Σκέψεις, λέξεις και στιγμές: όλα στο κόκκινο!
Ρίττερ, Ντένε, Φος του Τόμας Μπερνχαρντ, στο Δημοτικό Θέατρο Καλαμαριάς.
Η σκηνή λουσμένη στο κόκκινο φως σε ένα κρεσέντο προοικονομίας της "ανθρωποφαγικής αιματοχυσίας" που θα ακολουθήσει τις επόμενες ώρες στο αρχοντικό της οικογένειας Βόρρινγκερ. Δύο αδελφές, η Ντένε και η Ρίττερ, ηθοποιοί και οι δύο. Η Ντένε στρώνει με ιδιαίτερη φροντίδα το εντυπωσιακό τραπέζι του δείπνου. Είναι μια γυναίκα προσκολλημένη στις αρχές και στα ιδανικά της οικογένειας, με τάσεις ψυχαναγκασμού και εμμονή στη λεπτομέρεια. Η Ρίττερ καθισμένη στην πολυθρόνα, ατάραχη και αδιάφορη για αυτά που πρεσβεύει η αδελφή της, καπνίζει τσιγάρα και διαβάζει εφημερίδες. Η Ντένε έχει φέρει στο σπίτι τον φιλόσοφο αδελφό τους, Λούντβιχ, για πρώτη φορά έπειτα από 20ετή παραμονή σε ψυχιατρική κλινική. Η Ρίττερ διαφωνεί με την κίνηση αυτή και εκφράζει την έντονη αντίθεση της. Και εδώ αρχίζουν όλα!
Το έργο του Τόμας Μπέρνχαρντ, Ρίττερ, Ντένε, Φος (γραμμένο το 1984), βασίζεται στο δραματουργικό στοιχείο της εισβολής ενός "ξένου" —εδώ ένας άνθρωπος που λείπει πολλά χρόνια— που έρχεται για να διαταράξει τις ισορροπίες. Μόνο που στην συγκεκριμένη περίπτωση οι ισορροπίες αυτές ήταν εξ αρχής επίπλαστες, συγκαλυμμένες με έναν μανδύα απάθειας, σχεδόν ανύπαρκτες. Το έργο ασκεί κριτική στην πνευματική ανεπάρκεια, στην αδυναμία της σκέψης να ανθίσει και να εξελιχθεί μέσα σε ένα οικογενειακό περιβάλλον ευνουχιστικό, αλλά και στη λειτουργία της τέχνης και της επιστήμης μέσα σε ένα πεδίο άκρατου καταναλωτισμού. Όλα τα παραπάνω "φωτίζονται" μέσα στους κόλπους της οικογένειας Βόρρινγκερ. Η οικογένεια αυτή και οι συγκεκριμένοι χαρακτήρες που την απαρτίζουν μοιάζουν με μια μικρογραφία της κοινωνίας. Θεωρώ πως η επιλογή του Μπέρνχαρντ να τοποθετήσει τους χαρακτήρες του στην αστική τάξη είναι εύστοχη. Σε διαφορετική περίπτωση οι συγκρούσεις και τα απωθημένα που έρχονται στο φως θα θεωρούνταν ως το αποτέλεσμα της ανέχειας, της φτώχειας. Ο συγγραφέας με τρόπο εξαιρετικά γοητευτικό και αποτελεσματικό μετατρέπει το ατομικό πρόβλημα σε συλλογικό, το μέρος σε όλον. Το έργο χωρίζεται σε τρία μέρη: την προετοιμασία του γεύματος της υποδοχής, την εξέλιξη του γεύματος και στις συζητήσεις που έπονται αυτού. Οι προσωπικότητες των χαρακτήρων αποκαλύπτονται σταδιακά, ενώ υπάρχει έντονη η αίσθηση πως οι συμπεριφορές των προσώπων είναι ορατές στον θεατή πίσω από έναν μεγεθυντικό φακό.
Το έργο αυτό ευτύχησε να "πέσει" στα χέρια τριών σημαντικών ηθοποιών (που το συν-σκηνοθέτησαν μαζί με τον Πάνο Παπαδόπουλο), της Ράνιας Οικονομίδου, της Άννας Κοκκίνου και του Δημήτρη Καταλειφού, σηματοδοτώντας την επί σκηνής συνάντηση τους έπειτα από 25 χρόνια.
Η Άννα Κοκκίνου φέρνει στη σκηνή με ευθύβολο τρόπο την αέναη παιδικότητα της Ντένε και την διαρκή —στα όρια της ασφυκτικής πίεσης— ανάγκη της να φροντίζει τον αδερφό της. Ο τρόπος που η ηθοποιός στρώνει το τραπέζι, δίνοντας έμφαση στην κάθε λεπτομέρεια, κεντρίζει το βλέμμα του θεατή και αποτελεί μάθημα υποκριτικής για την φυσικότητα με την οποία κινείται ο ηθοποιός στο χώρο και αλληλεπιδρά με τα σκηνικά αντικείμενα και τους συμπαίκτες του. Πολύ πειστικά και συνεπή με την συμπεριφορά του χαρακτήρα που ερμηνεύει, είναι τα σύντομα ξεσπάσματα της, κάθε φορά που διαλύεται κάποιο αντικείμενο που συνδέει το παρόν της οικογένειας με το παρελθόν. Μια γυναίκα με δουλικότητα, σχεδόν ερωτευμένη με τον αδελφό της, που αρκείται στα κεκτημένα, χωρίς φιλοδοξίες. Όλα τα παραπάνω και άλλα τόσα αποτυπώνονται "ανάγλυφα" στην ιδιαίτερα προσεγμένη ερμηνευτική δουλειά της Κοκκίνου. Εξίσου φροντισμένες οι ερμηνείες και των άλλων δύο ηθοποιών. Το έργο, εξάλλου, με τρεις ισάξιους, πολύπλοκους δραματουργικά ρόλους, προσφέρεται για σπουδαίες ερμηνείες.
Η Ράνια Οικονομίδου (Ριττερ) κερδίζει με τις σιωπές της —η σκηνοθετική προσέγγιση της παράστασης εκμεταλλεύεται με γόνιμο τρόπο τις "εκκωφαντικές" σιωπές που υπάρχουν στο κείμενο— και με το απλανές βλέμμα της που συχνά καθρεφτίζει τις σκέψεις της. Η αρχική αδιαφορία και αντίθεση της Ρίττερ για την επικείμενη άφιξη του αδελφού της, μετατρέπεται —με ενισχυτικό μέσο το άπλετο κρασί— σε μια ιδιότυπη συμμαχία μαζί του.
Ο Δημήτρης Καταλειφός ισορροπεί με χειρουργική ακρίβεια ανάμεσα στην εξωστρέφεια και στο συναισθηματικό βύθισμα που απαιτεί ο ρόλος. Αποτυπώνει, "παίζοντας στα κόκκινα", με έντονες συσπάσεις του προσώπου και σαρώνοντας τη σκηνή, τον παράξενο ψυχισμό ενός ανθρώπου που μάχεται να καταρρίψει οικογενειακά, επιστημονικά, ορθολογικά στεγανά. Οι ξαφνικές εκρήξεις του Λούντβιχ και το άμεσο πέρασμα στον απομονωμένο κλοιό των σκέψεων του λειτουργούν ως όχημα για ένα συναισθηματικό ξεσκέπασμα των δύο γυναικών που οδηγεί στην αποτύπωση μιας σειράς προβλημάτων που κατακρεουργούν την ψυχική και πνευματική διαύγεια των ανθρώπων.
Τρία πρόσωπα που είναι ουσιαστικά το ένα απόλυτα εξαρτώμενο από το άλλο, αλλά και τα τρία εξαρτώμενα από την οικογένεια και το σπίτι, που για αυτούς είναι μια κόλαση.
Η σκηνοθεσία αλλά και το ίδιο το κείμενο συνιστούν ένα κλείσιμο ματιού στο παράλογο όπως υπάρχει στον Μπέκετ, αλλά και στον Πίντερ. Στον σκηνικό χώρο, εξάλλου, υπάρχουν διάσπαρτα παιδικά παιχνίδια που παραπέμπουν στα σκηνικά αντικείμενα που κυριαρχούν στα έργα του Μπέκετ. Το φινάλε της παράστασης με τα τρία αδέλφια να πίνουν καφέ, έπειτα από την τρίωρη αυτή ανθρωποφαγική σύρραξη που έφερε στο φως άπειρες σκέψεις για χρόνια φυλαγμένες, παραπέμπει στην μπεκετική απραξία και επαναληπτικότητα αλλά και την τσεχοφική αδυναμία των ανθρώπων να δράσουν δυναμικά απέναντι στο πεπρωμένο, ενώ συχνά εκφράζουν την πρόθεση τους πώς θα το κάνουν. Η φράση του Λούντβιχ: "Είμαστε δέσμιοι του παράδοξου και αποφεύγουμε την κοινοτοπία", συνοψίζει εύσχημα τα παραπάνω.
Το σκηνικό της Εύας Μανιδάκη, στις παραστάσεις της Θεσσαλονίκης, αποτελείται από το μεγάλο τραπέζι που δεσπόζει στο χώρο και τους πίνακες με τα πορτραίτα των προγόνων των χαρακτήρων που καταδυναστεύουν τη ζωή τους μέχρι σήμερα. Ένα σκηνικό που διαφέρει από αυτό που στήθηκε στο θέατρο Σφενδόνη της Αθήνας, εκεί που είναι η βάση της παράστασης. Στην αθηναϊκή σκηνή οι θεατές βρίσκονται στις δύο πλευρές του σκηνικού, σχεδόν μέσα στη δράση, ενώ ένα πλέγμα από κλωστές που δημιουργούν ιστούς διαχέεται στον χώρο περιπλέκοντας συμβολικά τις ζωές των χαρακτήρων. Η ιταλική σκηνή του θεάτρου της Καλαμαριάς φέρνει αυτομάτως τους θεατές σε μια απόσταση. Πρόκειται, παρόλα αυτά, για μια προσεγμένη, καλαίσθητη παραγωγή.
Ρίττερ, Ντένε, Φος του Τόμας Μπερνχαρντ, στο Δημοτικό Θέατρο Καλαμαριάς.
Η σκηνή λουσμένη στο κόκκινο φως σε ένα κρεσέντο προοικονομίας της "ανθρωποφαγικής αιματοχυσίας" που θα ακολουθήσει τις επόμενες ώρες στο αρχοντικό της οικογένειας Βόρρινγκερ. Δύο αδελφές, η Ντένε και η Ρίττερ, ηθοποιοί και οι δύο. Η Ντένε στρώνει με ιδιαίτερη φροντίδα το εντυπωσιακό τραπέζι του δείπνου. Είναι μια γυναίκα προσκολλημένη στις αρχές και στα ιδανικά της οικογένειας, με τάσεις ψυχαναγκασμού και εμμονή στη λεπτομέρεια. Η Ρίττερ καθισμένη στην πολυθρόνα, ατάραχη και αδιάφορη για αυτά που πρεσβεύει η αδελφή της, καπνίζει τσιγάρα και διαβάζει εφημερίδες. Η Ντένε έχει φέρει στο σπίτι τον φιλόσοφο αδελφό τους, Λούντβιχ, για πρώτη φορά έπειτα από 20ετή παραμονή σε ψυχιατρική κλινική. Η Ρίττερ διαφωνεί με την κίνηση αυτή και εκφράζει την έντονη αντίθεση της. Και εδώ αρχίζουν όλα!
Το έργο του Τόμας Μπέρνχαρντ, Ρίττερ, Ντένε, Φος (γραμμένο το 1984), βασίζεται στο δραματουργικό στοιχείο της εισβολής ενός "ξένου" —εδώ ένας άνθρωπος που λείπει πολλά χρόνια— που έρχεται για να διαταράξει τις ισορροπίες. Μόνο που στην συγκεκριμένη περίπτωση οι ισορροπίες αυτές ήταν εξ αρχής επίπλαστες, συγκαλυμμένες με έναν μανδύα απάθειας, σχεδόν ανύπαρκτες. Το έργο ασκεί κριτική στην πνευματική ανεπάρκεια, στην αδυναμία της σκέψης να ανθίσει και να εξελιχθεί μέσα σε ένα οικογενειακό περιβάλλον ευνουχιστικό, αλλά και στη λειτουργία της τέχνης και της επιστήμης μέσα σε ένα πεδίο άκρατου καταναλωτισμού. Όλα τα παραπάνω "φωτίζονται" μέσα στους κόλπους της οικογένειας Βόρρινγκερ. Η οικογένεια αυτή και οι συγκεκριμένοι χαρακτήρες που την απαρτίζουν μοιάζουν με μια μικρογραφία της κοινωνίας. Θεωρώ πως η επιλογή του Μπέρνχαρντ να τοποθετήσει τους χαρακτήρες του στην αστική τάξη είναι εύστοχη. Σε διαφορετική περίπτωση οι συγκρούσεις και τα απωθημένα που έρχονται στο φως θα θεωρούνταν ως το αποτέλεσμα της ανέχειας, της φτώχειας. Ο συγγραφέας με τρόπο εξαιρετικά γοητευτικό και αποτελεσματικό μετατρέπει το ατομικό πρόβλημα σε συλλογικό, το μέρος σε όλον. Το έργο χωρίζεται σε τρία μέρη: την προετοιμασία του γεύματος της υποδοχής, την εξέλιξη του γεύματος και στις συζητήσεις που έπονται αυτού. Οι προσωπικότητες των χαρακτήρων αποκαλύπτονται σταδιακά, ενώ υπάρχει έντονη η αίσθηση πως οι συμπεριφορές των προσώπων είναι ορατές στον θεατή πίσω από έναν μεγεθυντικό φακό.
Το έργο αυτό ευτύχησε να "πέσει" στα χέρια τριών σημαντικών ηθοποιών (που το συν-σκηνοθέτησαν μαζί με τον Πάνο Παπαδόπουλο), της Ράνιας Οικονομίδου, της Άννας Κοκκίνου και του Δημήτρη Καταλειφού, σηματοδοτώντας την επί σκηνής συνάντηση τους έπειτα από 25 χρόνια.
Η Άννα Κοκκίνου φέρνει στη σκηνή με ευθύβολο τρόπο την αέναη παιδικότητα της Ντένε και την διαρκή —στα όρια της ασφυκτικής πίεσης— ανάγκη της να φροντίζει τον αδερφό της. Ο τρόπος που η ηθοποιός στρώνει το τραπέζι, δίνοντας έμφαση στην κάθε λεπτομέρεια, κεντρίζει το βλέμμα του θεατή και αποτελεί μάθημα υποκριτικής για την φυσικότητα με την οποία κινείται ο ηθοποιός στο χώρο και αλληλεπιδρά με τα σκηνικά αντικείμενα και τους συμπαίκτες του. Πολύ πειστικά και συνεπή με την συμπεριφορά του χαρακτήρα που ερμηνεύει, είναι τα σύντομα ξεσπάσματα της, κάθε φορά που διαλύεται κάποιο αντικείμενο που συνδέει το παρόν της οικογένειας με το παρελθόν. Μια γυναίκα με δουλικότητα, σχεδόν ερωτευμένη με τον αδελφό της, που αρκείται στα κεκτημένα, χωρίς φιλοδοξίες. Όλα τα παραπάνω και άλλα τόσα αποτυπώνονται "ανάγλυφα" στην ιδιαίτερα προσεγμένη ερμηνευτική δουλειά της Κοκκίνου. Εξίσου φροντισμένες οι ερμηνείες και των άλλων δύο ηθοποιών. Το έργο, εξάλλου, με τρεις ισάξιους, πολύπλοκους δραματουργικά ρόλους, προσφέρεται για σπουδαίες ερμηνείες.
Η Ράνια Οικονομίδου (Ριττερ) κερδίζει με τις σιωπές της —η σκηνοθετική προσέγγιση της παράστασης εκμεταλλεύεται με γόνιμο τρόπο τις "εκκωφαντικές" σιωπές που υπάρχουν στο κείμενο— και με το απλανές βλέμμα της που συχνά καθρεφτίζει τις σκέψεις της. Η αρχική αδιαφορία και αντίθεση της Ρίττερ για την επικείμενη άφιξη του αδελφού της, μετατρέπεται —με ενισχυτικό μέσο το άπλετο κρασί— σε μια ιδιότυπη συμμαχία μαζί του.
Ο Δημήτρης Καταλειφός ισορροπεί με χειρουργική ακρίβεια ανάμεσα στην εξωστρέφεια και στο συναισθηματικό βύθισμα που απαιτεί ο ρόλος. Αποτυπώνει, "παίζοντας στα κόκκινα", με έντονες συσπάσεις του προσώπου και σαρώνοντας τη σκηνή, τον παράξενο ψυχισμό ενός ανθρώπου που μάχεται να καταρρίψει οικογενειακά, επιστημονικά, ορθολογικά στεγανά. Οι ξαφνικές εκρήξεις του Λούντβιχ και το άμεσο πέρασμα στον απομονωμένο κλοιό των σκέψεων του λειτουργούν ως όχημα για ένα συναισθηματικό ξεσκέπασμα των δύο γυναικών που οδηγεί στην αποτύπωση μιας σειράς προβλημάτων που κατακρεουργούν την ψυχική και πνευματική διαύγεια των ανθρώπων.
Τρία πρόσωπα που είναι ουσιαστικά το ένα απόλυτα εξαρτώμενο από το άλλο, αλλά και τα τρία εξαρτώμενα από την οικογένεια και το σπίτι, που για αυτούς είναι μια κόλαση.
Η σκηνοθεσία αλλά και το ίδιο το κείμενο συνιστούν ένα κλείσιμο ματιού στο παράλογο όπως υπάρχει στον Μπέκετ, αλλά και στον Πίντερ. Στον σκηνικό χώρο, εξάλλου, υπάρχουν διάσπαρτα παιδικά παιχνίδια που παραπέμπουν στα σκηνικά αντικείμενα που κυριαρχούν στα έργα του Μπέκετ. Το φινάλε της παράστασης με τα τρία αδέλφια να πίνουν καφέ, έπειτα από την τρίωρη αυτή ανθρωποφαγική σύρραξη που έφερε στο φως άπειρες σκέψεις για χρόνια φυλαγμένες, παραπέμπει στην μπεκετική απραξία και επαναληπτικότητα αλλά και την τσεχοφική αδυναμία των ανθρώπων να δράσουν δυναμικά απέναντι στο πεπρωμένο, ενώ συχνά εκφράζουν την πρόθεση τους πώς θα το κάνουν. Η φράση του Λούντβιχ: "Είμαστε δέσμιοι του παράδοξου και αποφεύγουμε την κοινοτοπία", συνοψίζει εύσχημα τα παραπάνω.
Το σκηνικό της Εύας Μανιδάκη, στις παραστάσεις της Θεσσαλονίκης, αποτελείται από το μεγάλο τραπέζι που δεσπόζει στο χώρο και τους πίνακες με τα πορτραίτα των προγόνων των χαρακτήρων που καταδυναστεύουν τη ζωή τους μέχρι σήμερα. Ένα σκηνικό που διαφέρει από αυτό που στήθηκε στο θέατρο Σφενδόνη της Αθήνας, εκεί που είναι η βάση της παράστασης. Στην αθηναϊκή σκηνή οι θεατές βρίσκονται στις δύο πλευρές του σκηνικού, σχεδόν μέσα στη δράση, ενώ ένα πλέγμα από κλωστές που δημιουργούν ιστούς διαχέεται στον χώρο περιπλέκοντας συμβολικά τις ζωές των χαρακτήρων. Η ιταλική σκηνή του θεάτρου της Καλαμαριάς φέρνει αυτομάτως τους θεατές σε μια απόσταση. Πρόκειται, παρόλα αυτά, για μια προσεγμένη, καλαίσθητη παραγωγή.
Κορνήλιος Ρουσάκης
0 comments: