Από το Blogger.
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΠΡΟΣΕΧΩΣ: "Υπόγειο" (Αυλαία, 23-26/9), "Προσωπική συμφωνία" (Κολοσσαίον, 25/9-6/10), "Ρένα" (Αριστοτέλειον, 27/9-6/10), "Οθέλλος" (Αμαλία, 2-13/10), "Οι 12 ένορκοι" (Αθήναιον, 4-5/10)

Κριτική θεάτρου: Zyklon ή το πεπρωμένο

Leave a Comment
Του Κορνήλιου Ρουσάκη

"Zyklon ή το πεπρωμένο" του Θανάση Τριαρίδη, σε σκηνοθεσία Γιάννη Παρασκευόπουλου, στο Black Box (Θεσσαλονίκη)


Δύο άνθρωποι —ένας άνδρας και μια γυναίκα— βρίσκονται εγκλωβισμένοι στα καθίσματα μιας δίδυμης κάψουλας ενός παιχνιδιού θεματικού πάρκου. Το όνομα του παιχνιδιού —Zyklon— και η ασφυκτική κατάσταση στην οποία βρίσκονται τα δύο πρόσωπα (διακοπή του μηχανισμού, σκοτάδι, ανασφάλεια), δημιουργούν τις οδούς για ένα νέο οδυνηρό "παιχνίδι" που στηρίζεται στις πυραμίδες των πτωμάτων των θυμάτων του Ολοκαυτώματος, που οδηγήθηκαν στον θάνατο εισπνέοντας το θανατηφόρο αέριο Zyklon b. H φρίκη μιας πραγματικότητας που δεν έζησαν (και σε μεγάλο βαθμό δεν γνώριζαν για αυτή) κατευθύνει τα δύο πρόσωπα στη συνειδητοποίηση της πορείας προς το τέλος και στην ανάγκη να μπολιαστεί αυτό το μονοπάτι με σημεία αγάπης. Πατούν στη φρίκη της παρελθοντικής πραγματικότητας για να συνθέσουν την ιδεατή η απτή παροντική πραγματικότητα, γυρίζοντας την πλάτη στη "δύναμη του πεπρωμένου" και επιδιώκοντας την αναμέτρηση με το "απέπρωτο", όπως αναφέρεται στο κείμενο. Το προσωπικό τους δράμα έρχεται ως υποκεφάλαιο ενός δράματος ολόκληρης της ανθρωπότητας.

Ο Θανάσης Τριαρίδης ηθελημένα απομακρύνει το κείμενο του από εναγκαλισμούς με θεατρικούς κανόνες και συμβάσεις. Δύο πρόσωπα πλάτη με πλάτη, στο σκοτάδι, προσπαθούν να συνθέσουν το ένα την εικόνα του άλλου, να ορίσουν όσα θεωρούν εκείνα ζωτικά σημεία της ύπαρξης τους. Οι διάλογοι στερούνται φυσικότητας και ροής, οι αφηγήσεις προσομοιάζουν με ατέρμονη ροή πληροφοριών σε διάλεξη. Ο Τριαρίδης εντάσσει στο κείμενο του ένα παιχνίδι όπως το Zyklon και μοιαζει να στήνει ένα δεύτερο παιχνίδι εμποδίων στον σκηνοθέτη που θα αναλάβει τη σκηνική αποτύπωση του κειμένου. Κι όμως το κείμενο αυτό "πέφτει" στα χέρια του Γιάννη Παρασκευόπουλου και στο σημείο αυτό αποδεικνύεται η δυναμική και η τεχνική του ικανού σκηνοθέτη να δημιουργήσει εκ του μηδενός τη θεατρική συνθήκη. Με αιχμηρή ματιά ο Παρασκευόπουλος δίνει θεατρική πνοή σ' ένα κείμενο που μοιάζει περισσότερο με έργο για ανάγνωση ή για ραδιοφωνική παρουσίαση (παρόλα αυτά η γνώση του Τριαρίδη για την πληγή του Ολοκαυτώματος είναι αδιαμφισβήτητη)

Η σκηνική δράση παραδίδεται αρχικά σ' ένα αμήχανο  —για ηθοποιούς και θεατές— απόλυτο σκοτάδι που καθώς περνούν τα λεπτά γίνεται λυτρωτικό και απελευθερωτικό. Ο Παρασκευόπουλος "αποδεσμεύει" τους δύο ηθοποιούς του από την ακινησία των δίδυμων καψουλών και τους θέτει σε μια διαρκή κίνηση στα τυφλά, πάνω στη μεταλλική "σαλιγκαροειδή" σκηνική κατασκευή που δημιούργησε η Σοφία Παπαδοπούλου. Αρμονικές με το σκοτεινό περιβάλλον και οι μουσικές συνθέσεις του Μάνου Μυλωνάκη, αν και θα ήταν προτιμότερη μια πιο ενεργή ένταξη τους στα δρώμενα. Επιτυγχάνουν αυτό ακριβώς που αναφέρεται στο έργο: να δημιουργήσουν μια αίσθηση νοσταλγίας για πράγματα που δεν έχουμε ζήσει.

Η Ιωάννα Παγιατάκη και ο Κωνσταντίνος Γαβαλάς ιχνηλατούν επιδέξια τον χώρο, κινούμενοι στο —σχεδόν— απόλυτο σκοτάδι, με μια κινησιολογική εικόνα απόλυτα λεπτομερή και ακριβή. Φέρνουν στο φως την ανασφάλεια για το άγνωστο που υπερκαλύπτεται από την ασφάλεια που φέρει η ελευθερία του να πλάσεις εσύ, όπως επιθυμείς την εικόνα του άλλου. Η ερμηνευτική δεινότητα των δύο ηθοποιών δεν αποκαλύπτεται —δυστυχώς, αλλά συμβαίνει— μέσα από την σκηνική αποτύπωση των χαρακτήρων και την εκφορά του λόγου, αλλά από την κλιμακούμενη συγκίνηση που προκύπτει μέσα από την αφύσικη επικοινωνία των δύο προσώπων —που δεν ανταλλάσουν ούτε βλέμμα σε όλη τη διάρκεια της παράστασης— και, κυρίως, από το ασύλληπτο, ευφυέστατο φινάλε. Μια έκρηξη συναισθημάτων, μια εικαστική αποθέωση στο σημείο που η σκηνική λιτότητα συναντά την πυκνότητα της έμπνευσης. Το σφράγισμα των ματιών των δύο προσώπων με την κοινή γάζα και η αργή πομπή προς το φως, προς το κενό, προς το κοινό τέλος είναι μια σκηνική εικόνα που θα μείνει καιρό στο μυαλό και συμπυκνώνει αυτό που τελικά αποθεώνει το έργο: την μαγική στιγμή που θα αγαπήσεις κάποιον που ποτέ δεν έχεις δει, για την απελπισία που διακρίνεις στα μάτια του και την πληρότητα που κουβαλά η στιγμή που θα νιώσεις την ανάγκη να πεις τον άλλον: "σπλάχνο μου".




Νεότερη ανάρτηση Παλαιότερη Ανάρτηση Αρχική σελίδα

0 comments: