Από το Blogger.
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΠΡΟΣΕΧΩΣ: "Υπόγειο" (Αυλαία, 23-26/9), "Προσωπική συμφωνία" (Κολοσσαίον, 25/9-6/10), "Ρένα" (Αριστοτέλειον, 27/9-6/10), "Οθέλλος" (Αμαλία, 2-13/10), "Οι 12 ένορκοι" (Αθήναιον, 4-5/10)

Κριτική θεάτρου: Τρεις Αδελφές

Leave a Comment
Της Κατερίνας Πεσταματζόγλου

"Τρεις αδελφές" του Άντον Τσέχωφ, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Τάρλοου, στο Θέατρο Πορεία. (Αθήνα)

Τρεις αδελφές ονειρεύονται την ευτυχία στη γη της επαγγελίας, στην πόλη τους τη Μόσχα, που από μικρές αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν. Ο Αντόν Παύλοβιτς Τσέχωφ γράφει το 1901 ένα από τα μεγαλύτερα έργα του 20ου αιώνα με έντονους υπαρξιακούς και κοινωνικούς προβληματισμούς στο οποίο οι ήρωες στρέφουν το βλέμμα στο παρελθόν εξιδανικεύοντάς το, παραμελώντας το παρόν. Γενικά, οι χαρακτήρες του Τσέχωφ φαινομενικά αδρανούν μα μέσα τους βράζουν, πονούν, υποφέρουν. Μοιάζουν να πασχίζουν να ανέβουν κυλιόμενες σκάλες, όταν αυτές κατεβαίνουν. Η ζωή τους είναι σαν δηλητήριο που λίγο λίγο κατατρώει τα σωθικά τους. Ο καθένας ζει το δράμα του μέσα σε μια ιοβόλα στατικότητα (ως προς την δράση), που καταδεικνύει τη βαλτώδη καθημερινότητά τους, που θυμίζει κινούμενη άμμο η οποία πρόκειται να καταπιεί έως και τον πιο αθώο, τον πιο άφθαρτο όπως η Ιρίνα στις "Τρεις αδελφές" ή η Νίνα στον "Γλάρο".

Για τις "τρεις αδερφές" του σκηνοθέτη Δημήτρη Τάρλοου, η Μόσχα είναι η Ιθάκη που ποτέ δεν φθάνουν. Η Όλγα, η Μάσα και η Ιρίνα του Τσέχωφ, γίνονται Όλγα, Μαρία και Ειρήνη. Ο αδελφός τους Αντρέι, γίνεται Ανδρέας. Κατά τον ίδιο τρόπο έχει γίνει ελληνοποίηση και άλλων ονομάτων, φράσεων κτλ. στην πολύ ενδιαφέρουσα και ανανεωτική δραματουργική επεξεργασία από τον σκηνοθέτη και την Έρι Κύργια.

Εμβόλιμοι στίχοι από ποιητές όπως ο Νίκος Καρούζος ή ο Γιώργος Χειμωνάς χρησιμοποιούνται για να εμβαθύνουν ακόμη περισσότερο στο έργο του Τσέχωφ που αντιμετωπίστηκε με απόλυτο σεβασμό. Ωστόσο ορισμένες από τις σύγχρονες φράσεις που χρησιμοποιήθηκαν ώστε να προσδώσουν ένα τόνο αμεσότητας και κωμικότητας δεν κατάφεραν να φέρουν τα επιθυμητά αποτελέσματα και αντί να κάνουν το κοινό να γελάσει, έδωσαν την εντύπωση μιας μάλλον αποτυχημένης προσπάθειας να καταφέρουν ρωγμή στην τσεχωφική μονοτονία. (π.χ. η άστοχη φράση "να τη φας και να 'ναι κρύα").

Πάντως, η λεπτή σάτιρα που κατακλύζει το έργο του ρώσου συγγραφέα συναιρώντας το κωμικό με το τραγικό, αναδείχθηκε δεξιοτεχνικά σε βάθος και σε έκταση μέσα από τις αντιθέσεις. Ο ρεαλισμός στην υποκριτική των τριών αδελφών αντιδιαστέλλεται με τις τυποποιημένες φιγούρες που επέλεξε να εντάξει στην παράσταση ο σκηνοθέτης. Για παράδειγμα, η κωμικά παρουσιασμένη φιγούρα του Κουλίγκιν, του εμβριθούς γνώστη της ελληνικής γλώσσας που αν και πολυκάτεχος, δεν αντιλαμβάνεται (ή εθελοτυφλεί;) την θυελλώδη ψυχολογική κατάσταση της γυναίκας του, παρέπεμπε ενίοτε στον Ντοτόρε της Commedia del' Arte.

Οι ερμηνείες των ηθοποιών στέκονται επάξια στις ανάγκες της παράστασης.
Η Αλεξάνδρα Αϊδίνη συνεχίζει την επιτυχημένη της πορεία ερμηνεύοντας την Όλγα, τη μεγαλύτερη αδελφή. Φύσει ευγενική και ψύχραιμη, παρέμεινε συγκρατημένη στα σημεία που θα μπορούσαν να είναι το αποκορύφωμα της ερμηνείας της. Ήταν η Όλγα που ακόμη κι όταν ξεσπά δεν βγάζει τις χειροπέδες της. Θα θέλαμε να αξιοποιηθεί περισσότερο το ταλέντο της.
Αντίθετα, η κυκλοθυμική Μαρία ενσαρκώθηκε από την πάντα ντελικάτη Ιωάννα Παππά που σιγοτραγουδούσε ρετρό τραγούδια "υφαίνοντας" το ηχητικό χαλί της παράστασης. Σαφείς οι ψυχολογικές της διακυμάνσεις, τόσο στις ελάχιστες στιγμές χαράς όσο και στις σπαρακτικές στιγμές του αποχωρισμού από τον άνδρα που ερωτεύθηκε μα ποτέ δεν μπόρεσε να χαρεί όπως θα 'θελε. Αξιοσημείωτη είναι η μεγάλων δυνατοτήτων φωνή της που με τους χρωματισμούς και το ιδιαίτερο "τρεμούλιασμα" (trembling) τονίζει ξεχωριστά την ερμηνεία της.
Η Λένα Παπαληγούρα δεν ήταν μια εύθραυστη, μικρή, γλυκιά Ιρίνα, αλλά μία δυναμική και αποφασισμένη Ειρήνη με συμπαγή, σκληρό τόνο στην φωνή της. Στην αρχή ξεκινά έμπλεη αισιοδοξίας με τη σιγουριά του ταξιδιού προς τη Μόσχα και προϊόντος του χρόνου υποχωρεί η βεβαιότητά της που μαζί της τραβά και τον δυναμισμό της. Το ξέσπασμά της όταν φωνάζει πως θέλει να πάει στη Μόσχα είναι συνταρακτικό. Καταφέρνει να γδύσει τη λέξη "Μόσχα" και να τη μετατρέψει από ένα συμβολικό τοπωνύμιο στην προσωπική σανίδα σωτηρίας του καθενός φέρνοντας στο μυαλό του θεατή τον δικό του ευσεβή πόθο.

Ο Λαέρτης Μαλκότσης, ντύνεται το ρόλο του Αντρέα, ενός πειθήνιου συζύγου που από ερωτευμένος άνδρας μετατρέπεται σε άβουλο άθυρμα στη βούληση μιας δεσποτικής γυναίκας και ενώ έχει φιλοδοξίες κι όνειρα, αφήνεται στη φθορά της καθημερινότητας που τον βυθίζει ολοένα σε μια υποδουλωτική ζωή.
Ευχάριστες οι παρουσίες του Κώστα Κορωναίου και της Μαριάννας Δημητρίου στους ρόλους του Κουλίγκιν και της Ναταλίας. Προκαλούσαν γέλιο είτε με έξυπνες ατάκες είτε απλώς με την εμφάνισή τους και ήταν πάντοτε μια ανάλαφρη νότα (με βαρύνουσα σημασία στην νοηματική-συμβολική υπόσταση του έργου).
Ο Γιάννης Νταλιάνης ως Βερσίνιν και ο Παντελής Δεντάκης ως Τούζενμπαχ έπλασαν με επιτυχία δυο υποστηρικτικές μορφές που δημιουργούσαν ένα πλέγμα ασφάλειας για τους πρωταγωνιστές.
Οι Δημήτρης Μπίτος, Γιώργος Μπινιάρης, Πάρις Θωμόπουλος, Βασίλης Παναγιωτόπουλος, Χάρης Τσιτσάκης, Μαριέττα Σγουρδαίου με τις δουλεμένες ερμηνείες τους κράτησαν την παράσταση σε ένα υψηλό επίπεδο χωρίς να δίνουν την αίσθηση των δύο ταχυτήτων στη συνολική υποκριτική.

Λειμώνες μαραμένοι η ζωή τους. Λιβάδια καμένα. Οι αγροτικές εκτάσεις της Ρωσίας αποδίδονται από το χρυσαφένιο χαλί που φώτιζε το δάπεδο της σκηνής και έφερνε στο μυαλό του θεατή τα στάχια της Ρωσίας ή την παρελθούσα θαλερότητα των φθινοπωρινών ανθέων που θυμίζει τις ελπίδες των ηρώων. Στην αρχή ευθαλείς και συνεχώς φυλλορροούσες μέχρι να κιτρινίσουν σαν τα πεσμένα φύλλα. Στην άκρη, μεταξύ της σκηνής και των καθισμάτων των θεατών, βρίσκονται σπασμένα πλακάκια. Πλακάκια απ' αυτά τα προειδοποιητικά (για άτομα με προβλήματα όρασης) κίτρινα ανάγλυφα που συναντάμε σε σημεία της πόλης. Τι εύστοχος συμβολισμός! Η σκηνογραφία με εξαιρετική σημειολογία και άρτια αισθητική απετέλεσε την καλύτερη μετάφραση του έργου επί σκηνής. Η ζωή των πρωταγωνιστών, μια αίθουσα αναμονής, μια ετεροτοπία. Ένα μέρος που βρίσκεσαι και δεν βρίσκεσαι, που είσαι και που δεν είσαι. Φθαρμένα, σπασμένα πλακάκια. Τι ειρωνεία… Ένας εγκαταλελειμμένος σταθμός στον οποίο βρίσκονται συνεχώς οι αδελφές, μα ποτέ δε φεύγουν, αφού τρένο δεν πρόκειται να φανεί. Μπορεί πάλι να συμβολίζουν έναν σταθμό πολυσύχναστο που ενώ πλήθος κόσμου τον επισκέπτεται καθημερινά, για τις τρεις αδελφές θα είναι πάντα κλειστός. Ο διπλός καναπές που βρισκόταν στο κέντρο έμοιαζε με αυτούς που συναντάμε στους χώρους αναμονής, ενώ ο διάφανος τοίχος στην πλάτη της σκηνής δημιουργούσε ένα δωμάτιο που άλλοτε χρησίμευε ως τραπεζαρία, άλλοτε ως διάδρομος, αλλά πάντοτε θύμιζε ταμπλό βιβάν ή βιτρίνα.

Η ζωή τους μια βιτρίνα, που οι έντονοι και απόλυτοι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου χρωμάτιζαν τους μαιάνδρους της πλάθοντας το συναισθηματικό κλίμα της κάθε σκηνής δικαιώνοντας τη σκηνογραφία της Ελένης Μανωλοπούλου, η οποία επιμελήθηκε και τα κοστούμια των ηθοποιών.

Μια καλή παράσταση, χωρίς φανφάρες, χωρίς υπερβολές. Η τρίωρη διάρκειά της δεν κούραζε τον θεατή. Το τσεχωφικό κλίμα αποδόθηκε αναβαπτισμένο, φρέσκο, εμπλουτισμένο με σύγχρονα στοιχεία κάνοντας τις "Τρεις αδελφές" ένα έργο που δεν παριστάνει το μοντέρνο, αλλά είναι.





Νεότερη ανάρτηση Παλαιότερη Ανάρτηση Αρχική σελίδα

0 comments: