Του Κορνήλιου Ρουσάκη
"Συνέβη και του χρόνου" του Άλαν Έικμπορν, σε σκηνοθεσία Γιάννη Παρασκευόπουλου, στο Βασιλικό Θέατρο (Θεσσαλονίκη)
Βράδυ παραμονής Χριστουγέννων: μια νύχτα γεμάτη κέφι, φίλους, αγκαλιές, φιλιά, παιχνίδια, ευχές, δώρα, άφθονο bitter lemon και υποκριτικές φιλοφρονήσεις κι αβροφροσύνες, σχέσεις συμφέροντος, καταθλίψεις, νευρώσεις και αυτοκτονικές τάσεις. Ο Άλαν Έικμπορν στο "Absurd Person Singular" —ερεθιστικά ευρηματικός ο τίτλος της ελληνικής μετάφρασης του Παύλου Μάτεσι— αποθεώνει την υποκρισία που δεσπόζει στις σχέσεις και στις συμπεριφορές αστών και wannabe αστών, καυτηριάζοντας ταυτόχρονα την καταπιεστική και καταναγκαστική —για πολλούς— χαρά που εμφανίζεται ξαφνικά (από το πουθενά) κάθε 24η του Δεκέμβρη. Οι τρεις πράξεις του έργου, εκτυλίσσονται τρεις διαφορετικές παραμονές Χριστουγέννων (πέρσι, φέτος και του χρόνου (!)) στις κουζίνες τριών ζευγαριών: του ανερχόμενου επιχειρηματία Χόπκραφτ, του αρχιτέκτονα Τζάκσον και του τραπεζίτη Μπριούστερ-Ράιτ και των συζύγων τους.
Το έργο του Έικμπορν αφήνει στο σκοτάδι του παρασκηνίου το σαλόνι, τον κατεξοχήν λαμπερό και κυρίαρχο χώρο ενός ρεβεγιόν και φέρνει σε πρώτο πλάνο έναν "χώρο-άβατο", όπως είναι η κουζίνα, ο χώρος των εκμυστηρεύσεων, των συναλλαγών και των παρανοήσεων. Σε δύο επίπεδα κινείται και δραματουργικά το έργο: στην πλοκή που είναι σε μεγάλο ποσοστό αδιάφορη, με κοινότυπες καταστάσεις, χιλιοειδωμένες σε ανάλογα έργα του είδους και στο υπό-κείμενο, στο φλεγματικό, καυστικό σχόλιο για τις ιδιορρυθμίες της κοινωνικής και ταξικής διαστρωμάτωσης.
Η σκηνοθετική ματιά του Γιάννη Παρασκευόπουλου καταφέρνει να φέρει στην επιφάνεια όλα τα υπαινικτικά σχόλια και να περιορίσει —όχι ολοκληρωτικά— τις αδύναμες και πλαδαρές στιγμές του έργου. Ο Παρασκευόπουλος παίζει με τα είδη και τα υποκριτικά στυλ (κλείνοντας το μάτι στο γλυκανάλατο ύφος των αμερικάνικων κωμικών sitcoms ή στο ρομποτικό παίξιμο των ανάλαφρων διαφημίσεων) και στήνει ένα καλοκουρδισμένο, υποδειγματικό δεύτερο μέρος που κινείται στους ρυθμούς της φάρσας του Τζο Όρτον, και κλείνει με ένα ταμπλό βιβάν με τους χαρακτήρες να τραγουδούν σε κλίμα gospel το "12 Days of Christmas", μετά από μια απόπειρα αυτοκτονίας και μια ηλεκτροπληξία. Σκηνικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα σημεία εκείνα που οδηγούν το έργο μακριά από την ανάλαφρη κομεντί καταστάσεων (όπως η αδέξια και ανούσια έναρξη με το αχρείαστο και κουραστικό "παίξιμο" των σκηνικών οδηγιών) και αναδεικνύουν τις κοινωνικές μεταλλάξεις που φέρνει η άνοδος μιας τάξης και η παράλληλη, βίαιη πτώση μιας άλλης. Ο Παρασκευόπουλος αφήνει αυτό το ντόμινο των ψυχολογικών μεταπτώσεων, να εκτεθεί ελεύθερο επί σκηνής. Αυτό συμβαίνει με τις ιδιαίτερες "μουσικές καρέκλες" στο σαρκαστικό φινάλε, όπου η μέχρι τότε κραταιά τάξη βυθίζεται στο αλκοόλ και την κατάθλιψη, επιδιδόμενη σε ένα καταναγκαστικό παιχνίδι, ενώ ο λευκοντυμένος μεγαλοεπιχειρηματίας, πλέον, Χόπκραφτ, καπνίζει ικανοποιημένος το πούρο του στο προσκήνιο.
Ο Γιώργος Βουρδαμής Μαυρογένης δίνει μια ολοκληρωμένη, αξιοσημείωτη προσέγγιση του ρόλου. Αποδίδει ευκρινώς τη μετάλλαξη του χαρακτήρα καθώς ανεβαίνει στην κλίμακα των κοινωνικών βαθμίδων. Είναι απολαυστικός στην απεγνωσμένη θέληση του να δώσει καλή εντύπωση στο πρώτο μέρος και έχει ακρίβεια και αίσθηση του ρυθμού στο κωμικό δεύτερο μέρος. Στις στιγμές έντασης, όμως, χρησιμοποιεί ένα εξωτερικό "βροντώδες" παίξιμο που μοιάζει ψεύτικο. Η Κλειώ Δανάη Οθωναίου αποδίδει με μέτρο την κωμική στιγμή της αστής που υποκρίνεται μοιράζοντας αφειδώς κοπλιμέντα στους οικοδεσπότες στο πρώτο μέρος, "εντυπωσιασμένη" από τις δυνατότητες του φτωχικού τους οικιακού εξοπλισμού. Η Λουκία Βασιλείου που υποδύεται τη μικροαστή σύζυγο που έχει εμμονή με τις δουλειές του σπιτιού και την καθαριότητα, έχει σκηνική άνεση αλλά δεν καταφέρνει να επιβληθεί στη επαναληπτικότητα του μονοδιάστατου χαρακτήρα της. Η Γιολάντα Μπαλαούρα, ο Κωνσταντίνος Χατζησάββας και ο Χρίστος Στυλιανού προσπαθούν ανεπιτυχώς να επιβληθούν και κινούνται στο επίπεδο της σκηνικής πόζας.
Τα σκηνικά της Σοφίας Παπαδοπούλου αδυνατούν να δημιουργήσουν την οποιαδήποτε ατμόσφαιρα και να επιβληθούν μέσα στην τεράστια, ανεκμετάλλευτη —και αχρείαστη για ένα έργο έξι χαρακτήρων—, σκηυή του Βασιλικού Θεάτρου, ενώ δεν συμβαδίζουν (ίσως με εξαίρεση την πρώτη ιστορία) με το οικονομικό και κοινωνικό status των χαρακτήρων, κάτι που κάνουν σε μεγαλύτερο βαθμό τα κοστούμια.
"Συνέβη και του χρόνου" του Άλαν Έικμπορν, σε σκηνοθεσία Γιάννη Παρασκευόπουλου, στο Βασιλικό Θέατρο (Θεσσαλονίκη)
Βράδυ παραμονής Χριστουγέννων: μια νύχτα γεμάτη κέφι, φίλους, αγκαλιές, φιλιά, παιχνίδια, ευχές, δώρα, άφθονο bitter lemon και υποκριτικές φιλοφρονήσεις κι αβροφροσύνες, σχέσεις συμφέροντος, καταθλίψεις, νευρώσεις και αυτοκτονικές τάσεις. Ο Άλαν Έικμπορν στο "Absurd Person Singular" —ερεθιστικά ευρηματικός ο τίτλος της ελληνικής μετάφρασης του Παύλου Μάτεσι— αποθεώνει την υποκρισία που δεσπόζει στις σχέσεις και στις συμπεριφορές αστών και wannabe αστών, καυτηριάζοντας ταυτόχρονα την καταπιεστική και καταναγκαστική —για πολλούς— χαρά που εμφανίζεται ξαφνικά (από το πουθενά) κάθε 24η του Δεκέμβρη. Οι τρεις πράξεις του έργου, εκτυλίσσονται τρεις διαφορετικές παραμονές Χριστουγέννων (πέρσι, φέτος και του χρόνου (!)) στις κουζίνες τριών ζευγαριών: του ανερχόμενου επιχειρηματία Χόπκραφτ, του αρχιτέκτονα Τζάκσον και του τραπεζίτη Μπριούστερ-Ράιτ και των συζύγων τους.
Το έργο του Έικμπορν αφήνει στο σκοτάδι του παρασκηνίου το σαλόνι, τον κατεξοχήν λαμπερό και κυρίαρχο χώρο ενός ρεβεγιόν και φέρνει σε πρώτο πλάνο έναν "χώρο-άβατο", όπως είναι η κουζίνα, ο χώρος των εκμυστηρεύσεων, των συναλλαγών και των παρανοήσεων. Σε δύο επίπεδα κινείται και δραματουργικά το έργο: στην πλοκή που είναι σε μεγάλο ποσοστό αδιάφορη, με κοινότυπες καταστάσεις, χιλιοειδωμένες σε ανάλογα έργα του είδους και στο υπό-κείμενο, στο φλεγματικό, καυστικό σχόλιο για τις ιδιορρυθμίες της κοινωνικής και ταξικής διαστρωμάτωσης.
Η σκηνοθετική ματιά του Γιάννη Παρασκευόπουλου καταφέρνει να φέρει στην επιφάνεια όλα τα υπαινικτικά σχόλια και να περιορίσει —όχι ολοκληρωτικά— τις αδύναμες και πλαδαρές στιγμές του έργου. Ο Παρασκευόπουλος παίζει με τα είδη και τα υποκριτικά στυλ (κλείνοντας το μάτι στο γλυκανάλατο ύφος των αμερικάνικων κωμικών sitcoms ή στο ρομποτικό παίξιμο των ανάλαφρων διαφημίσεων) και στήνει ένα καλοκουρδισμένο, υποδειγματικό δεύτερο μέρος που κινείται στους ρυθμούς της φάρσας του Τζο Όρτον, και κλείνει με ένα ταμπλό βιβάν με τους χαρακτήρες να τραγουδούν σε κλίμα gospel το "12 Days of Christmas", μετά από μια απόπειρα αυτοκτονίας και μια ηλεκτροπληξία. Σκηνικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα σημεία εκείνα που οδηγούν το έργο μακριά από την ανάλαφρη κομεντί καταστάσεων (όπως η αδέξια και ανούσια έναρξη με το αχρείαστο και κουραστικό "παίξιμο" των σκηνικών οδηγιών) και αναδεικνύουν τις κοινωνικές μεταλλάξεις που φέρνει η άνοδος μιας τάξης και η παράλληλη, βίαιη πτώση μιας άλλης. Ο Παρασκευόπουλος αφήνει αυτό το ντόμινο των ψυχολογικών μεταπτώσεων, να εκτεθεί ελεύθερο επί σκηνής. Αυτό συμβαίνει με τις ιδιαίτερες "μουσικές καρέκλες" στο σαρκαστικό φινάλε, όπου η μέχρι τότε κραταιά τάξη βυθίζεται στο αλκοόλ και την κατάθλιψη, επιδιδόμενη σε ένα καταναγκαστικό παιχνίδι, ενώ ο λευκοντυμένος μεγαλοεπιχειρηματίας, πλέον, Χόπκραφτ, καπνίζει ικανοποιημένος το πούρο του στο προσκήνιο.
Ο Γιώργος Βουρδαμής Μαυρογένης δίνει μια ολοκληρωμένη, αξιοσημείωτη προσέγγιση του ρόλου. Αποδίδει ευκρινώς τη μετάλλαξη του χαρακτήρα καθώς ανεβαίνει στην κλίμακα των κοινωνικών βαθμίδων. Είναι απολαυστικός στην απεγνωσμένη θέληση του να δώσει καλή εντύπωση στο πρώτο μέρος και έχει ακρίβεια και αίσθηση του ρυθμού στο κωμικό δεύτερο μέρος. Στις στιγμές έντασης, όμως, χρησιμοποιεί ένα εξωτερικό "βροντώδες" παίξιμο που μοιάζει ψεύτικο. Η Κλειώ Δανάη Οθωναίου αποδίδει με μέτρο την κωμική στιγμή της αστής που υποκρίνεται μοιράζοντας αφειδώς κοπλιμέντα στους οικοδεσπότες στο πρώτο μέρος, "εντυπωσιασμένη" από τις δυνατότητες του φτωχικού τους οικιακού εξοπλισμού. Η Λουκία Βασιλείου που υποδύεται τη μικροαστή σύζυγο που έχει εμμονή με τις δουλειές του σπιτιού και την καθαριότητα, έχει σκηνική άνεση αλλά δεν καταφέρνει να επιβληθεί στη επαναληπτικότητα του μονοδιάστατου χαρακτήρα της. Η Γιολάντα Μπαλαούρα, ο Κωνσταντίνος Χατζησάββας και ο Χρίστος Στυλιανού προσπαθούν ανεπιτυχώς να επιβληθούν και κινούνται στο επίπεδο της σκηνικής πόζας.
Τα σκηνικά της Σοφίας Παπαδοπούλου αδυνατούν να δημιουργήσουν την οποιαδήποτε ατμόσφαιρα και να επιβληθούν μέσα στην τεράστια, ανεκμετάλλευτη —και αχρείαστη για ένα έργο έξι χαρακτήρων—, σκηυή του Βασιλικού Θεάτρου, ενώ δεν συμβαδίζουν (ίσως με εξαίρεση την πρώτη ιστορία) με το οικονομικό και κοινωνικό status των χαρακτήρων, κάτι που κάνουν σε μεγαλύτερο βαθμό τα κοστούμια.
0 comments: