική γραμμή κινείται προς μια κατεύθυνση που θυμίζει περισσότερο αναλόγιο. Δεν υπάρχουν σκηνοθετικά ευρήματα. Υπάρχει μια απεύθυνση προς τον θεατή. Παρά την στατικότητα και την εν μέρει έλλειψη θεατρικότητας, η φωνή και οι σκέψεις της Αγγέλας φτάνουν στην πλατεία και το σκηνικό αποτέλεσμα είναι επιτυχημένο.
Σημαντικό μερίδιο στην επίτευξη του αποτελέσματος αυτού έχει η Άννα Βαγενά, που υποδύεται την Αγγέλα. Η Βαγενά πείθει τόσο φυσιογνωμικά —τα φυσικά της χαρακτηριστικά παραπέμπουν σε μια ελληνίδα μάνα, ρόλο που σχεδόν πάντα ερμηνεύει στο ελληνικό θέατρο— όσο και ερμηνευτικά. Από τα πρώτα λεπτά της παράστασης είχα την αίσθηση πως βρίσκομαι στο δωμάτιο της Αγγέλας και η γυναίκα αυτή είναι εκεί μπροστά μου και που προσφέρει απλόχερα εικόνες από τη ζωή της και κομμάτια της ελληνικής ιστορίας, όπως τα βίωσαν οι ανώνυμοι πρωταγωνιστές της που σχεδόν πάντα απουσιάζουν από της σελίδες της "επίσημης" ιστορίας. Η Βαγενά έχει την πληθωρικότητα, την στόφα και τα εκφραστικά μέσα για να καταφέρει να περάσει στο κοινό το λόγο μιας γνήσιας, λαϊκής γυναίκας. Η ερμηνεία της έχει αλήθεια και μια διάθεση τελετουργική, έναν σεβασμό προς το πρόσωπο της Αγγέλας. Την αντιμετωπίζει σαν ένα είδος συμβόλου. Μέσα από την χειμαρρώδη εξομολόγηση της γυναίκας αυτής, σπάει το νοητό φράγμα που χωρίζει τη σκηνή από την πλατεία και πλανάται η αίσθηση πως η παλλόμενη και πυρακτωμένη ψυχή αυτής της γυναίκας βρίσκεται στα χέρια των θεατών.
Το λιτό σκηνικό που δημιούργησε ο εικαστικός Μάριος Σπηλιόπουλος είναι ένα ξύλινο πατάρι με ελάχιστα συμβολικά αντικείμενα που συνδέονται με τη ζωή της γυναίκας αυτής. Μέσα σε ένα πλαίσιο από τέσσερις ιστούς σημαίας που λειτουργούν ως δοκάρια που στηρίζουν το δωμάτιο αλλά και μεταφορικά την ύπαρξη της Αγγέλας, βλέπουμε ένα μπαούλο —σύμβολο της προσφυγιάς και της μετεγκατάστασης— με έναν μπαγλαμά, μια φωτογραφία του άνδρα της Αγγέλας και μια ελληνική σημαία που αντέχει στη φθορά του χρόνου και ένα τραπέζι για την αναγνώστρια (στο ρόλο η Γιασεμή Κηλαηδόνη), η οποία βρίσκεται σιωπηλή επί σκηνής σε όλη τη διάρκεια της παράστασης και ανατρέχει στις σελίδες του ημερολογίου της ζωής της Αγγέλας. Η παρουσία μιας νέας κοπέλας αποτελεί την γέφυρα με τη νέα γενιά στην οποία περνούν οι θύμισες και οι τραγικές στιγμές του ξεριζωμού.
Έχει βαρύνουσα σημασία η επιλογής της Άννας Βαγενά να επιστρέψει στην Αγγέλα την συγκεκριμένη χρονική περίοδο με τις ισχύουσες οικονομικές, πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες. Ο λόγος μιας απλής ελληνίδας και η θυελλώδης ζωή της, δημιουργεί ισχυρούς συσχετισμούς και συνδέσεις με της παρούσα δυσμενή συγκυρία. Ο θεατής της παράστασης εξέρχεται από το θέατρο με υγρά μάτια, ζεστή καρδιά και υλικό για σκέψη και αυτό είναι ένα από τα ζητούμενα της θεατρικής διαδικασίας.
Κορνήλιος Ρουσάκης
0 comments: