Από το Blogger.
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΠΡΟΣΕΧΩΣ: "Υπόγειο" (Αυλαία, 23-26/9), "Προσωπική συμφωνία" (Κολοσσαίον, 25/9-6/10), "Ρένα" (Αριστοτέλειον, 27/9-6/10), "Οθέλλος" (Αμαλία, 2-13/10), "Οι 12 ένορκοι" (Αθήναιον, 4-5/10)

Κριτική θεάτρου: Πλούτος

Leave a Comment
Πλούτος απολιτίκ, με τσιρκολάνικη διάθεση

Πλούτος του Αριστοφάνη, σε σκηνοθεσία Διονύση Σαββόπουλου, σε περιοδεία σε όλη την Ελλάδα.

Γραμμένη το 388 π.Χ. η όψιμη —και τελευταία σωζόμενη— κωμωδία του Αριστοφάνη, απεμπλέκεται από την τρέχουσα πολιτική κατάσταση της εποχής και παρακολουθεί ένα γενικότερο κοινωνικό θέμα: τον ανεξέλεγκτο πλουτισμό. Ο θεατής της εποχής δεν βλέπει μια επί σκηνής σάτιρα των πολιτικών ηγετών. Οι δύο βασικοί χαρακτήρες του έργου είναι ο Χρεμύλος και ο δούλος του, Καρίωνας. Οι δυο τους συναντούν τον τυφλό Πλούτο και αποφασίζουν να τον θεραπεύσουν για να γεμίσει με χρήματα τα σπίτια όλων των ανθρώπων. Ο Αριστοφάνης δημιουργεί ένα ιδιαίτερο θεματικό πλέγμα. Παίρνοντας ως παραδοχή πως οι φτωχοί είναι έντιμοι και οι πλούσιοι ανέντιμοι, αναπτύσσει, μέσα από τη σκέψη και τον λόγο του Χρεμύλου, ένα σκεπτικό σχετικά με την άνιση κατανομή του πλούτου και την αναδιανομή του και το κύμα του νεοπλουτισμού που σαρώνει τα πάντα και οδηγεί σε αδιέξοδο.

Σ' αυτό το τελευταίο σημείο επικεντρώνεται το ενδιαφέρον του Διονύση Σαββόπουλου. Έχοντας τη γενική εποπτεία του θεάματος: μετάφραση, διασκευή, σκηνοθεσία και μουσική, δημιουργεί την ελεγεία του νεοπλουτισμού, το ρέκβιεμ ενός ονείρου που συντρόφευσε την ελληνική κοινωνία για σχεδόν τρεις δεκαετίες, από τη μεταπολίτευση έως τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας. Ο Πλούτος του Σαββόπουλου κουβαλά μια γλυκιά μελαγχολία όπως και η μουσική του, έναν διάχυτο ρομαντισμό, μια διάθεση κριτικής, αυτοκριτικής και αυτοσαρκασμού (ο Χρεμύλος αναφέρεται στον Σαββόπουλο που έχασε την έμπνευση του και το "γύρισε" στο θέατρο, αλλά και στον συγκεντρωτισμό του δημιουργού που θέλει να τα κάνει όλα!). Η παράσταση είναι απαλλαγμένη από το δίπολο κιτς-βωμολοχία που κυριαρχεί στις παρουσιάσεις έργων του Αριστοφάνη τα τελευταία χρόνια, παραπέμποντας σε δευτεροκλασάτες επιθεωρήσεις περιοδευόντων θιάσων. Εύστοχα απουσιάζει, επίσης, και ο καταιγισμός αναφορών στη σύγχρονη επικαιρότητα, αποπροσανατολιστικό συστατικό που αποσπά με ευκολία το γέλιο των θεατών. Η ευθεία σύνδεση με το σήμερα εξαντλείται σε σύντομες αναφορές στις φράουλες Μανωλάδας και στις παράνομες συντάξεις των τυφλών της Ζακύνθου, αλλά και σε ένα φαρμακερό σχόλιο για την ποιότητα του χιούμορ στο Αλ Τσαντίρι του Λαζόπουλου.

Χωρίς να καταφέρνει να αποκοπεί από τις επιρροές του Κουν, του Σολωμού, του Τσαρούχη, του Μόραλη που είναι διαρκώς παρούσες και δίχως να δίνει κάτι νεωτερικό και πρωτότυπο που θα ανανεώσει τη σύγχρονη αριστοφανική σκηνική δημιουργία και θα την πάει ένα βήμα παρακάτω, ο δημιουργός καταθέτει ένα αγνό και τίμιο αποτέλεσμα.
Οι πιο σημαντικές στιγμές είναι εκείνες που γίνεται η απόπειρα να δοθεί ένα στίγμα πολιτικής θέσης, να συνδεθεί το χτες με την επικαιρότητα και τη ζωή του σήμερα. Αυτό γίνεται όταν ο Άγγελος-Εξάγγελος (τον ρόλο ερμηνεύει ο ίδιος ο Σαββόπουλος) εμφανίζεται στην ορχήστρα για να "προβλέψει" όλα όσα έπονται και να "προειδοποιήσει" τον σύγχρονο θεατή, με μια διάθεση "σας τα είχα πει εγώ, αλλά δεν με ακούσατε". Αναφέρεται —με σπαρταριστή προφητική διάθεση— στην άκρατη φιλοδοξία του νεοέλληνα να πλουτίσει, στα Cayenne και στα Lexus που θα κατακλύσουν τους δρόμους, στο σούσι που θα γίνει "βούτημα" σε malt ουίσκι, στην βλαβερή πλευρά του συνδικαλισμού και στους τεμπέληδες του δημοσίου που θα βουλιάξουν το καράβι. Τα λόγια του Άγγελου συνοδεύει στο φόντο του σκηνικού ένα μεγάλο λευκό μπαλόνι που στο τέλος σπάει· ένα όνειρο-φούσκα που σπάει ξαφνικά, σηματοδοτώντας τη λήξη ενός πάρτι. Η αντιστροφή του απαισιόδοξου κλίματος έρχεται με το τρυφερό, αισιόδοξο φινάλε όπου όλος ο θίασος είναι ανεβασμένος στο ξύλινο πατάρι που έχει μεταμορφωθεί σε καράβι, τραγουδώντας το "Μέρες καλύτερες θα 'ρθουν".

Ο Σαββόπουλος επιλέγει για τους βασικούς ρόλους της αριστοφανικής αυτής κωμωδίας, ηθοποιούς με θητεία στο δραματικό θέατρο. Ο Νίκος Κουρής (Χρεμύλος) κινείται αρκετά ευέλικτα στους δύσβατους κωμικούς δρόμους και δείχνει να διαθέτει αρκετή από την κωμική στόφα και τα αποθέματα ειρωνείας που απαιτεί ο ρόλος. Ο Χρήστος Λούλης (Καρίων), αντίθετα, μοιάζει να είναι ένα βήμα πίσω, προσπαθώντας να φτάσει τους ρυθμούς του συμπαίκτη του, ενώ είναι πιο ήπιος και αμήχανος σε σχέση με την αλαφράδα που φέρουν οι αεικίνητοι, αριστοφανικοί υπηρέτες. Ο Μάκης Παπαδημητρίου (Πλούτος), με στόφα κωμικού ηθοποιού της παλιάς γενιάς, καταφέρνει να αποσπάσει το γέλιο των θεατών, άμα τη εμφανίσει. Πολύ καλύτερος στις "βωβές" στιγμές που απαιτούν μιμητική δεινότητα και εκφραστική ικανότητα. Η Αμαλία Μουτούση (Πενία) αποδίδει τον σύντομο ρόλο της με άκαμπτη τραγικότητα, —με εναλλαγή στόμφου και ερμηνείας χαμηλών τόνων—, που παραδόξως δένει αρμονικά με την εξωστρέφεια που διατρέχει όλο το θέαμα, αποτελώντας μια γέφυρα που συνδέει το αριστοφανικό πανηγύρι με την γλυκιά μελαγχολία που κουβαλά ο σαββοπουλικός κόσμος.

Η παράσταση, εικαστικά και ερμηνευτικά, αποτίει φόρο τιμής στους πλανόδιους τσιρκολάνους, στους μπουφώνους του Μεσαίωνα και στους αδέξιους χαρακτήρες της Commedia Dell' Arte. Στον σκηνικό χώρο δεσπόζει το χαρακτηριστικό ξύλινο πατάρι της αρχαίας φάρσας, με τις κόκκινες κουρτίνες, τα χρωματιστά κιλίμια, την καταπακτή και τα λαμπιόνια. Στο ίδιο πλαίσιο κινούνται και τα κοστούμια, μια μίξη υφασμάτων και σχημάτων, σε παρδαλά έντονα χρώματα αλλά και παστέλ αποχρώσεις. Μια εμπνευσμένη δουλειά και στους δύο τομείς από τον Άγγελο Μέντη, που αναδεικνύει τη μαγεία της λαϊκής τέχνης και την μετατροπή των "φτωχών" υλικών σε εικαστικό και αισθητικό πλούτο.

Εξαιρετική είναι και η δουλειά στο πεδίο της εκτέλεσης των χορικών. Ο Ερμής Μαλκότσης αποφεύγει χιλιοπαρουσιασμένα, χορογραφικά κλισέ του είδους και οδηγεί τον πιο καλογυμνασμένο χορό αριστοφανικής κωμωδίας των τελευταίων χρόνων, σε μονοπάτια κινησιολογικών ακροβασιών. Τα μέλη του χορού παραπέμπουν σε επιδέξιους ακροβάτες δρόμου.
Η μουσική του Σαββόπουλου, στο γνώριμο ύφος του, πιστή στη γραμμή της συνολικής εικόνας του θεάματος, χωρίς να προσεγγίζει σε καμία περίπτωση τον οίστρο και τη δυναμική των Αχαρνέων του 1977.

Κορνήλιος Ρουσάκης



Νεότερη ανάρτηση Παλαιότερη Ανάρτηση Αρχική σελίδα

0 comments: