Ένα βράδυ στη φάρμα των Στάλλερ
Το εμβληματικό έργο του γερμανού Φραντς Ξάβερ Κρετς, Stallerhof, (Η φάρμα των Στάλλερ), σκηνοθέτησε ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος στο θέατρο του Νέου Κόσμου. Το έργο που το 1972, σόκαρε με τις ωμές εικόνες και τη σκληρότητα των διαλόγων, σαράντα χρόνια μετά εντυπωσιάζει αυτή τη φορά για την αλήθεια που φέρουν οι λέξεις και οι συμπεριφορές των χαρακτήρων. Μέσα από έναν απογυμνωμένο, ελλειπτικό διάλογο ξεδιπλώνονται οι σκέψεις, οι ορμές, οι ηθικές και θρησκευτικές αναστολές των τεσσάρων χαρακτήρων: του αγρότη Στάλλερ και της γυναίκας του, της 13χρονης κόρης τους, Μπέππι, που έχει μια μορφή πνευματικής υστέρησης και του 60χρονου εργάτη του κτήματος, Ζεπ.
Ο Ζεπ διακορεύει την ανήλικη κοπέλα, οδηγώντας την απότομα σε έναν κόσμο άγνωστο σε αυτήν, αυτόν της ερωτικής ικανοποίησης. Η Μπέππι "γαντζώνεται" πάνω στον Ζεπ, εκφράζοντας ένα είδος ερωτικής έλξης, μιας ανάγκης για επαφή, αφού είναι ο μόνος άνθρωπος που ασχολήθηκε μαζί της.
Το κείμενο —αν και θεματολογικά κατευθύνεται προς τα εκεί— δεν είναι απλά παράθεση εικόνων της αγροτικής ζωής. Δεν είναι ένα οικογενειακό μελόδραμα. Ναι, το υλικό προσφέρεται για τη δημιουργία ενός μελοδράματος: μια κοπέλα που την περιθωριοποιούν οι ίδιοι της οι γονείς, χτυπώντας και προσβάλλοντάς την, βρίσκει "καταφύγιο" σε έναν άντρα που τη βιάζει, ουσιαστικά έναν παιδόφιλο, και μένει έγκυος. Κι όμως η δομή του έργου —παράθεση σύντομων εικόνων που είναι εμπλουτισμένες από σοκαριστικές αντισυμβατικές στιγμές και η αποφυγή του συγγραφέα να πάρει θέση δικαιολογώντας ή κατηγορώντας τους χαρακτήρες για τις πράξεις και τις σκέψεις τους— του δίνουν μια εξαιρετική δυναμική, παραπέμποντας μάλιστα σε έργα του "θεάτρου στα μούτρα" (in yer face theatre) που ευδοκίμησε στη Βρετανία με κορύφωση τις δεκαετίες του 80 και του 90, δίνοντας έργα κοινωνικού προβληματισμού με "σκληρές" εικόνες.
Ο Θεοδωρόπουλος ακολούθησε τις επιταγές του κειμένου —συνεπικουρούμενος από την έξοχη μετάφραση της Κοραλίας Σωτηριάδου, που αναδεικνύει τον ελλειπτικό διάλογο— και έστησε μια παράσταση εξαιρετικά μετρημένη που ακολουθεί τη ρυθμικότητα του ελλειπτικού διαλόγου. Οι σκηνές του αυνανισμού, της αφόδευσης, του έντονου γυμνού, των ερωτικών συνευρέσεων —με τη συμβολή των φωτισμών του Σάκη Μπιρμπίλη— φεύγουν από το πεδίο του σοκ και αποκτούν θεατρικό, εικαστικό ενδιαφέρον.
Το κουαρτέτο των ηθοποιών της παράστασης (Μάνος Βακούσης, Κώστας Τριανταφυλλόπουλος, Μαρία Καλλιμάνη και η νεαρή πρωτοεμφανιζόμενη Αμαλία Αρσένη) τόσο ατομικά, όσο και σαν σύνολο κατορθώνουν να μεταδώσουν στο θεατή τον λαβυρινθώδη ψυχισμό των χαρακτήρων που υποδύονται. Ιδιαίτερη αναφορά στην ερμηνευτική μεταστροφή της Καλλιμάνη (κυρία Στάλλερ), τη στιγμή που ετοιμάζεται να κάνει η ίδια έκτρωση στην κόρη της. Μέσα από τις συσπάσεις του προσώπου της αναδύονται όλες οι ηθικές, θρησκευτικές, ανθρώπινες αναστολές που την οδηγούν τελικά στο να μην κάνει την έκτρωση. Η Αρσένη που βρίσκεται αντιμέτωπη με έναν εξαιρετικά απαιτητικό ρόλο —πέρα από την προφανή δυσκολία της ερμηνευτικής προσέγγισης ενός ρόλου ενός ατόμου με κάποια ιδιαιτερότητα— καταφέρνει να μην σταθεί σε "ευκολίες" κινησιολογικές ή φωνητικές και να δώσει μια ερμηνεία σύνθετη με φορτισμένες στιγμές. Ένα σημαντικό ξεκίνημα μιας νεας ηθοποιού.
Η δράση εντάσσεται στο σκηνικό, πολλαπλών, εναλλασόμενων χώρων, που δημιούργησε η Μαργαρίτα Χατζηιωάννου. Με τη χρήση ξύλινων πάγκων και τραπεζιών ο χώρος μετατρέπεται σε κουζίνα, τραπεζαρία, κρεβατοκάμαρα, αποθήκη αλλά και λούνα παρκ, εκκλησία. Ίσως η ακατάπαυστη αλλαγή χώρων που συνοδεύεται από την είσοδο εργατών για να αλλάξουν το σκηνικό χώρο, θα έπρεπε να μετριαστεί καθώς λειτουργεί εις βάρος της ατμόσφαιρας που έχει δημιουργηθεί.
Συνολικά, μια καλή σκηνική ανάγνωση ενός "πλούσιου" κειμένου. Από τις "φωτεινές" στιγμές της θεατρικής περιόδου.
Το εμβληματικό έργο του γερμανού Φραντς Ξάβερ Κρετς, Stallerhof, (Η φάρμα των Στάλλερ), σκηνοθέτησε ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος στο θέατρο του Νέου Κόσμου. Το έργο που το 1972, σόκαρε με τις ωμές εικόνες και τη σκληρότητα των διαλόγων, σαράντα χρόνια μετά εντυπωσιάζει αυτή τη φορά για την αλήθεια που φέρουν οι λέξεις και οι συμπεριφορές των χαρακτήρων. Μέσα από έναν απογυμνωμένο, ελλειπτικό διάλογο ξεδιπλώνονται οι σκέψεις, οι ορμές, οι ηθικές και θρησκευτικές αναστολές των τεσσάρων χαρακτήρων: του αγρότη Στάλλερ και της γυναίκας του, της 13χρονης κόρης τους, Μπέππι, που έχει μια μορφή πνευματικής υστέρησης και του 60χρονου εργάτη του κτήματος, Ζεπ.
Ο Ζεπ διακορεύει την ανήλικη κοπέλα, οδηγώντας την απότομα σε έναν κόσμο άγνωστο σε αυτήν, αυτόν της ερωτικής ικανοποίησης. Η Μπέππι "γαντζώνεται" πάνω στον Ζεπ, εκφράζοντας ένα είδος ερωτικής έλξης, μιας ανάγκης για επαφή, αφού είναι ο μόνος άνθρωπος που ασχολήθηκε μαζί της.
Το κείμενο —αν και θεματολογικά κατευθύνεται προς τα εκεί— δεν είναι απλά παράθεση εικόνων της αγροτικής ζωής. Δεν είναι ένα οικογενειακό μελόδραμα. Ναι, το υλικό προσφέρεται για τη δημιουργία ενός μελοδράματος: μια κοπέλα που την περιθωριοποιούν οι ίδιοι της οι γονείς, χτυπώντας και προσβάλλοντάς την, βρίσκει "καταφύγιο" σε έναν άντρα που τη βιάζει, ουσιαστικά έναν παιδόφιλο, και μένει έγκυος. Κι όμως η δομή του έργου —παράθεση σύντομων εικόνων που είναι εμπλουτισμένες από σοκαριστικές αντισυμβατικές στιγμές και η αποφυγή του συγγραφέα να πάρει θέση δικαιολογώντας ή κατηγορώντας τους χαρακτήρες για τις πράξεις και τις σκέψεις τους— του δίνουν μια εξαιρετική δυναμική, παραπέμποντας μάλιστα σε έργα του "θεάτρου στα μούτρα" (in yer face theatre) που ευδοκίμησε στη Βρετανία με κορύφωση τις δεκαετίες του 80 και του 90, δίνοντας έργα κοινωνικού προβληματισμού με "σκληρές" εικόνες.
Ο Θεοδωρόπουλος ακολούθησε τις επιταγές του κειμένου —συνεπικουρούμενος από την έξοχη μετάφραση της Κοραλίας Σωτηριάδου, που αναδεικνύει τον ελλειπτικό διάλογο— και έστησε μια παράσταση εξαιρετικά μετρημένη που ακολουθεί τη ρυθμικότητα του ελλειπτικού διαλόγου. Οι σκηνές του αυνανισμού, της αφόδευσης, του έντονου γυμνού, των ερωτικών συνευρέσεων —με τη συμβολή των φωτισμών του Σάκη Μπιρμπίλη— φεύγουν από το πεδίο του σοκ και αποκτούν θεατρικό, εικαστικό ενδιαφέρον.
Το κουαρτέτο των ηθοποιών της παράστασης (Μάνος Βακούσης, Κώστας Τριανταφυλλόπουλος, Μαρία Καλλιμάνη και η νεαρή πρωτοεμφανιζόμενη Αμαλία Αρσένη) τόσο ατομικά, όσο και σαν σύνολο κατορθώνουν να μεταδώσουν στο θεατή τον λαβυρινθώδη ψυχισμό των χαρακτήρων που υποδύονται. Ιδιαίτερη αναφορά στην ερμηνευτική μεταστροφή της Καλλιμάνη (κυρία Στάλλερ), τη στιγμή που ετοιμάζεται να κάνει η ίδια έκτρωση στην κόρη της. Μέσα από τις συσπάσεις του προσώπου της αναδύονται όλες οι ηθικές, θρησκευτικές, ανθρώπινες αναστολές που την οδηγούν τελικά στο να μην κάνει την έκτρωση. Η Αρσένη που βρίσκεται αντιμέτωπη με έναν εξαιρετικά απαιτητικό ρόλο —πέρα από την προφανή δυσκολία της ερμηνευτικής προσέγγισης ενός ρόλου ενός ατόμου με κάποια ιδιαιτερότητα— καταφέρνει να μην σταθεί σε "ευκολίες" κινησιολογικές ή φωνητικές και να δώσει μια ερμηνεία σύνθετη με φορτισμένες στιγμές. Ένα σημαντικό ξεκίνημα μιας νεας ηθοποιού.
Η δράση εντάσσεται στο σκηνικό, πολλαπλών, εναλλασόμενων χώρων, που δημιούργησε η Μαργαρίτα Χατζηιωάννου. Με τη χρήση ξύλινων πάγκων και τραπεζιών ο χώρος μετατρέπεται σε κουζίνα, τραπεζαρία, κρεβατοκάμαρα, αποθήκη αλλά και λούνα παρκ, εκκλησία. Ίσως η ακατάπαυστη αλλαγή χώρων που συνοδεύεται από την είσοδο εργατών για να αλλάξουν το σκηνικό χώρο, θα έπρεπε να μετριαστεί καθώς λειτουργεί εις βάρος της ατμόσφαιρας που έχει δημιουργηθεί.
Συνολικά, μια καλή σκηνική ανάγνωση ενός "πλούσιου" κειμένου. Από τις "φωτεινές" στιγμές της θεατρικής περιόδου.
Κορνήλιος Ρουσάκης
0 comments: