Από το Blogger.
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΠΡΟΣΕΧΩΣ: "Υπόγειο" (Αυλαία, 23-26/9), "Προσωπική συμφωνία" (Κολοσσαίον, 25/9-6/10), "Ρένα" (Αριστοτέλειον, 27/9-6/10), "Οθέλλος" (Αμαλία, 2-13/10), "Οι 12 ένορκοι" (Αθήναιον, 4-5/10)

Κριτική θεάτρου: Όσα η καρδιά μου στην καταιγίδα

Leave a Comment
Της Κατερίνας Πεσταματζόγλου 

"Όσα η καρδιά μου στην καταιγίδα" του Άκη Δήμου, σε σκηνοθεσία Γιάννη Σκουρλέτη, στο Θέατρο Τέχνης Κάρολος Κουν-Φρυνίχου (Αθήνα) 


Ο Γιώργης —παιδί ακόμη— αγάπησε το Βαγγελιό. Μέσα στα μάτια της έβλεπε την έκφραση της πονετικής ψυχής της. Η στάση της κι η κίνηση, το γέλιο —αχ, το γέλιο— κι η φωνή της, μουσική γλυκιά. Έρωτας άωρος μαθἐς, το Βαγγελιό είχε γεννηθεί μπορεί και δεκαπέντε χρόνους νωρίτερα απ’ τον Γιώργη. Κι αυτός, παράπονα έκαμε στην μάνα του με την λατρευτή αφέλεια που σ’ αγκυλώνει: "Γιάντα δεν μ’ έκανες πλια μεγάλο;" Η μάνα το λοιπόν, πριχού η πυρωμάδα κάψει το κοπέλι της, ορμήνειες κι έχθρητες ξεστόμιζε στο καημέχαρο το Βαγγελιό, κι ας ήταν κι ακροσυγγένισσα. "Δε θα την αφήσω ’γω να ξεμυαλίσει το παιδί μου και να το κάμει ανεμπαίγνιδο του χωριού". Ετσά τηνε κατάτρεχε.
Η μάνα και πατέρας μαζί του Γιώργη μιας και ήτον ορφανό, τον έπεμψε να πάει στο βουνό, να μάθει κυνηγός στο πλάϊ του ξαδέλφου του, του Βασίλη. Σαν θα γυρνοὐσε, σωστό παλληκαράκι πια, θα πήγαινε στο μεγάλο σχολείο στην πόλη και θα ‘μενε εκεί. Ναι, θα το ξέχναγε το Βαγγελιό..
Κι ο Γιώργης πήγε στα όρη, στα οζά και τα ρίφια τα τρελά και τ’ αγρίμια τ’ ανυπόταχτα, μύριζε τη μπαρούτι απ’ το όπλο του κι έπινε το νερό της βροχής. Κι ο Γιώργης πήγε στο μεγάλο σχολειό κι έμαθε να γράφει καλά. Μα τι άλλαξε; Διάβαζε τον Ρωτόκριτο κι έκλαιγε, γράμματα της έγραφε που ποτέ εκείνη δεν θα διάβαζε.

"Δεν είναι πόνος να πονεί, πόνος να θανατώνει, σαν την αγάπη την κρυφή, όντε ξεφανερώνει".

Σαν ήρθε ο καιρός που ο Γιώργης γύρισε στο χωριό, αντιμετωπίζει μια τραγικότητα: Το Βαγγελιό αρρώστησε βαριά· το χτικιό την τρώει πλια καθημερίς. Η μισή απόμεινε από την λυγερή μαυρομαλλούσα. Τα μάτια της έγιναν πολύ βαθειά και κόκκαλα διαγράφονται μέσα απ’ τα ρούχα τα φαρδιά. Ο βήχας κόβει την ανάσα της που μυρίζει αίμα και θάνατο. Με τύψεις γέμισε ο Γιώργης, επειδή στον καιρό που ‘λειπε στην πόλη, το κορμί του δίψασε για μια κόρη άλλη με γεμάτο κόρφο. Επειδή άφησε τη μάνα του να τον οδηγήσει στο παράστρατο, άλλο από αυτό της αγάπης.

Θα τα φτιάξει όλα. Θα πάει στην Παναγιά, θα ζητήσει απ’ την χάρη Της να γιάνει το Βαγγελιό. Έχει πίστη, θα τα καταφέρει! Να όμως, που αλλιώς είναι το σχέδιο κι αλλιώς τα φέρνει η μοίρα. Αρρώστησε κι αυτός, με πυρετούς τις νύχτες και ρίγους κι ιδρώτες. Κι άλλες κατάρες φοβερές απ’ τη μάνα του Γιώργη, αφού —καθ’ όπως έλεγε— κόλλησε στον ακριβό της γιο το χτικιό.

Το Βαγγελιό σαν πήρε τα μαντάτα για την αρρώστια του Γιώργη, μάζεψε ό,τι δύναμη που τσ’ είχε απομείνει και πήγε στο χαράκι το τραχύ, ανέβηκε στο βράχο κι άφησε το κοκαλιασμένο κορμί της να ξεκλειδωθεί και να γίνει κομμάτια στην ακροποταμιά. Πάει. Του κόσμου αυτού απόρριμμα, ζωή δεν έζησε με κρίμα την αγάπη.

Κι ο Γιώργης; Αφού δοκίμασε όλα τα ξόρκια και τα βότανα και τση κάθε λογής αηδίες, ένας πραχτικός ορμήνεψε τη μάνα του να παίρνει τόσο κινίνο για τόσες μέρες. Έγιανε, δεν είχε χτικιό. Ακόμη λέει "κοιμούμαι και θυμούμαι σου, ξυπνώ στο νου μου σ’ έχω και στ’ όνειρό μου σε θωρώ κι αγκαλιασμένη σ’ έχω".

Η μάνα σκληρή, δηλώνει με ειλικρίνεια: "Μεγάλο βάρος έχω στην ψυχή μου, μα ο Θεός θα με σχωρέσει, γιατ’ είμαι μάνα".

Ομολογώ ότι όποτε διαβάζω έργο του Κονδυλάκη παρασύρομαι από τη μελωδικότητα του λόγου, την ιδιόμορφη διάλεκτο των ηρώων και θέλησα αυτή τη φορά να γράψω την υπόθεση του έργου πλησιάζοντας όσο μπορούσα στο πνεύμα του συγγραφέα. Το διήγημα του Ιωάννη Κονδυλάκη "Πρώτη αγάπη", το μοναδικό του έργο γραμμένο στη δημοτική γλώσσα, εμπλουτισμένο με ιδιωματισμούς από την ανατολική Κρήτη, είναι μια ηθογραφία αρκετά πρωτοποριακή για την εποχή της (1919), αφού περιέχει πάμπολλες ψυχαναλυτικές "ευκαιρίες" με τις οποίες ασχολήθηκε εκτενώς ο —όχι και τόσο γνωστός στην Ελλάδα— Σίγκμουντ Φρόϋντ. Στη συνέχεια αλλάζοντας ύφος, θα σχολιάσω τη σκηνική απόδοση του έργου, ξεκινώντας από τις ερμηνείες των ηθοποιών οι οποίοι παρουσίασαν παραστατικά την ψυχογραφία των ηρώων, άλλοτε πιο εσωτερικά, ψηλαφώντας τα μύχια της ψυχής τους, κι άλλοτε με δυναμισμό και τόλμη που γέμιζαν τη σκηνή της Φρυνίχου.

Απολαύσαμε την Τάνια Τσανακλίδου στον ρόλο της μάνας. Ήταν υπέροχη, χωρίς εξάρσεις, φωνές ή υστερίες, απέδωσε τέλεια την χήρα που προφυλάσσει τον πολυαγαπημένο της γιό από την "ανίερη" αγάπη που θα τον έβγαζε έξω από την κοινωνική αποδοχή. Ο προστατευτισμός, ακόμη κι αν προέρχεται από την μάνα με τα πιο ευγενικά κίνητρα που πηγάζουν από φίλτρα ιερά, μπορεί να καταστρέψει ζωές. Ένας άγγελος πεθαίνει κάθε που χάνεται άδικα μια αγάπη.
Η Λένα Δροσάκη, ενσάρκωσε άψογα το πολύπαθο Βαγγελιό. Ο τρόπος που στήθηκε το σώμα και η φωνή της, οι εκφράσεις του προσώπου της, μας οδήγησαν απ’ ευθείας στο νοούμενο, πέρα και πάνω απ’ το προφανές. Όμως το κυριότερο στοιχείο, χάρη στο οποίο αποσπά τα συγχαρητήρια του κοινού, είναι το βλέμμα της: καταφέρνει εκπληκτικά να κοιτάζει με λαχτάρα και πόθο, να πονά και να κλαίει, ή να γίνεται απόκοσμη, όπως κάθε φορά το ζητούσε ο ρόλος της.
Ο Νικόλας Αγγελής ήταν ο Βασίλης, ο εξάδελφος του Γιώργη που τον μύησε στα μυστικά του κυνηγιού, της άγριας και μοναχικής ζωής. Στο πρωτότυπο έργο ο ρόλος του δεν είναι κεντρικός, ενώ σε αυτή την παραλλαγή του συγγραφέα Άκη Δήμου, υπερτονίζεται η παρουσία του στην σκηνή αλλά και στην ζωή του Γιώργη. Ήταν εκφραστικός και συνδύαζε για τις ανάγκες του ρόλου του, τον άγουρο νέο με τις πνευματικές αναζητήσεις, με τον σοφό και μοναχικό ορεσίβιο. Φορώντας στις πλάτες την κάπα του, κοίταζε μακριά στον κάμπο κι έμοιαζε ν’ αναρωτιέται: "Άραγε έχουν ψυχή αυτοί οι πεδινοί εκεί κάτω;"
Ο Γιάννης Παπαδόπουλος (Γιώργης) έπειθε και σαν παιδί στην ποδιά της μάνας του και σαν αεικίνητος έφηβος με την ενέργεια που έχει η ορμή της νιότης του. Βαθύς και ερωτικός, οδηγείται δέσμιος των κοινωνικών "πρέπει" στον αποχωρισμό. Σπρωγμένος απ’ τις παροτρύνσεις της μάνας του —απρόθυμα και σέρνοντας τα πόδια του— φεύγει μακριά απ’ τη χαρά του, απ’ τα ονείρατά του, αυτά που ‘φτιανε με το μυαλό του κάποιες άλυπες αποσπερίδες. Ανέβηκε στο βουνό και εκεί βρέθηκε πολύ κοντά με τον εξάδελφό του πνευματικά, ίσως και σωματικά (αποκωδικοποιώντας την γλώσσα του σώματος και τα υπονοούμενα).

Αυτή ήταν η πιο βασική "παραλλαγή" που έκανε ο Άκης Δήμου στο πρωτότυπο έργο του Ιωάννη Κονδυλάκη. Με αφετηρία μιαν αγάπη κοινωνικά αταίριαστη και μη αποδεκτή, έβαλε μέσα στο μυαλό του αναγνώστη και εν προκειμένω του θεατή, μιαν άλλη "ανάρμοστη" μορφή αγάπης και έκφρασης. Ο Γιάννης Σκουρλέτης στην σκηνοθεσία, μας έκοβε την ανάσα: Οι ηθοποιοί σαν άλλοι ακροβάτες ισορροπούσαν πάνω στα μεταίχμια των συναισθημάτων, των αναζητήσεων και των ψυχαναγκασμών τους. Ο Κώστας Δαλακούρας επιμελήθηκε την μουσική επένδυση της παράστασης και αξιοποίησε την καταπληκτική λύρα του Παντελή Σταυρακάκη. Την έβαλε να τραγουδήσει στον "δρόμο" του Ερωτόκριτου με δύναμη, αγάπη και πόνο.

Τελικά η παράσταση της ομάδας bijoux de kant είναι μια δουλειά εξαιρετική, εμπνευσμένη και πραγματοποιημένη με πολύ αγάπη στο θέατρο και με έμφαση στην εικαστική του πλευρά, αυτή που σου δείχνει το βάθος και σ’ αφήνει να περιπλανηθείς ο ίδιος, για να βρεις τα όρια. Καθένας και καθεμιά από εμάς, μπορεί να θέτει τους δικούς του κανόνες συμπεριφοράς, ανάλογα με την παιδεία και τον πολιτισμό που κουβαλά στην ψυχή του.



Νεότερη ανάρτηση Παλαιότερη Ανάρτηση Αρχική σελίδα

0 comments: