Του Κορνήλιου Ρουσάκη
"Ο βουβός σερβιτόρος" του Χάρολντ Πίντερ, σε σκηνοθεσία Άρη Τρουπάκη, στο Θέατρο Αθήναιον. (Θεσσαλονίκη)
Ο "βουβός σερβιτόρος" (The dumb waiter) είναι το δεύτερο έργο που έγραψε ο Χάρολντ Πίντερ, αμέσως μετά το έργο "Το δωμάτιο" (1960). Ένα κείμενο με κραυγαλέες δραματουργικές αδυναμίες που υστερεί εμφανώς από τα μεταγενέστερα έργα του Πίντερ. Οι διάχυτες επιρροές από το "Περιμένοντας τον Γκοντό" και οι υπαινικτικές αναφορές στο μπεκετικό σύμπαν, αποτελούν τα πιο ενδιαφέροντα πεδία σ' αυτή την εμπειρία επαφής με τον πιντερικό κόσμο.
Τα πρόσωπα του έργου είναι δύο πληρωμένοι δολοφόνοι που βρίσκονται σε έναν άγνωστο χώρο, περιμένοντας τις οδηγίες για την επόμενη αποστολή τους. Οι δυο τους (όπως και ο Βλαντιμίρ κι ο Εστραγκόν στο έργο του Μπέκετ) παρασύρονται από μια "ρουτίνα" προετοιμασίας για κάτι που δεν γνωρίζουν τι ακριβώς είναι, για κάτι που δεν γνωρίζουν αν και πότε θα συμβεί.
Στοιχεία που χαρακτηρίζουν τη γραφή του Πίντερ, όπως η δύναμη των μεστών παύσεων και σιωπών, ο επερχόμενος άγνωστος κίνδυνος, η αόρατη απειλή που πλανάται στην ατμόσφαιρα, υπάρχουν στο μονόπρακτο αυτό, παραμένουν ωστόσο ανενεργά στο παρασκήνιο, επικαλυπτόμενα από τη διαγραφή δύο εξαιρετικά αδύναμων χαρακτήρων. Ο Άρης Τρουπάκης δεν καταφέρνει να φωτίσει σκηνικά τις σιωπές και τους ρυθμούς του Πίντερ και να δώσει σκηνικό όγκο στον φόβο ενός επικείμενου αναπάντεχου συμβάντος. Ο Αλέκος Συσσοβίτης και ο Γιώργος Χρανιώτης παραμερίζουν το εσωτερικό παίξιμο και το υποδόριο χιούμορ που κυριαρχούν στη γραφή του Πίντερ και στρέφονται προς τον δρόμο της υπερβολικής εξωστρέφειας, του υπερτονισμού λόγου και κίνησης. Η συνθήκη της "απειλής" μουντζουρώνεται από άρρυθμες παύσεις και μηχανικές κινήσεις (με αποκορύφωμα τις σκηνές έντασης και σωματικής μάχης που αποδίδονται με τρόπο υπερβολικό, σχεδόν αστείο).
Το σκηνικό του Θοδωρή Χρυσικού φλερτάρει με το προβλέψιμο: ένας συμβατικός χώρος (υπόγειο-φυλακή) στερημένος από κάποια ιδιαίτερη σκηνογραφική έμπνευση, που θα μπορούσε να είναι πιο κλειστοφοβικός κι ατμοσφαιρικός αν δεν ήταν τόσο έντονα και πρόχειρα φωτισμένος.
Ένα από τα μεστά σημεία του θεατρικού αυτού εγχειρήματος ήταν η ρέουσα, πιστή στο πιντερικό ύφος, μετάφραση της Χριστίνας Μπάμπου Παγκουρέλη. Η μεταφράστρια αναδεικνύει με επιδέξιο τρόπο τα σπαρταριστά γλωσσικά παιχνίδια στα οποία επιδίδεται ο Πίντερ. Αποκορύφωμα αυτών, η κωμική διένεξη και η αδυναμία συνεννόησης των δύο χαρακτήρων, όταν ο ένας απο αυτούς χρησιμοποιεί τη (συνηθισμένη) φράση "Άναψε το νερό", ενώ ο άλλος υποστηρίζει την ορθότητα της φράσης: "Άναψε το γκάζι (για να βράσει το νερό)".
"Ο βουβός σερβιτόρος" του Χάρολντ Πίντερ, σε σκηνοθεσία Άρη Τρουπάκη, στο Θέατρο Αθήναιον. (Θεσσαλονίκη)
Ο "βουβός σερβιτόρος" (The dumb waiter) είναι το δεύτερο έργο που έγραψε ο Χάρολντ Πίντερ, αμέσως μετά το έργο "Το δωμάτιο" (1960). Ένα κείμενο με κραυγαλέες δραματουργικές αδυναμίες που υστερεί εμφανώς από τα μεταγενέστερα έργα του Πίντερ. Οι διάχυτες επιρροές από το "Περιμένοντας τον Γκοντό" και οι υπαινικτικές αναφορές στο μπεκετικό σύμπαν, αποτελούν τα πιο ενδιαφέροντα πεδία σ' αυτή την εμπειρία επαφής με τον πιντερικό κόσμο.
Τα πρόσωπα του έργου είναι δύο πληρωμένοι δολοφόνοι που βρίσκονται σε έναν άγνωστο χώρο, περιμένοντας τις οδηγίες για την επόμενη αποστολή τους. Οι δυο τους (όπως και ο Βλαντιμίρ κι ο Εστραγκόν στο έργο του Μπέκετ) παρασύρονται από μια "ρουτίνα" προετοιμασίας για κάτι που δεν γνωρίζουν τι ακριβώς είναι, για κάτι που δεν γνωρίζουν αν και πότε θα συμβεί.
Στοιχεία που χαρακτηρίζουν τη γραφή του Πίντερ, όπως η δύναμη των μεστών παύσεων και σιωπών, ο επερχόμενος άγνωστος κίνδυνος, η αόρατη απειλή που πλανάται στην ατμόσφαιρα, υπάρχουν στο μονόπρακτο αυτό, παραμένουν ωστόσο ανενεργά στο παρασκήνιο, επικαλυπτόμενα από τη διαγραφή δύο εξαιρετικά αδύναμων χαρακτήρων. Ο Άρης Τρουπάκης δεν καταφέρνει να φωτίσει σκηνικά τις σιωπές και τους ρυθμούς του Πίντερ και να δώσει σκηνικό όγκο στον φόβο ενός επικείμενου αναπάντεχου συμβάντος. Ο Αλέκος Συσσοβίτης και ο Γιώργος Χρανιώτης παραμερίζουν το εσωτερικό παίξιμο και το υποδόριο χιούμορ που κυριαρχούν στη γραφή του Πίντερ και στρέφονται προς τον δρόμο της υπερβολικής εξωστρέφειας, του υπερτονισμού λόγου και κίνησης. Η συνθήκη της "απειλής" μουντζουρώνεται από άρρυθμες παύσεις και μηχανικές κινήσεις (με αποκορύφωμα τις σκηνές έντασης και σωματικής μάχης που αποδίδονται με τρόπο υπερβολικό, σχεδόν αστείο).
Το σκηνικό του Θοδωρή Χρυσικού φλερτάρει με το προβλέψιμο: ένας συμβατικός χώρος (υπόγειο-φυλακή) στερημένος από κάποια ιδιαίτερη σκηνογραφική έμπνευση, που θα μπορούσε να είναι πιο κλειστοφοβικός κι ατμοσφαιρικός αν δεν ήταν τόσο έντονα και πρόχειρα φωτισμένος.
Ένα από τα μεστά σημεία του θεατρικού αυτού εγχειρήματος ήταν η ρέουσα, πιστή στο πιντερικό ύφος, μετάφραση της Χριστίνας Μπάμπου Παγκουρέλη. Η μεταφράστρια αναδεικνύει με επιδέξιο τρόπο τα σπαρταριστά γλωσσικά παιχνίδια στα οποία επιδίδεται ο Πίντερ. Αποκορύφωμα αυτών, η κωμική διένεξη και η αδυναμία συνεννόησης των δύο χαρακτήρων, όταν ο ένας απο αυτούς χρησιμοποιεί τη (συνηθισμένη) φράση "Άναψε το νερό", ενώ ο άλλος υποστηρίζει την ορθότητα της φράσης: "Άναψε το γκάζι (για να βράσει το νερό)".
Η παράσταση ήταν βαρετή! Απαίσια!!
ΑπάντησηΔιαγραφή