Από το Blogger.
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΠΡΟΣΕΧΩΣ: "Υπόγειο" (Αυλαία, 23-26/9), "Προσωπική συμφωνία" (Κολοσσαίον, 25/9-6/10), "Ρένα" (Αριστοτέλειον, 27/9-6/10), "Οθέλλος" (Αμαλία, 2-13/10), "Οι 12 ένορκοι" (Αθήναιον, 4-5/10)

ΣΚΗΝΟΒΑΣΙΕΣ -- Κριτική θεάτρου: 'Αμάραντα', από τη bijoux de kant

Leave a Comment
'Αμάραντα' των Παύλου Μάτεσι και Γλυκερίας Μπασδέκη στο Faust
(12-1-2017)

Γράφει η Κατερίνα Πεσταματζόγλου

"Αμάραντα" των Παύλου Μάτεσι και Γλυκερίας Μπασδέκη, σε σκηνοθεσία Γιάννη Σκουρλέτη, στο Θέατρο Faust (Αθήνα)

Το έργο είναι βασισμένο σε κείμενα των Παύλου Μάτεσι και Γλυκερίας Μπασδέκη και μιλά για έναν ηθοποιό, τον Μέμο, ο οποίος ετοιμάζεται να ανέβει στη σκηνή μονάχος του για πρώτη φορά, ύστερα από τον θάνατο του συντρόφου και συναδέλφου του, Στάμου. Στη σκηνή εμφανίζεται η πρώην γυναίκα του Στάμου, Μερόπη και η Αντώνα, μια νεκρή καλλιτέχνις.

Φορτωμένος ψυχολογικά ο Μέμος, προσπαθεί να επουλώσει τις πληγές που του άφησε ο χαμός του Στάμου και να ανέβει στο σανίδι. Αμάραντο κουράγιο, αμάραντη δύναμη και πάθος για συνέχεια. Η παράσταση πρέπει να συνεχιστεί ακόμη κι αν ο ηθοποιός πάσχει.

Ο Αλέκος Συσσοβίτης στον ρόλο του Μέμου, απέδωσε έναν ανθρώπινο χαρακτήρα με όλες τις απαραίτητες αντιφάσεις και εναλλαγές που τον διέπουν. Μέσα στη σύμφυτη έπαρση του "σταρ" του μπουλουκιού, διηθείται η ανθρωπιά και η αλληλεγγύη. Η υποτίμηση του ταλέντου του Στάμου συνέπλεε με αισθήματα αγάπης και στοργής. Η κενοδοξία των ηθοποιών του μπουλουκιού και οι διαρκείς αψιμαχίες τους μαρτυρούσαν τα κίνητρα, τα όνειρα και τις αδυναμίες τους, φανερώνοντας μια αφέλεια. Αφέλεια απέναντι στη ματαιότητα όλων αυτών των, εν τέλει, μικροπραγμάτων μπροστά στην απολυτότητα του επερχόμενου θανάτου.

Η Μερόπη, μια αγράμματη γυναίκα του περιθωρίου —θεατρίνα γαρ— με την συνεπαγόμενη κοντόθωρη και μικροαστική κοσμοθεωρία της, ενσαρκώνεται επιτυχημένα από τη Μαρία Πανουργιά. Πρόκειται για μια λούμπεν περσόνα, γνώριμη, μια γυναίκα απελπισμένη που κακοποιείται από τον σύντροφό της —στο επιτρεπόμενο όριο της εποχής— η οποία κοιτάζει το συμφέρον της προκειμένου να επιβιώσει.

Ατού της παράστασης η λιτή και φαινομενικά ψυχρή ερμηνεία της Μπέττυς Βακαλίδου ως Αντώνα, που παρεμβαλλόταν κατά τη διάρκεια του έργου αφηγούμενη τους πολλούς θανάτους που είχε δοκιμάσει. Μια παρουσία σχεδόν σουρεάλ με κωμικά στοιχεία που πήγαζαν από την τραγικότητα του περιεχομένου και τη σοβαρότητα του ύφους. Ένας χαρακτήρας βγαλμένος από το θέατρο του παραλόγου, αφού κι εκεί το κωμικό πηγάζει από την ανατροπή της λογικής τάξης και στο τέλος εξασθενεί μετατρεπόμενο σε παράπλευρη συνθήκη της ροής του έργου. Σε όλη τη διάρκεια της παράστασης επάνω στη σκηνή βρίσκεται το σώμα του νεκρού Στάμου (Αλέξανδρος Παπαϊωάννου), ντυμένο με την παραδοσιακή αποκριάτικη ενδυμασία που φορούν οι "Μπούλες" - κοντή φουστανέλα, γιλέκο με πλούσια φλουριά στο στήθος (πισλί), πουκάμισο με φαρδιά μανίκια και μάσκα. Η παρουσία του μυστηριώδης και επιβλητική, λειτουργεί άλλοτε ως σιωπηρός συνομιλητής όπως το κάδρο του νεκρού που κρέμεται στον τοίχο κι άλλοτε ως μια διαρκής μνεία θανάτου -απάντηση στα αδιέξοδα των ζώντων.

Η σκηνογραφία του Κωνσταντίνου Σκουρλέτη αποτελείται από ένα μωσαϊκό μικροαντικειμένων, επίπλων και κρεμασμένων χαρτών στους τοίχους. Βλέπουμε πράγματα που βρίσκει κανείς στα παρασκήνια ενός τσίρκου ή σε ένα καμαρίνι όπως προϊόντα μακιγιάζ και ρούχα ή σε ένα απλό, λαϊκό σπίτι χωρίς ιδιαίτερο γούστο μα φτιαγμένο εκ των ενόντων με αγάπη και πίστη σε μια Ελλάδα ποτισμένη με το αίμα αδελφών και πατέρων. Όλα αυτά μαζί συνθέτουν ένα πολύχρωμο, δυναμικό κοντραπούντο, που αποφεύγει έξυπνα λαϊκιστικές ή φολκλορικές ολισθήσεις χωρίς ταυτόχρονα να ψέγει και να κατακρίνει. Τα έντονα χρώματα και το γεμάτο σκηνικό δημιουργούν τρόπον τινά μια πάτσγουορκ αισθητική, τα σημεία της οποίας στο σύνολό τους σχολιάζουν ευθύβολα τους μαιάνδρους της πορείας της ελληνικής ιστορίας. Από τη δόξα στον ξεπεσμό και τούμπαλιν ώσπου να καταλήξει στην ψευδαίσθηση της στατικής και αποχαυνωτικής ευημερίας στην οποία βρίσκεται.

Συχνά ακούγονταν παραδοσιακά τραγούδια εντείνοντας την ατμόσφαιρα της επαρχίας που με κομψό τρόπο μετέδωσε ο Αλέκος Συσσοβίτης με τη διακριτική χωριάτικη προφορά του, πλάθοντας έναν λόγο με άκουσμα γοητευτικό και ευχάριστο δίχως να διακωμωδείται (λεπτή ισορροπία που τηρούμενη ανέδειξε την εν γένει ευελιξία και προσαρμοστικότητα της γλώσσας και του ύφους του Μάτεσι).

Ως προς το κομμάτι των φωτισμών, σίγουρα θα μπορούσαν να βελτιωθούν προκειμένου να συμβάλλουν πιο ουσιαστικά στην ατμοσφαιρικότητα της παράστασης και να φανεί εναργέστερα ο ρυθμός και οι κομβικές στιγμές του κειμένου.

Οι πολλαπλοί θάνατοι της Αντώνας, ο βιολογικός θάνατος του Στάμου και ο εσωτερικός θάνατος της Μερόπης προοιωνίζουν το μελλοντικό θάνατο του Μέμου και όλων των παρευρισκομένων. Θα φαγωθούν από σκυλιά. Μολονότι δεν εγκολπώνονται αμιγώς υπερρεαλιστικές τεχνικές, στο έργο "Αμάραντα" των Μάτεσι-Μπασδέκη, ακολουθείται μια μη ορθολογική γραφή που οδηγεί σε ένα δυστοπικό τέλος. Επιρροές και συσχετισμοί δεν θα μπορούσαν φυσικά να λείπουν. Η κατασπάραξη των ανθρώπων από τα σκυλιά και ο τρόπος που ξεκινά η περιγραφή των γεγονότων από τη Μερόπη, θυμίζει το μονόλογο της Κάθρην από το "Ξαφνικά πέρσι το καλοκαίρι", όπου ο ποιητικός ρεαλισμός του αμερικανού Τένεσι Ουίλιαμς ρίχνει μικρές ρανίδες λυρισμού σε μια σκηνή ανθρωποφαγίας:

"Είχαν ξεσκίσει κομμάτια απ' τον Σεμπάστιαν με τα χέρια τους, με μαχαίρια ή με κείνες τις τενεκεδένιες κονσέρβες που τις είχαν για τύμπανα… έκοψαν κομμάτια απ' τον Σεμπάστιαν και τα 'χωσαν στα μαύρα, άδεια, μανιασμένα στόματά τους… Δεν ακουγόταν τίποτα πια, ψυχή δεν ήταν ολόγυρα… μόνο ο Σεμπάστιαν… ό,τι είχε μείνει από κείνον… κι έμοιαζε σαν ασπροτυλιγμένο μπουκέτο από κόκκινα τριαντάφυλλα, που το ξέσκισαν, το πέταξαν, το τσαλαπάτησαν… κάτω απ' τον άσπρο φλογισμένο τοίχο..."

Ερχόμενη στα καθ' ημάς, οφείλω να επισημάνω, έστω και αδρομερώς, το ενδιαφέρον που παρουσιάζει η ώσμωση των νεοελληνικών θεατρικών έργων και οι αλληλεπιδράσεις των δημιουργών τους. Στην 'Παρέλαση" της Αναγνωστάκη, ένα έργο με βαθείς συμβολισμούς, δύο αδέλφια παρακολουθούν μια παρέλαση-κτηνωδία μέσα από το παράθυρο του σπιτιού τους, η οποία κορυφώνεται με την "εφόρμηση" λυσσασμένων σκυλιών που τρώνε τους παρισταμένους. Στα έργα του Μάτεσι το τραγικό στοιχείο παρεπιδημεί και βαθμηδόν εξελίσσεται, αφήνοντας τη μερίδα του λέοντος στο χιούμορ, που τελικά μάλλον λειτουργεί ως αναβαθμός ανάσας από τη μαύρη πραγματικότητα που διέπει το έργο.

Η σκηνοθεσία του Γιάννη Σκουρλέτη, πιστή στο πνεύμα και το συνολικό έργο του Μάτεσι, δίνει ένα αποτέλεσμα ιδιαίτερης αισθητικής, χαρακτηριστικής της ομάδας των Bijoux de kant.



Νεότερη ανάρτηση Παλαιότερη Ανάρτηση Αρχική σελίδα

0 comments: