Του Κορνήλιου Ρουσάκη
"Δον Κιχώτης" του Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ, σε σκηνοθεσία Γιάννη Λεοντάρη, από το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, στο Θέατρο της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών (Θεσσαλονίκη)
Ο Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ —σε μια εποχή που ο ίδιος βιώνει τα δεινά του σταλινικού καθεστώτος— μεταγράφει, σχεδόν αυτούσιο, το έργο του Θερβάντες, μεταφέροντας το σε ένα σκοτεινό περιβάλλον αιχμαλωσίας και φίμωσης. Ο βασικός χαρακτήρας στο νέο έργο που προκύπτει, είναι ο απλός αγρότης που μεταμορφώνεται στον ιδεαλιστή ιππότη Δον Κιχώτη και ταυτόχρονα είναι η μορφή, η φωνή και η σκέψη του ίδιου του Μπουλγκάκοφ. Τα δύο πρόσωπα δίνουν άνιση μάχη με έναν ρεαλισμό που τους συντρίβει κι έναν ορθολογισμό που αποψιλώνει κάθε ιδανικό.
Το όνειρο του ιππότη για ισότητα και δικαιοσύνη που κυριαρχεί στο έργο του Θερβάντες, επικαλύπτεται από την απεγνωσμένη κραυγή ενός ανθρώπου που βιώνει τον αγώνα διεκδίκησης της ατομικής του ελευθερίας και κατ' επέκταση τη δυνατότητα αυτοδιάθεσης του καθένα ξεχωριστά. Στο έργο, συγγραφέας και Δον Κιχώτης συμπορεύονται. Ο ίδιος ο συγγραφέας άλλοτε έρχεται στο δραματουργικό προσκήνιο κι άλλοτε παραμένει σιωπηλός μάρτυρας που βρίσκεται εντός του υποσυνείδητου του Δον Κιχώτη, λειτουργώντας ως μια ηχώ των σκέψεων και των πράξεών του.
Το έργο του Μπουλγκάκοφ κινείται στα άκρα, στο φως και στο σκοτάδι, στο λευκό και στο μαύρο, μακριά από τις ενδιάμεσες αποχρώσεις. Ο Γιάννης Λεοντάρης —με αρωγό την καλή μετάφραση της Ταμίλλα Κουλίεβα— αναδεικνύει σε υπέρτατο βαθμό αυτή την κειμενική κατεύθυνση. Το "θερμό" κωμικό πρώτο μέρος δίνει τη θέση του σ' ένα "ψυχρο" σκοτεινό δεύτερο. Οι μεταδραματικές σκηνές συνόλου —στα όρια της performance— με την έντονη σωματικότητα, αφήνουν χώρο για διαλογικά σχήματα και "παραδοσιακή" ανάπτυξη της πλοκής, όπως προτάσσει το δραματικό θέατρο. Ο Λεοντάρης θέτει σε μια ανοιχτή σκηνική διαπραγμάτευση όλα τα σημεία-ταμπού του δραματικού θεάτρου: τη χρήση του μύθου, τη στάση του δραματικού προσώπου, την ανάπτυξη του διαλόγου, τα όρια ανάμεσα στη σκηνή και την πλατεία. Η είσοδος των ηθοποιών —με τα ρούχα της πρόβας— μέσα από την πλατεία, η αλλαγή των ρούχων πάνω στη σκηνή, η επαναληπτικότητα φράσεων, λέξεων, ήχων (ο επαναλαμβανόμενος ήχος των τσόκαρων πάνω στο ξύλινο δάπεδο), η αέναη κίνηση γύρω από τον κύκλο της ζωής, όλα τα σημεία μιας μεταθεατρικής εμπειρίας υπερκαλύπτονται από τη σκιά μιας πανταχού παρούσας βίας. Στην έναρξη ο περιθωριοποιημένος συγγραφέας γρονθοκοπείται από μια ομάδα κοστουμαρισμένων ανδρών και τα χειρόγραφα του καταστρέφονται και στο φινάλε ο ιδεαλιστής ιππότης οδηγείται στον θάνατο. Είναι αυτή η πιο δυνατή στιγμή της παράστασης, το σημείο που ο ονειροπόλος επαναστάτης πεθαίνει, παραμένοντας όρθιος με ανοιχτό το στόμα και με "ζωγραφισμένη" στο πρόσωπο του την εικόνα μιας άηχης κραυγής. Η σκηνοθετική λογική του Λεοντάρη ενεργοποιεί αποτελεσματικά αυτόν τον ουτοπικό κόσμο, αναδεικνύει το μαύρο του ολοκληρωτισμού και την ανάγκη ενεργοποίησης για την αντιμετώπιση του.
Ο Γιώργος Καύκας, χαμηλότονος και με απόλυτο χειρισμό του εσωτερικού και εξωτερικού ρυθμού του, βρίσκεται στην καλύτερη στιγμή του και δίνει μια ολοκληρωμένη ερμηνεία. Αποδίδει επαρκώς έναν χαρακτήρα που ενώ έχει πλήρη επίγνωση της ήττας του και της αδυναμίας του να επιβληθεί στους φορείς του "ορθού" λόγου, δεν σταματά να προτάσσει τα ιδανικά του και να αγωνίζεται για αυτά. Ένας ηθοποιός που ελέγχει άριστα τους σκηνικούς του βηματισμούς κι ένας χαρακτήρας που συναντά τα φώτα της ελληνικής θεατρικής σκηνής σε μια περίοδο που τα φαντάσματα του παρελθόντος συγκρούονται με τα οράματα του μέλλοντος.
Στο πλάι του, Σάντσο Πάντσα, ο νεαρός Παναγιώτης Παπαϊωάννου. Φύσει και θέσει κωμικός κι απόλυτα κατάλληλος για τον ρόλο, σαρώνει τη σκηνή και βρίσκεται σε διαρκή επαφή με συμπαίκτες και θεατές.
Τους δύο βασικούς χαρακτήρες πλαισιώνει μια ομάδα ικανότατων ηθοποιών (Νικόλας Μαραγκόπουλος, Χάρης Πεχλιβανίδης, Μομώ Βλάχου, Αιμιλία Βάλβη, Σίμος Πατιερίδης, Αναστασία Δαλιάκα, Μίλτος Σαμαράς και Θάνος Φερετζέλης). Ιδιαίτερη αναφορά στον τρόπο που προσεγγίζει και αποδίδει τον ρόλο του Σανσόν Καράσκο ο Μαραγκόπουλος και στο κωμικό νεύρο —κινησιολογικά και εκφραστικά— της Βάλβη, στη σκηνή του πανδοχείου. Επί σκηνής, παίζει ακορντεόν και σχολιάζει τη δράση ο Κώστας Βόμβολος.
Η Ράνια Υφαντίδου και η Αλεξάνδρα Μπουσουλέγκα περικυκλώνουν τη σκηνή με έναν ψηλό, λευκό τοίχο και τοποθετούν στο κέντρο της ένα εντυπωσιακό επιδαπέδιο κυκλόραμα που χρησιμοποιείται εύσχημα άλλοτε ως "άσυλο"-χώρος προστασίας, μαγνητικό πεδίο που προσελκύει εντός του τα πρόσωπα κι άλλοτε ως ιδιότυπο άβατο. Σημαντική συμβολή στα επί σκηνής δρώμενα έχει το γλυπτό που φιλοτέχνησε η Σιμόνη Συμεωνίδου.
Η παράσταση δεν συνιστά ένα θέατρο μυθοπλασίας και αναπαράστασης. Φωτίζει με έναν ορμητικό, αναζωογονητικό κι ενίοτε παρηγορητικό τρόπο το αληθινό δράμα της ζωής, τη μάχη του ανθρώπου με τις ορατές και αόρατες δυνάμεις, που τον παραπλανούν, τον αποδυναμώνουν κι εντέλει τον καταστρέφουν. Μια σημαντική στιγμή για το θέατρο της Θεσσαλονίκης και μια παράσταση που συνομιλεί ευθέως με τις φόρμες του σύγχρονου ευρωπαϊκού θεάτρου των αρχών του 21ου αιώνα.
"Δον Κιχώτης" του Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ, σε σκηνοθεσία Γιάννη Λεοντάρη, από το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, στο Θέατρο της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών (Θεσσαλονίκη)
Ο Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ —σε μια εποχή που ο ίδιος βιώνει τα δεινά του σταλινικού καθεστώτος— μεταγράφει, σχεδόν αυτούσιο, το έργο του Θερβάντες, μεταφέροντας το σε ένα σκοτεινό περιβάλλον αιχμαλωσίας και φίμωσης. Ο βασικός χαρακτήρας στο νέο έργο που προκύπτει, είναι ο απλός αγρότης που μεταμορφώνεται στον ιδεαλιστή ιππότη Δον Κιχώτη και ταυτόχρονα είναι η μορφή, η φωνή και η σκέψη του ίδιου του Μπουλγκάκοφ. Τα δύο πρόσωπα δίνουν άνιση μάχη με έναν ρεαλισμό που τους συντρίβει κι έναν ορθολογισμό που αποψιλώνει κάθε ιδανικό.
Το όνειρο του ιππότη για ισότητα και δικαιοσύνη που κυριαρχεί στο έργο του Θερβάντες, επικαλύπτεται από την απεγνωσμένη κραυγή ενός ανθρώπου που βιώνει τον αγώνα διεκδίκησης της ατομικής του ελευθερίας και κατ' επέκταση τη δυνατότητα αυτοδιάθεσης του καθένα ξεχωριστά. Στο έργο, συγγραφέας και Δον Κιχώτης συμπορεύονται. Ο ίδιος ο συγγραφέας άλλοτε έρχεται στο δραματουργικό προσκήνιο κι άλλοτε παραμένει σιωπηλός μάρτυρας που βρίσκεται εντός του υποσυνείδητου του Δον Κιχώτη, λειτουργώντας ως μια ηχώ των σκέψεων και των πράξεών του.
Το έργο του Μπουλγκάκοφ κινείται στα άκρα, στο φως και στο σκοτάδι, στο λευκό και στο μαύρο, μακριά από τις ενδιάμεσες αποχρώσεις. Ο Γιάννης Λεοντάρης —με αρωγό την καλή μετάφραση της Ταμίλλα Κουλίεβα— αναδεικνύει σε υπέρτατο βαθμό αυτή την κειμενική κατεύθυνση. Το "θερμό" κωμικό πρώτο μέρος δίνει τη θέση του σ' ένα "ψυχρο" σκοτεινό δεύτερο. Οι μεταδραματικές σκηνές συνόλου —στα όρια της performance— με την έντονη σωματικότητα, αφήνουν χώρο για διαλογικά σχήματα και "παραδοσιακή" ανάπτυξη της πλοκής, όπως προτάσσει το δραματικό θέατρο. Ο Λεοντάρης θέτει σε μια ανοιχτή σκηνική διαπραγμάτευση όλα τα σημεία-ταμπού του δραματικού θεάτρου: τη χρήση του μύθου, τη στάση του δραματικού προσώπου, την ανάπτυξη του διαλόγου, τα όρια ανάμεσα στη σκηνή και την πλατεία. Η είσοδος των ηθοποιών —με τα ρούχα της πρόβας— μέσα από την πλατεία, η αλλαγή των ρούχων πάνω στη σκηνή, η επαναληπτικότητα φράσεων, λέξεων, ήχων (ο επαναλαμβανόμενος ήχος των τσόκαρων πάνω στο ξύλινο δάπεδο), η αέναη κίνηση γύρω από τον κύκλο της ζωής, όλα τα σημεία μιας μεταθεατρικής εμπειρίας υπερκαλύπτονται από τη σκιά μιας πανταχού παρούσας βίας. Στην έναρξη ο περιθωριοποιημένος συγγραφέας γρονθοκοπείται από μια ομάδα κοστουμαρισμένων ανδρών και τα χειρόγραφα του καταστρέφονται και στο φινάλε ο ιδεαλιστής ιππότης οδηγείται στον θάνατο. Είναι αυτή η πιο δυνατή στιγμή της παράστασης, το σημείο που ο ονειροπόλος επαναστάτης πεθαίνει, παραμένοντας όρθιος με ανοιχτό το στόμα και με "ζωγραφισμένη" στο πρόσωπο του την εικόνα μιας άηχης κραυγής. Η σκηνοθετική λογική του Λεοντάρη ενεργοποιεί αποτελεσματικά αυτόν τον ουτοπικό κόσμο, αναδεικνύει το μαύρο του ολοκληρωτισμού και την ανάγκη ενεργοποίησης για την αντιμετώπιση του.
Ο Γιώργος Καύκας, χαμηλότονος και με απόλυτο χειρισμό του εσωτερικού και εξωτερικού ρυθμού του, βρίσκεται στην καλύτερη στιγμή του και δίνει μια ολοκληρωμένη ερμηνεία. Αποδίδει επαρκώς έναν χαρακτήρα που ενώ έχει πλήρη επίγνωση της ήττας του και της αδυναμίας του να επιβληθεί στους φορείς του "ορθού" λόγου, δεν σταματά να προτάσσει τα ιδανικά του και να αγωνίζεται για αυτά. Ένας ηθοποιός που ελέγχει άριστα τους σκηνικούς του βηματισμούς κι ένας χαρακτήρας που συναντά τα φώτα της ελληνικής θεατρικής σκηνής σε μια περίοδο που τα φαντάσματα του παρελθόντος συγκρούονται με τα οράματα του μέλλοντος.
Στο πλάι του, Σάντσο Πάντσα, ο νεαρός Παναγιώτης Παπαϊωάννου. Φύσει και θέσει κωμικός κι απόλυτα κατάλληλος για τον ρόλο, σαρώνει τη σκηνή και βρίσκεται σε διαρκή επαφή με συμπαίκτες και θεατές.
Τους δύο βασικούς χαρακτήρες πλαισιώνει μια ομάδα ικανότατων ηθοποιών (Νικόλας Μαραγκόπουλος, Χάρης Πεχλιβανίδης, Μομώ Βλάχου, Αιμιλία Βάλβη, Σίμος Πατιερίδης, Αναστασία Δαλιάκα, Μίλτος Σαμαράς και Θάνος Φερετζέλης). Ιδιαίτερη αναφορά στον τρόπο που προσεγγίζει και αποδίδει τον ρόλο του Σανσόν Καράσκο ο Μαραγκόπουλος και στο κωμικό νεύρο —κινησιολογικά και εκφραστικά— της Βάλβη, στη σκηνή του πανδοχείου. Επί σκηνής, παίζει ακορντεόν και σχολιάζει τη δράση ο Κώστας Βόμβολος.
Η Ράνια Υφαντίδου και η Αλεξάνδρα Μπουσουλέγκα περικυκλώνουν τη σκηνή με έναν ψηλό, λευκό τοίχο και τοποθετούν στο κέντρο της ένα εντυπωσιακό επιδαπέδιο κυκλόραμα που χρησιμοποιείται εύσχημα άλλοτε ως "άσυλο"-χώρος προστασίας, μαγνητικό πεδίο που προσελκύει εντός του τα πρόσωπα κι άλλοτε ως ιδιότυπο άβατο. Σημαντική συμβολή στα επί σκηνής δρώμενα έχει το γλυπτό που φιλοτέχνησε η Σιμόνη Συμεωνίδου.
Η παράσταση δεν συνιστά ένα θέατρο μυθοπλασίας και αναπαράστασης. Φωτίζει με έναν ορμητικό, αναζωογονητικό κι ενίοτε παρηγορητικό τρόπο το αληθινό δράμα της ζωής, τη μάχη του ανθρώπου με τις ορατές και αόρατες δυνάμεις, που τον παραπλανούν, τον αποδυναμώνουν κι εντέλει τον καταστρέφουν. Μια σημαντική στιγμή για το θέατρο της Θεσσαλονίκης και μια παράσταση που συνομιλεί ευθέως με τις φόρμες του σύγχρονου ευρωπαϊκού θεάτρου των αρχών του 21ου αιώνα.
0 comments: