Από το Blogger.
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΠΡΟΣΕΧΩΣ: "Υπόγειο" (Αυλαία, 23-26/9), "Προσωπική συμφωνία" (Κολοσσαίον, 25/9-6/10), "Ρένα" (Αριστοτέλειον, 27/9-6/10), "Οθέλλος" (Αμαλία, 2-13/10), "Οι 12 ένορκοι" (Αθήναιον, 4-5/10)

Κριτική θεάτρου: Μακμπέθ από το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος

Leave a Comment
Του Κορνήλιου Ρουσάκη 

Φαντασμαγορία άνευ ουσίας

"Μακμπέθ" του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, σε σκηνοθεσία Αναστασίας Ρεβή, στο Θέατρο Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών (Θεσσαλονίκη)

Το "σκωτσέζικο έργο", την τραγωδία που στην Βρετανία αποφεύγουν να ονοματίσουν λόγω θεατρικών "δεισιδαιμονιών", σκηνοθέτησε για λογαριασμό του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος η Αναστασία Ρεβή. Σε μια σκηνοθετική προσέγγιση που εξαντλείται σχεδόν ολοκληρωτικά στη θεαματική διάσταση της παρουσίασης ενός μεταφυσικού γοτθικού παραμυθιού, η έξοχη ποιητική μετάφραση του Δημήτρη Δημητριάδη μετατρέπεται σε καταιγισμό λέξεων, που καλούνται απλά να πλαισιώσουν την εικόνα. Η σκηνοθετική ματιά επικεντρώνεται περισσότερο στην απεικόνιση της σκοτεινής γοητείας μιας παραμυθίας παραμελώντας τη δημιουργία στέρεων ερμηνευτικών σχέσεων και μιας σκηνικής αφήγησης που θα κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον της πλατείας.

Η στιβαρή πολιτική διάσταση του έργου —οι αιματοβαμμένες φιλοδοξίες ενός αδίστακτου ηγέτη και η ηδονή του να ανελιχθεί εγκληματώντας και πατώντας επί πτωμάτων συντρόφων κι αντιπάλων— θαμπώνεται από τη διαρκή προσήλωση στη σκηνική φαντασμαγορία κι από την αρκετά έξυπνη, ομολογουμένως, προσπάθεια να μετατραπεί σε σκηνική υπερπαραγωγή, μια παράσταση που ουσιαστικά δεν είναι. Ευκολίες, όπως η εμφάνιση φράσεων του έργου στην τεράστια οθόνη προβολής και η διαρκής χρήση του video art, θα ήταν πιο αποτελεσματικές αν χρησιμοποιούνταν με μέτρο ή αν απουσίαζαν, ενώ δυσλειτουργικές και άρρυθμες εμφανίζονται και οι σκηνές μάχης.

Η παρτίδα χάνεται και από την σκηνοθετική προσέγγιση των δύο βασικών ρόλων του έργου: ο Μακμπέθ προσεγγίζεται επιφανειακά και παρουσιάζεται σαν ένας "σούπερ ήρωας" που σουλατσάρει στη σκηνή για δυόμιση ώρες, επιδεικνύοντας καλογυμνασμένους κοιλιακούς και η λαίδη Μακμπέθ σαν μια γυναίκα που περιφέρει κι επιδεικνύει κινησιολογικά κι εκφραστικά, μόνο τον ερωτισμό της. Το σαρκοβόρο για εξουσία ζεύγος και η έκφραση της βορβορώδους δίψας για άνοδο παραμερίζοντας κάθε ηθικό φραγμό, μάλλον πρέπει να αναζητηθούν σε άλλο ανέβασμα.
Η δυναμική του μοχθηρού κι αδίστακτου ζεύγους απεικονίζεται κυρίως μέσα από μια μεγεθυμένη και μονόπλευρη σαρκική ερωτική επιρροή —που αποδίδεται κυρίως κινησιολογικά— υπερσκελίζοντας την απόλυτη πνευματική καθοδήγηση που ασκεί η λαίδη στον Μακμπέθ και που τον οδηγεί στον σταδιακό εκτροχιασμό του. Τα ψυχολογικά στάδια που μεσολαβούν από την ύβρι στην νέμεση, παραμένουν ανεξερεύνητα και παραγκωνισμένα.
Ο Κωνσταντίνος Καβακιώτης (Μακμπέθ) εγκλωβίζεται σε μια σχηματική αποτύπωση σωματικής ρώμης και ισχύος και δεν αναδεικνύει επαρκώς τους σκοτεινούς λαβυρίνθους της δυσλειτουργικής ψυχοσύνθεσης του χαρακτήρα. Η Πολυξένη Σπυροπούλου (λαίδη Μακμπέθ) μοιάζει αμήχανη να αντέξει το βάρος του ρόλου και να αναδείξει τις πτυχές ενός ρόλου που επηρεάζει, υποκινεί και εξωθεί τον Μακμπέθ στον δρόμο προς τον όλεθρο. Η λαίδη της εμφανίζεται ερμηνευτικά περισσότερο σαν μια αδύναμη αλλοπαρμένη Οφηλία, παρά σαν μια αιμοσταγής γυναίκα που τυφλώνεται από το κυνήγι μιας αιματοβαμμένης εξουσίας.

Η Εύη Σαρμή καταφέρνει να ξεχωρίσει και στους τρεις ρόλους που ερμηνεύει. Ως λαίδη Μακντάφ συμμετέχει στην πιο καλοστημένη —εικαστικά κι ερμηνευτικά— εικόνα της παράστασης, στη στιγμή που βλέπει τον σφαγιασμό των παιδιών της και λίγο αργότερα πέφτει νεκρή κι αυτή, πάνω στην πλάτη του απόντα —θεατρική αδεία— άνδρα της. Ως Εκάτη αδικείται απεριόριστα από το εντελώς κλειστό στο πρόσωπο κοστούμι, που της στερεί τη δυνατότητα να ακουστεί, ενώ ως Σέιτον κινείται σε μια αξιοπρόσεκτη κινησιολογική, σχεδόν χορογραφημένη, φόρμα. Πολλά ερμηνευτικά βήματα μπροστά σε σχέση με προηγούμενες παρουσίες του κάνει και ο Νίκος Καπέλιος (Μακντάφ). Με καλοδουλεμένη άρθρωση, χωρίς υπερβολές και πλήρη έλεγχο των εκφραστικών του μέσων, αναδεικνύει τις αρετές του υπερασπιστή των δικαιωμάτων, ευγενή άνδρα.

Το σπειροειδές κεκλιμένο επίπεδο που δημιούργησε η Μάιρα Βαζαίου λειτουργεί ικανοποιητικά τόσο ως προς τον σκηνικό προορισμό του —την αφαιρετική απεικόνιση των πολλαπλών σκηνικών χώρων του έργου— όσο κι ως προς τον συμβολικό, αφού νοηματοδοτεί την ανοδική πορεία προς τις υψηλές βαθμίδες της εξουσίας και ταυτόχρονα την σπειροειδή (κι όχι κυκλική) επανάληψη της Ιστορίας.
Μια εξαιρετική ολοκληρωμένη πρόταση καταθέτουν οι μουσικοί Σπύρος Γιασαφάκης και Εύη Στεργίου (Δαιμονία Νύμφη). Η μουσική τους, ένα μείγμα πολεμικών εμβατηρίων με επικούς ελληνικούς και σκωτσέζικους ήχους, καταφέρνει να αποσπά σε αρκετά σημεία την προσοχή από τα σκηνικά τεκταινόμενα και να επιτύχει αυτό που η παράσταση ερμηνευτικά αδυνατεί να πράξει, την πρόκληση θεατρικής συγκίνησης.

Αν λείπει κάτι από τη συγκεκριμένη παρουσίαση του σαιξπηρικού έργου είναι μια στιβαρή νεωτερική οπτική, που θα μετατρέψει το σκηνικό γεγονός από εντυπωσιακό θέαμα στο παρόν, σε μελλοντικό υλικό μνήμης.





Νεότερη ανάρτηση Παλαιότερη Ανάρτηση Αρχική σελίδα

0 comments: