Από το Blogger.
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΠΡΟΣΕΧΩΣ: "Υπόγειο" (Αυλαία, 23-26/9), "Προσωπική συμφωνία" (Κολοσσαίον, 25/9-6/10), "Ρένα" (Αριστοτέλειον, 27/9-6/10), "Οθέλλος" (Αμαλία, 2-13/10), "Οι 12 ένορκοι" (Αθήναιον, 4-5/10)

Κριτική θεάτρου: Ο γλάρος

Leave a Comment
Της Κατερίνας Πεσταματζόγλου

"Ο γλάρος", του Άντον Τσέχωφ, σε σκηνοθεσία Κώστα Φιλίππογλου, στο Θέατρο Θησείον, ένα θέατρο για τις τέχνες. (Αθήνα)

"Γιατί λες πως φιλείς το χώμα που πατώ; Εγώ θέλω σκότωμα". Έτσι ξεκινά ο γνωστός μονόλογος της Νίνας που απευθύνεται στον Κόστια Τρέπλιεφ. Μέσα σε αυτή τη φράση αποτυπώνεται το προσωπικό ατέρμονο δράμα των ηρώων. Ο Κόστια είναι ερωτευμένος με τη Νίνα, ενώ εκείνη με τον Τριγκόριν. Στον Τσέχωφ, μέσα από τα ερωτικά τρίγωνα, γίνεται εμφανής η ψυχική φθορά του ατόμου η οποία επιδεινώνεται από την απραξία της καθημερινότητας. Οι ήρωες είναι εγκλωβισμένοι σε ένα τέλμα. Προσπαθούν να επικοινωνήσουν, μα δεν μπορούν. Γενικότερα, στην δραματουργία του Ρώσου συγγραφέα που κατακλύζεται από παράλληλους μονολόγους, οι πετυχημένοι διάλογοι απουσιάζουν. Οι ήρωες μιλούν μεταξύ τους, μα τα λόγια τους δεν τέμνονται, δεν επιτυγχάνεται ουσιαστική επικοινωνία. Μέσα από αυτήν την κατάσταση δηλώνεται η μοναξιά που βιώνουν, η απελπισία, ο πόνος, ο μαρασμός, το προσωπικό δράμα του καθενός. Η αδράνεια που διέπει τα πρόσωπα, καταστέλλει την εμφάνιση συνταρακτικών δράσεων. Στο έργο του Τσέχωφ ο μύθος είναι απλός και υπερισχύει η σκιαγράφηση των χαρακτήρων των ηρώων. Πρόκειται για μία ελεγεία της καθημερινής ζωής και της αναζήτησης του νοήματός της στο διηνεκές. Άλλα στοιχεία στο έργο του Τσέχωφ είναι οι ανεκπλήρωτοι έρωτες, το δυσδιάκριτο όριο μεταξύ κωμωδίας-δράματος και τα σύμβολα.

Ένα τέτοιο σύμβολο είναι και ο "Γλάρος". Γραμμένος το 1895, θίγει το ζήτημα των διαπροσωπικών σχέσεων, της τέχνης και της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Ο Κόστια είναι γιος της Αρκάντινα, μιας σπουδαίας ηθοποιού και ζώντας στη σκιά της, προσπαθεί να βρει την ταυτότητά του μέσα από το θέατρο και τη συγγραφή. Η αγαπημένη του Νίνα, γνωρίζοντας τον επιτυχημένο συγγραφέα Τριγκόριν, ο οποίος διατηρούσε δεσμό με την Αρκάντινα, φεύγει μαζί του για το εξωτερικό. Δυο χρόνια μετά έχοντας χωρίσει από τον Τριγκόριν, ξανασυναντά τον Κόστια και μετά από μια συζήτησή τους, ο δεύτερος αυτοκτονεί.

Παρ' όλο που η αυτοκτονία του Κόστια γίνεται στο κείμενο παρασκηνιακά, ο σκηνοθέτης της παράστασης Κώστας Φιλίππογλου αποφάσισε να δείξει επί σκηνής τη στιγμή της αυτοχειρίας, προσδίδοντας το στοιχείο της δράσης στην παράσταση. Επιλέγοντας την μετάφραση της Χαράς Σύρου, παρουσίασε τον "Γλάρο" κάνοντας μία πρόταση για το πώς θα μπορούσε να ερμηνευθεί το έργο, παρά φτιάχνοντας μία συνηθισμένη θεατρική παράσταση. Η λέξη "μανία" δείχνει να θέλει να κυριαρχήσει σε κάποιες οριακά σχιζοφρενικές πλευρές των ηρώων. Θα μπορούσε τρόπον τινά, να χαρακτηρισθεί ως "work in progress". Η εκφώνηση των σκηνικών οδηγιών από την Ίριδα Μάρα, ενισχύει αυτήν την αίσθηση και ταυτόχρονα παραπέμπει στην "αποστασιοποίηση" του Μπρεχτ. Αδιαφορώντας όμως για το θεωρητικό υπόβαθρο, ορισμένες φορές έτεινε να θεωρηθεί ως λύση ανάγκης ελλείψει σκηνικών, παρά ως σκηνοθετική άποψη. Μια μοντέρνα προσέγγιση που όμως διατηρούσε τα τσεχωφικά δραματουργικά χαρακτηριστικά και απέδιδε με σαφήνεια, σημεία τα οποία στο έργο του Ρώσου δημιουργού είναι ομιχλώδη και διττά. Αδιαμφισβήτητη η κατανόηση του έργου εκ μέρους του σκηνοθέτη, αφού παρουσίασε δίσημα αποσπάσματα με τρόπο κατανοητό και τεκμηριωμένο. Παρά την έκδηλη υποκειμενικότητα που τα διείπε υπήρξε η ανάλογη αιτιολόγηση, ώστε να μην αφήνει μετέωρο τον θεατή. Ως προς τις εναλλακτικές μεθόδους που χρησιμοποίησε ο σκηνοθέτης, ξεχώρισαν η χρήση βιντεοκάμερας και η χρησιμοποίηση άδειων κουστουμιών. Αν και θα μπορούσε να στηριχθεί σε θεωρητικό επίπεδο και να μεταφραστεί με διάφορους τρόπους, εν τούτοις δεν λειτούργησε ευεργετικά πάνω στη σκηνή. Ορισμένες φορές μπέρδευε το θεατή και τον έβγαζε από το κλίμα της παράστασης, αν και στην αρχή έμοιαζε έξυπνο και προσέδιδε μια νότα φρεσκάδας, προετοιμάζοντας το κοινό να δοκιμάσει μια διαφορετική θεατρική εμπειρία, για ένα τσεχωφικό έργο. Τα "άσαρκα" κοστούμια χρησίμευαν στην ενσάρκωση των δεύτερων ρόλων και με αυτόν τον τρόπο, δινόταν μεγαλύτερη έμφαση στους πρωταγωνιστικούς. Διάχυτη η εντύπωση ότι το σχετικά πρωτότυπο εγχείρημα, ήταν απόπειρα κάλυψης των υπολοίπων μικρότερων ρόλων που δεν ερμηνεύτηκαν από άλλους ηθοποιούς.

Αριστοτεχνικός ο φωτισμός του Νίκου Βλασόπουλου, με ευθείες "βολές" στα καίρια σημεία, στόχευσε με επιτυχία στην αδρή περιγραφή της ψυχολογικής κατάστασης των ηρώων.
Αντίθετα με τους υποστηρικτικούς —για τους ηθοποιούς και την υπόθεση— φωτισμούς, η μουσική των Lost Bodies πολλές φορές, στην αρχή κυρίως, επισκίαζε τη δράση, αλλά και τα λόγια των ηθοποιών. Συχνά άσχετη από το κλίμα της παράστασης ή τη διάθεση των χαρακτήρων, από τη μέση και μετά ξεκίνησε να δένει καλύτερα με το όλο κλίμα.

Όσον αφορά τα σκηνικά και το ενδυματολογικό μέρος, τα κοστούμια των ηθοποιών, επιλεγμένα από τον Κέννυ Μακ Λέλλαν ήταν απλά, καθημερινά, σε λευκούς και μπεζ τόνους. Φαίνονταν άνετα και επέτρεπαν στους ηθοποιούς να κινούνται ανεμπόδιστα. Για τα σκηνικά, υπήρχαν κατά κύριο λόγο καρέκλες τις οποίες μετακινούσαν διαρκώς οι ηθοποιοί δημιουργώντας διαφορετικούς χώρους σε κάθε αλλαγή. Η κατ' επανάληψη μετακίνηση κάποιες φορές δημιουργούσε σύγχυση και προς το τέλος κούρασε το θεατή.

Οι ερμηνείες των ηθοποιών ήταν προσεγμένες αν και ορισμένες φορές παρουσίαζαν διακυμάνσεις.
Η έμπειρη Ναταλία Τσαλίκη εξαιρετική, αποτύπωσε με ακρίβεια τις ψυχολογικές μεταπτώσεις της Αρκάντινα. Στα κωμικά σημεία ήταν πολύ καλή και στις δραματικές κορυφώσεις αρκούντως συγκινητική. Ο Αλέξανδρος Λογοθέτης ενσάρκωσε τον ανασφαλή Τριγκόριν, ισορροπώντας με ακρίβεια μέσα στις εμμονές του "ήρωα". Άνετος ο Γιάννης Στεφόπουλος μέσα στον άβουλο Σόριν, προσέθετε με τη ζωηρή και σκαμπρόζικη φωνή του μια ζεστασιά στην παράσταση και το παίξιμό του ήταν ρεαλιστικό, ευχάριστο και αέρινο. Ο Γιάννης Καραούλης στο ρόλο του απελπισμένου Κόστια άγγιξε τις πιο ευαίσθητες πτυχές του ρόλου του και ζωγράφισε στο πρόσωπό του την τρέλα που κυριεύει τον καλλιτέχνη μα και το μαρασμό του αποτυχημένου συγγραφέα. Η Σοφία Γεωργοβασίλη, ανέδειξε με την ευαίσθητη και "γυάλινη" φωνή και εμφάνιση την παιδική αθωότητα της Νίνας την οποία υποδύεται. Η Ίριδα Μάρα εκτός από αφηγήτρια, είχε το ρόλο της εξαρτημένης από ουσίες Μάσα και έβγαλε στο φως τις σκοτεινότερες και πιο καταθλιπτικές πλευρές του χαρακτήρα που ενσαρκώνει. Οι νεώτεροι ηθοποιοί κατέβαλαν φιλότιμες προσπάθειες να αποδώσουν το βαθύτερο επίπεδο των ηρώων που υποδύονταν, πράγμα που πέτυχαν σε ικανοποιητικό βαθμό.

Το θέατρο "Θησείον, ένα θέατρο για τις τέχνες", θέλει τους θεατές να κάθονται αντικριστά και τους ηθοποιούς να κινούνται στον ενδιάμεσό τους χώρο, δημιουργώντας από μόνο του ένα ιδιαίτερο χαρακτήρα. Εν κατακλείδι, πρόκειται για μια ιδιαίτερη παράσταση πολυπαιγμένου τσεχωφικού δράματος που διχάζει το φιλοθεάμον κοινό, που έχει απολαύσει στο παρελθόν ερμηνείες του αγαπημένου έργου από πλειάδα εξαιρετικών ηθοποιών. Κατανοητή και σαφής η μεταφορά του κειμένου επί σκηνής, που όμως την περιπλέκουν τα λίγα τρωτά σημεία της σκηνοθεσίας. Είναι οπωσδήποτε μια θετική πρόταση για τέρψη και προβληματισμό.



 
Νεότερη ανάρτηση Παλαιότερη Ανάρτηση Αρχική σελίδα

0 comments: