Του Κορνήλιου Ρουσάκη
Με οδηγό τις συμβάσεις και χωρίς ρίσκο
"Τρωάδες" του Ευριπίδη, σε σκηνοθεσία Θέμη Μουμουλίδη, σε περιοδεία σε όλη την Ελλάδα.
Οι "Τρωάδες" (415 π.Χ.), στη πρώτη γραμμή των αντιπολεμικών έργων της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, εξιστορούν την οδυνηρή ήττα των Τρώων, στην εκπνοή του δεκαετούς Τρωϊκού πολέμου. Οι γυναίκες της Τροίας, λάφυρα πολέμου, παραμένουν απελπισμένες και βασανισμένες, στη διακεκαυμένη ζώνη ενός πεδίου μάχης, που λίγο πριν ήταν η πατρώα γη τους, ο βωμός της ευτυχισμένης ζωής τους. Ανάμεσα τους πρωτοστατεί η Εκάβη, πρώην βασίλισσα της Τροίας, που θρηνεί για τις πολλαπλές της απώλειες, λίγο πριν μάθει την ετυμηγορία για τη δική της τύχη, το μελλούμενο που την οδηγεί στα καράβια των εχθρών, για να γίνει δούλα.
Η πολυδαίδαλη διάσταση που δίνει ο Ευριπίδης στο δίπολο "νικητής-ηττημένος" είναι ο λόγος που το έργο επαινείται για την ιδιαίτερα διαχρονική αντιπολεμική δυναμική του. Η Εκάβη, στους τελευταίους στίχους αναφέρει: "να δεις που θα κάνουν τα παθήματά μας τραγωδίες και θα μας βλέπουν οι μελλούμενες γενιές και θα χειροκροτούν". Οι έλληνες, με μια πρώτη ματιά, είναι αδιαμφισβήτητοι νικητές. Καταλαμβάνουν την Τροία, αιχμαλωτίζουν τις γυναίκες, κυριεύουν γη και περιουσίες. Παράλληλα, όμως, βεβηλώνουν τον ναό της θεάς Αθηνάς, γεγονός που την εξοργίζει και την οδηγεί στην απόφαση να αποσύρει την υποστήριξή που παρέχει στους έλληνες και να συνθηκολογήσει με τον Ποσειδώνα, για να κάνουν οδυνηρή την επιστροφή των ελλήνων στην πατρίδα. Οι νικητές έλληνες χάνουν την εύνοια των θεών· είναι κι εκείνοι, κατά μια έννοια, ηττημένοι. Η ευριπίδεια αντιπολεμική ρητορική —"σε κάθε πόλεμο υπάρχουν (μόνο) ηττημένοι"— ορθώνεται αναλλοίωτη και αυτούσια σχεδόν 2500 χρόνια μετά κι ενώ οι εμφύλιες και διαφυλετικές συγκρούσεις εξακολουθούν να μαίνονται σε πολλά σημεία της παγκόσμιας σκακιέρας.
Αυτή ακριβώς την οικουμενική διάσταση του πόνου και της απώλειας θέλησε να αποτυπώσει ο Θέμης Μουμουλίδης στη δική του σκηνική εκδοχή του έργου του Ευριπίδη. Οι γυναίκες της Τροίας γίνονται κρατούμενες σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, μέσα στα αποκαΐδια ενός πολέμου χτεσινού, σημερινού, αυριανού (;). Σ' αυτόν τον χώρο που παραπέμπει σε χώρο φυλακής (ο Γιώργος Πάτσας φιλοτέχνησε τον σκοτεινό σιδερόφραχτο σκηνικό χώρο) εικονοποιείται η δυστυχία των γυναικών της Τροίας, γιγαντώνεται η φρίκη της καταστροφής. Στη μάχη ανάμεσα στην κατάθεση μιας καινοτόμας σκηνικής πρότασης και στη συμβατική παρουσίαση, γρήγορα αναδεικνύεται νικήτρια η δεύτερη. Η αρχική συνομιλία με το σήμερα, η επιτυχημένη αντικατάσταση χορικών με μαρτυρίες γυναικών που έζησαν τη φρίκη του πολέμου, η αποφυγή της πεπατημένης στην κίνηση των γυναικών του χορού, η γοητευτικά αλλοπρόσαλη αίσθηση μετατροπής μιας αρχαίας τραγωδίας σε "δράμα δωματίου" κι όλο αυτό σε θέατρο ανοιχτού χώρου, είναι σκηνικές επιλογές που γρήγορα κάνουν τον κύκλο τους κι εξαντλούνται δίνοντας τη θέση τους σε μια επίπεδη σκηνική αντιμετώπιση, σε κάτι που έχουμε ξαναδεί και σε καλύτερη εκδοχή. Ο Θέμης Μουμουλίδης, δυστυχώς, βάζει φρένο σε ρίσκα που θα μπορούσε να πάρει και επιλέγει την ασφαλή οδό ενός "ακαδημαϊκού μελοδραματισμού", στοιχείο που κυριαρχεί και στη σκηνική αφήγηση του μύθου και σε όλες σχεδον τις ερμηνείες.
Ο θίασος, αναμφίβολα, αποτελείται από σπουδαίους ηθοποιούς του ελληνικού θεάτρου και από το πρώτο άκουσμα της διανομής της παράστασης δημιουργήθηκε η αίσθηση πως πρόκειται για μια από τις πιο ελπιδοφόρες θεατρικές συμπράξεις του φετινού καλοκαιριού. Κρίνοντας εκ του αποτελέσματος, θεωρώ πως το αποτέλεσμα στο πεδίο των ερμηνειών κρίνεται μάλλον άνισο. Η έμπειρη Φιλαρέτη Κομνηνού δίνει μια Εκάβη-μάνα κουράγιο που εξωτερικεύει μεθοδικά τον σπαραγμό, που φλερτάρει με τα όρια του εύκολου μελοδραματισμού, αλλά αποφεύγει εντέχνως να τα ξεπεράσει και να αγγίξει την υπερβολή. Στην "παγίδα" αυτής της υπερβολής "πέφτουν" η Ζέτα Δούκα (Ελένη) και ο Άρης Λεμπεσόπουλος (Μενέλαος). Η ανάγκη επιβολής που επιζητούν —για διαφορετικούς λόγους— οι δύο χαρακτήρες τους οδηγεί σε μια εξωτερική αποτύπωση του ρόλου, που μοιάζει να τους περιορίζει και να τους μπλοκάρει σωματικά και κινησιολογικά, οδηγώντας τους σε μια ενοχλητική ερμηνεία "πόζας".
Ο Στέλιος Μάινας ξέρει πολύ καλά να αποτυπώνει δισυπόστατους χαρακτήρες και το έχει αποδείξει πολλές φορές. Στον σύντομο ρόλο του Ταλθύβιου καταφέρνει να αναδείξει καίρια και ολοκληρωμένα την συμπόνια που φέρει ένας άνθρωπος που είναι πομπός ανακοίνωσης σκληρών και ατιμωτικών αποφάσεων. Η Ιωάννα Παππά, βρίσκει σταδιακά τους ρυθμούς για να δώσει μια προφήτισσα Κασσάνδρα-ξωτικό με έντονη σωματικότητα και ιδιαίτερη φωνητική απόδοση, ενώ η Μαρία Πρωτόππα (Ανδρομάχη), εμφανίζεται επίπεδη χωρίς να προσεγγίζει σε καμία περίπτωση τους ερμηνευτικούς άθλους που έχει πετύχει στο πρόσφατο παρελθόν.
Ο Χρήστος Πλαίνης, στον ρόλο του στρατιώτη, είναι "πρωταγωνιστής" στην πιο δυνατή εικόνα της παράστασης, στη στιγμή που πλένει τα χέρια του προσπαθώντας να απομακρύνει το αίμα των νεκρών, τα κρίματα του επώδυνου παρελθόντος του. Ο χορός (Παπαληγούρα, Μιχαλοπούλου, Παναγιωτοπούλου, Παλαιοθόδωρου, Κριμιζάκη, Μάρα, Κυριακίδη) αποτελείται από χαρισματικές ηθοποιούς που καταφέρνουν να απομονώσουν τις όποιες αδύναμες στιγμές και να κινηθούν επιδέξια στον σκηνικό χώρο.
Τα κοστούμια της Παναγιώτας Κοκκορού είναι πιστά στο κλίμα του χώρου φυλακής-στρατοπέδου συγκέντρωσης και χωρίς ιδιαίτερες εξάρσεις, με εξαίρεση το εντυπωσιακό αλλά και υπερβολικά κραυγαλέο —στα όρια του κιτς— φόρεμα της ωραίας Ελένης. Οι μουσικές συνθέσεις και οι επιβλητικοί ήχοι του Θύμιου Παπαδόπουλου, (με το κλαρινέτο να κυριαρχεί) συνεισφέρουν στο κλίμα της οδύνης. Η πιο ατμοσφαιρική στιγμή της παράστασης στηρίζεται στο χορικό που συνέθεσε ο Θύμιος Παπαδόπουλος σε στίχους Θέμη Μουμουλίδη. Οι αιχμάλωτες γυναίκες μαζεύουν τα λιγοστά τους αντικείμενα κι ετοιμάζονται να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους.
"Σαν άνεμος πλανιέμαι σαν βροχή, διψώ χαρά μα δεν θα ξεδιψάσω
Μια θάλασσα τη μνήμη κατοικεί, ξένος παντού, ξένος χωρίς πατρίδα..."
Με οδηγό τις συμβάσεις και χωρίς ρίσκο
"Τρωάδες" του Ευριπίδη, σε σκηνοθεσία Θέμη Μουμουλίδη, σε περιοδεία σε όλη την Ελλάδα.
Οι "Τρωάδες" (415 π.Χ.), στη πρώτη γραμμή των αντιπολεμικών έργων της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, εξιστορούν την οδυνηρή ήττα των Τρώων, στην εκπνοή του δεκαετούς Τρωϊκού πολέμου. Οι γυναίκες της Τροίας, λάφυρα πολέμου, παραμένουν απελπισμένες και βασανισμένες, στη διακεκαυμένη ζώνη ενός πεδίου μάχης, που λίγο πριν ήταν η πατρώα γη τους, ο βωμός της ευτυχισμένης ζωής τους. Ανάμεσα τους πρωτοστατεί η Εκάβη, πρώην βασίλισσα της Τροίας, που θρηνεί για τις πολλαπλές της απώλειες, λίγο πριν μάθει την ετυμηγορία για τη δική της τύχη, το μελλούμενο που την οδηγεί στα καράβια των εχθρών, για να γίνει δούλα.
Η πολυδαίδαλη διάσταση που δίνει ο Ευριπίδης στο δίπολο "νικητής-ηττημένος" είναι ο λόγος που το έργο επαινείται για την ιδιαίτερα διαχρονική αντιπολεμική δυναμική του. Η Εκάβη, στους τελευταίους στίχους αναφέρει: "να δεις που θα κάνουν τα παθήματά μας τραγωδίες και θα μας βλέπουν οι μελλούμενες γενιές και θα χειροκροτούν". Οι έλληνες, με μια πρώτη ματιά, είναι αδιαμφισβήτητοι νικητές. Καταλαμβάνουν την Τροία, αιχμαλωτίζουν τις γυναίκες, κυριεύουν γη και περιουσίες. Παράλληλα, όμως, βεβηλώνουν τον ναό της θεάς Αθηνάς, γεγονός που την εξοργίζει και την οδηγεί στην απόφαση να αποσύρει την υποστήριξή που παρέχει στους έλληνες και να συνθηκολογήσει με τον Ποσειδώνα, για να κάνουν οδυνηρή την επιστροφή των ελλήνων στην πατρίδα. Οι νικητές έλληνες χάνουν την εύνοια των θεών· είναι κι εκείνοι, κατά μια έννοια, ηττημένοι. Η ευριπίδεια αντιπολεμική ρητορική —"σε κάθε πόλεμο υπάρχουν (μόνο) ηττημένοι"— ορθώνεται αναλλοίωτη και αυτούσια σχεδόν 2500 χρόνια μετά κι ενώ οι εμφύλιες και διαφυλετικές συγκρούσεις εξακολουθούν να μαίνονται σε πολλά σημεία της παγκόσμιας σκακιέρας.
Αυτή ακριβώς την οικουμενική διάσταση του πόνου και της απώλειας θέλησε να αποτυπώσει ο Θέμης Μουμουλίδης στη δική του σκηνική εκδοχή του έργου του Ευριπίδη. Οι γυναίκες της Τροίας γίνονται κρατούμενες σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, μέσα στα αποκαΐδια ενός πολέμου χτεσινού, σημερινού, αυριανού (;). Σ' αυτόν τον χώρο που παραπέμπει σε χώρο φυλακής (ο Γιώργος Πάτσας φιλοτέχνησε τον σκοτεινό σιδερόφραχτο σκηνικό χώρο) εικονοποιείται η δυστυχία των γυναικών της Τροίας, γιγαντώνεται η φρίκη της καταστροφής. Στη μάχη ανάμεσα στην κατάθεση μιας καινοτόμας σκηνικής πρότασης και στη συμβατική παρουσίαση, γρήγορα αναδεικνύεται νικήτρια η δεύτερη. Η αρχική συνομιλία με το σήμερα, η επιτυχημένη αντικατάσταση χορικών με μαρτυρίες γυναικών που έζησαν τη φρίκη του πολέμου, η αποφυγή της πεπατημένης στην κίνηση των γυναικών του χορού, η γοητευτικά αλλοπρόσαλη αίσθηση μετατροπής μιας αρχαίας τραγωδίας σε "δράμα δωματίου" κι όλο αυτό σε θέατρο ανοιχτού χώρου, είναι σκηνικές επιλογές που γρήγορα κάνουν τον κύκλο τους κι εξαντλούνται δίνοντας τη θέση τους σε μια επίπεδη σκηνική αντιμετώπιση, σε κάτι που έχουμε ξαναδεί και σε καλύτερη εκδοχή. Ο Θέμης Μουμουλίδης, δυστυχώς, βάζει φρένο σε ρίσκα που θα μπορούσε να πάρει και επιλέγει την ασφαλή οδό ενός "ακαδημαϊκού μελοδραματισμού", στοιχείο που κυριαρχεί και στη σκηνική αφήγηση του μύθου και σε όλες σχεδον τις ερμηνείες.
Ο θίασος, αναμφίβολα, αποτελείται από σπουδαίους ηθοποιούς του ελληνικού θεάτρου και από το πρώτο άκουσμα της διανομής της παράστασης δημιουργήθηκε η αίσθηση πως πρόκειται για μια από τις πιο ελπιδοφόρες θεατρικές συμπράξεις του φετινού καλοκαιριού. Κρίνοντας εκ του αποτελέσματος, θεωρώ πως το αποτέλεσμα στο πεδίο των ερμηνειών κρίνεται μάλλον άνισο. Η έμπειρη Φιλαρέτη Κομνηνού δίνει μια Εκάβη-μάνα κουράγιο που εξωτερικεύει μεθοδικά τον σπαραγμό, που φλερτάρει με τα όρια του εύκολου μελοδραματισμού, αλλά αποφεύγει εντέχνως να τα ξεπεράσει και να αγγίξει την υπερβολή. Στην "παγίδα" αυτής της υπερβολής "πέφτουν" η Ζέτα Δούκα (Ελένη) και ο Άρης Λεμπεσόπουλος (Μενέλαος). Η ανάγκη επιβολής που επιζητούν —για διαφορετικούς λόγους— οι δύο χαρακτήρες τους οδηγεί σε μια εξωτερική αποτύπωση του ρόλου, που μοιάζει να τους περιορίζει και να τους μπλοκάρει σωματικά και κινησιολογικά, οδηγώντας τους σε μια ενοχλητική ερμηνεία "πόζας".
Ο Στέλιος Μάινας ξέρει πολύ καλά να αποτυπώνει δισυπόστατους χαρακτήρες και το έχει αποδείξει πολλές φορές. Στον σύντομο ρόλο του Ταλθύβιου καταφέρνει να αναδείξει καίρια και ολοκληρωμένα την συμπόνια που φέρει ένας άνθρωπος που είναι πομπός ανακοίνωσης σκληρών και ατιμωτικών αποφάσεων. Η Ιωάννα Παππά, βρίσκει σταδιακά τους ρυθμούς για να δώσει μια προφήτισσα Κασσάνδρα-ξωτικό με έντονη σωματικότητα και ιδιαίτερη φωνητική απόδοση, ενώ η Μαρία Πρωτόππα (Ανδρομάχη), εμφανίζεται επίπεδη χωρίς να προσεγγίζει σε καμία περίπτωση τους ερμηνευτικούς άθλους που έχει πετύχει στο πρόσφατο παρελθόν.
Ο Χρήστος Πλαίνης, στον ρόλο του στρατιώτη, είναι "πρωταγωνιστής" στην πιο δυνατή εικόνα της παράστασης, στη στιγμή που πλένει τα χέρια του προσπαθώντας να απομακρύνει το αίμα των νεκρών, τα κρίματα του επώδυνου παρελθόντος του. Ο χορός (Παπαληγούρα, Μιχαλοπούλου, Παναγιωτοπούλου, Παλαιοθόδωρου, Κριμιζάκη, Μάρα, Κυριακίδη) αποτελείται από χαρισματικές ηθοποιούς που καταφέρνουν να απομονώσουν τις όποιες αδύναμες στιγμές και να κινηθούν επιδέξια στον σκηνικό χώρο.
Τα κοστούμια της Παναγιώτας Κοκκορού είναι πιστά στο κλίμα του χώρου φυλακής-στρατοπέδου συγκέντρωσης και χωρίς ιδιαίτερες εξάρσεις, με εξαίρεση το εντυπωσιακό αλλά και υπερβολικά κραυγαλέο —στα όρια του κιτς— φόρεμα της ωραίας Ελένης. Οι μουσικές συνθέσεις και οι επιβλητικοί ήχοι του Θύμιου Παπαδόπουλου, (με το κλαρινέτο να κυριαρχεί) συνεισφέρουν στο κλίμα της οδύνης. Η πιο ατμοσφαιρική στιγμή της παράστασης στηρίζεται στο χορικό που συνέθεσε ο Θύμιος Παπαδόπουλος σε στίχους Θέμη Μουμουλίδη. Οι αιχμάλωτες γυναίκες μαζεύουν τα λιγοστά τους αντικείμενα κι ετοιμάζονται να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους.
"Σαν άνεμος πλανιέμαι σαν βροχή, διψώ χαρά μα δεν θα ξεδιψάσω
Μια θάλασσα τη μνήμη κατοικεί, ξένος παντού, ξένος χωρίς πατρίδα..."
0 comments: