Η Γλυκερία Καλαϊτζή για τους "Βρικόλακες", τον Ίψεν και τη δύναμη του κλασικού.
─ Οι "Βρικόλακες" ανέβηκαν πρώτη φορά στην Αθήνα το 1894. Ενάμιση σχεδόν αιώνα μετά το θέατρο έχει αλλάξει, ωστόσο μια από τις ιδέες του έργου είναι ο ζωντανός ρόλος του παρελθόντος. Υπήρχαν πράγματα από προηγούμενες παραστάσεις που στοίχειωναν τις πρόβες σας;
Σίγουρα. Κάτι τέτοιο είναι νομίζω αναπόφευκτο, όταν καταπιάνεσαι με έργα που έχουν γράψει τόσο μεγάλη ιστορία στη σκηνή. Είτε το θέλουμε είτε όχι υπάρχει μια εικόνα κι ένας ήχος για αυτά μέσα στο κεφάλι μας. Και δεν είναι καθόλου εύκολο να τα σβήσεις. Αυτή όμως είναι και η πρόκληση. Όπως παλιότερα με τον Τσέχοφ, έτσι και τώρα με τον Ίψεν χρειάστηκε να διαβάσω πάρα πολλές φορές το έργο και να το κοιτάξω με διάφορες λοξές ματιές, προκειμένου ν’ ακούσω τον δικό του ήχο αλλά και να δω λεπτομέρειες σε χαρακτήρες και σχέσεις, που μου άνοιγαν νέα πεδία κατανόησης. Μ’ άλλα λόγια, προσπάθησα πολύ να ξεχάσω όσα ήξερα για τον Ίψεν και το έργο, προκειμένου να δω το κείμενο, όσο αυτό είναι δυνατόν, με καθαρό μάτι και, στη συνέχεια, να το επαληθεύσουμε μαζί με τους ηθοποιούς μέσα από τις δικές μας εμπειρίες.
─ Η απόδοση του κειμένου στα ελληνικά έγινε από εσάς. Έγινε κάποια δραματουργική επεξεργασία, τι περιθώρια δώσατε στον μεταφραστικό ρόλο σας;
Η απόφαση να ξαναμεταφράσω το έργο, προέκυψε μετά από πολύ σκέψη. Οι μεταφράσεις που κυκλοφορούν στα ελληνικά μου φαινόντουσαν πρέπει να πω είτε παλιές είτε αρκετά φλύαρες. Θεώρησα ότι σε ένα έργο όπου οι ήρωες, ειδικά στο πρώτο μέρος, μιλάνε πολύ και μάλιστα για πράγματα που έχουν συμβεί χρόνια πριν, ο διάλογος έπρεπε να είναι λιγότερο εξηγητικός και πιο ευθύβολος, πιο άμεσος. Στο πλαίσιο αυτό πήρα κάποιες ελευθερίες, αφενός πυκνώνοντας το λόγο και αφετέρου προσθέτοντας κάποιες φράσεις, που την εποχή που έγραψε ο Ίψεν μόνο ως υπονοούμενα μπορούσαν να ειπωθούν.
─ Η κυρία Άλβινγκ κατέχει εξέχουσα θέση στο δράμα. Στην
απόδοση του κειμένου και στη σκηνοθεσία που
κάνατε, η ταύτιση του φύλου με αυτόν της κεντρικής ηρωίδας βοήθησε ή
συσκότιζε τη δική σας εργασία;
Νομίζω ότι το
θέμα του φύλου δεν πρέπει να έπαιξε κάποιο ρόλο στην απόδοση –τουλάχιστον δεν
με απασχόλησε συνειδητά. Το κίνητρό μου για την απόδοση δεν ήταν ο χαρακτήρας
της Άλβινγκ, αλλά το ύφος των ελληνικών μεταφράσεων. Στη σκηνοθεσία, χωρίς και
πάλι να ήταν μια συνειδητή απόφαση, μάλλον έπαιξε κάποιο ρόλο, με την έννοια
ότι ως γυναίκα κατανοώ πολύ περισσότερο την ψυχολογία της Άλβινγκ, από ότι του
Μάντερς για παράδειγμα. Και λέω μάλλον, γιατί όταν δουλεύω ένα έργο με
απασχολούν εξίσου όλοι οι ρόλοι. Αναγκαστικά βέβαια φιλτράρονται μέσα από τη
δική μου οπτική. Πώς όμως μπορεί να γίνει αλλιώς;
Έλεγα πρόσφατα στους φοιτητές μου ότι η γενιά μου υπήρξε θεατρικά πολύ τυχερή, γιατί στα χρόνια της νιότης μου η πρωτοπορία ήταν ταυτισμένη με το ρεπερτόριο. Βλέπαμε καλές, κακές, μέτριες παραστάσεις, όπως συμβαίνει πάντα, αλλά ερχόμασταν σε επαφή με πολύ σπουδαία κείμενα. Με κείμενα που μιλούσαν για τον άνθρωπο, για τις δυσκολίες του να επικοινωνήσει, να σχετιστεί, να δράσει. Σήμερα βλέπω παραστάσεις και έργα σύγχρονης θεματολογίας να εξαντλούνται σε δηλώσεις και καταγραφές. Έργα που δείχνουν, για παράδειγμα, τη βία στις ανθρώπινες σχέσεις ή την αποξένωση των ανθρώπων ή και πολλά άλλα. Έργα που μιλάνε για τους ανθρώπους --σε πληθυντικό αριθμό. Στο θέατρο όμως δεν έχει ενδιαφέρον τι κάνουν οι πολλοί, αλλά πώς βιώνει τα πράγματα ο ένας, που εκτίθεται μπροστά μας με όλη την πολύπλοκη αλήθεια του, με όλο το πλέγμα των σχέσεών του. Και σ’ αυτόν τον ένα θα βρούμε κι εμείς στοιχεία ταύτισης. Τα σύγχρονα έργα μπορεί να αφορούν την εποχή μας, ως ύφος και θεματική, αλλά ο προβληματισμός τους, κατά κανόνα, αφορά τους άλλους, όχι εμάς προσωπικά. Εμείς συνήθως είμαστε απέναντι και βλέπουμε στη σκηνή, καταστάσεις που αφορούν κάποιους συνανθρώπους μας. Σε έργα σαν τους "Βρικόλακες" του Ίψεν πολύ συχνά βλέπουμε πάνω στη σκηνή τον εαυτό μας. Η κ. Άλβινγκ έζησε μια δυστυχισμένη ζωή, επειδή δεν μπορούσε να πάει κόντρα στη γνώμη των δικών της και της κοινωνίας και να φύγει από έναν καταδικασμένο γάμο. Μπορεί το πρόβλημά της σήμερα να μην αφορά το σύνολο της κοινωνίας, αφορά όμως ακόμα πάρα πολλούς προσωπικά. Κι ακόμα περισσότερο τους αφορά το ευρύτερο πρόβλημα που θέτει πίσω από αυτό ο Ίψεν, του πόσο ελεύθεροι είμαστε να ζήσουμε τη ζωή μας, όπως τη θέλουμε.
─H παράσταση είχε θερμή ανταπόκριση στην
Κοζάνη όπου ήδη παρουσιάστηκε. Μέχρι πότε θα διαρκέσουν οι παραστάσεις στη
Θεσσαλονίκη; Σχεδιάζετε,
αργότερα, να μεταφερθεί η παράσταση σε άλλες
πόλεις;
Η παράσταση
ολοκλήρωσε ένα πρώτο κύκλο στην Κοζάνη και πράγματι η ανταπόκριση του κοινού
υπήρξε μεγάλη και συγκινητική –μια ακόμα απόδειξη ότι τα κλασικά έργα έχουν
πολλά ακόμα να μας πουν. Στη Θεσσαλονίκη θα παίζεται στο Θέατρο Τ έως τις 31
Ιανουαρίου 2016, κάθε Παρασκευή, Σάββατο, Κυριακή και Δευτέρα στις 9:30 μ.μ. Τον
Φεβρουάριο, επειδή πολλοί ήταν εκείνοι που ήθελαν και δεν πρόλαβαν να τη δουν, θα
επιστρέψει και πάλι στην Κοζάνη για έναν δεύτερο κύκλο παραστάσεων και
ελπίζουμε και σε συνέχεια.
0 comments: