Μια φορά κι έναν παλιό καιρό, σε μια πολύ μακρινή χώρα, ζούσε ένας ιππότης που περνιόταν για καλός, ευγενικός και στοργικός. Έκανε όλα αυτά που κάνουν οι καλοί, ευγενικοί και στοργικοί ιππότες. Πολεμούσε εχθρούς που ήταν κακοί, τρισάθλιοι, μοχθηροί. Σκότωνε δράκοντες και έσωζε χαρίεσσες δεσποσύνες.
Όταν οι δουλειές δεν πήγαιναν και τόσο καλά, ο ιππότης είχε το ενοχλητικό συνήθειο να σώζει δεσποσύνες ακόμα κι αν αυτές δεν ήθελαν να σωθούν, κι ενώ πολλές κυράδες τού χρωστούσαν ευγνωμοσύνη, άλλες τόσες ήταν έξαλλες μαζί του. Αυτό, ο ιππότης μας το δεχόταν στωικά. Σ'αυτή τη ζωή, στο κάτω κάτω, δεν μπορείς να τους έχεις όλους ευχαριστημένους.
Αυτός, λοιπόν, ο ιππότης ήταν ξακουστός για την πανοπλία του. [...] Και για τη μάχη κινούσε κάθε τρεις και λίγο ο ιππότης: με το που έσκαγε η λέξη "σταυροφορία", μια και δυο φορούσε την αστραφτερή του πανοπλία, καβαλίκευε τ' άλογό του κι έφευγε καλπάζοντας προς οποιαδήποτε κατεύθυνση. Εδώ που τα λέμε, ο ενθουσιασμός του ήταν τόσο μεγάλος, ώστε καμιά φορά, έφευγε καλπάζοντας προς διάφορες κατευθύνσεις ταυτόχρονα- και μη μου πείτε πως αυτό είναι κάτι εύκολο... [...]
Φίσερ Ρόμπερτ, Ο ιππότης με τη σκουριασμένη πανοπλία, μτφρ. Αχιλλέας Κυριακίδης, Opera, Αθήνα, 2012.
-.-.-.-.-.-.-
Κάποτε ήταν ένας ιππότης που νόμιζε πως ήξερε να σώζει τους άλλους, μα δεν ήξερε πώς να σώζει τον εαυτό του.
Άκουγε τη φωνή του μέσα από ένα βαθύ πηγάδι να φωνάζει "ΣΩΣΕ ΜΕ". Μα δεν ήξερε πώς να απαντήσει. Στεκόταν μόνο ακίνητος να κοιτάει τη σκιά του μέσα στο πηγάδι.
Χάραζε τη σκιά του σιωπηλός πάνω στο χώμα με το ξίφος του και η απόγνωση δεν σταματούσε να μιλάει.
"Η αλήθεια είναι πως η απόγνωση είναι άπληστη, ποτέ δε σταματάει να φωνάζει τ' όνομά σου".
Λόγω των περιστάσεων έφτασε κάποτε η στιγμή να πιει νερό από το πηγάδι της φωνής του. Κατέβηκε από το άλογο, έβγαλε την πανοπλία. Πλάγιασε αποκαμωμένος δίπλα στον ιππότη που ΝΟΜΙΣΕ πως μπορεί να σώσει τους άλλους. Η διαπίστωση και το γεγονός αυτό, έσωσε τον ίδιο.
Ήταν αρκετό; Είναι ποτέ αυτό αρκετό;
ΟΧΙ.
Μα είναι το μόνο που μπορεί να φιλοξενήσει η πραγματικότητα.
Ο ιππότης έγινε το μοντέλο στην απεικόνιση της πραγματικότητας.
Ένα πορτρέτο αληθινό.
Ιππότης του εαυτού του.
ETABEL NIOPA
Όταν οι δουλειές δεν πήγαιναν και τόσο καλά, ο ιππότης είχε το ενοχλητικό συνήθειο να σώζει δεσποσύνες ακόμα κι αν αυτές δεν ήθελαν να σωθούν, κι ενώ πολλές κυράδες τού χρωστούσαν ευγνωμοσύνη, άλλες τόσες ήταν έξαλλες μαζί του. Αυτό, ο ιππότης μας το δεχόταν στωικά. Σ'αυτή τη ζωή, στο κάτω κάτω, δεν μπορείς να τους έχεις όλους ευχαριστημένους.
Αυτός, λοιπόν, ο ιππότης ήταν ξακουστός για την πανοπλία του. [...] Και για τη μάχη κινούσε κάθε τρεις και λίγο ο ιππότης: με το που έσκαγε η λέξη "σταυροφορία", μια και δυο φορούσε την αστραφτερή του πανοπλία, καβαλίκευε τ' άλογό του κι έφευγε καλπάζοντας προς οποιαδήποτε κατεύθυνση. Εδώ που τα λέμε, ο ενθουσιασμός του ήταν τόσο μεγάλος, ώστε καμιά φορά, έφευγε καλπάζοντας προς διάφορες κατευθύνσεις ταυτόχρονα- και μη μου πείτε πως αυτό είναι κάτι εύκολο... [...]
Φίσερ Ρόμπερτ, Ο ιππότης με τη σκουριασμένη πανοπλία, μτφρ. Αχιλλέας Κυριακίδης, Opera, Αθήνα, 2012.
-.-.-.-.-.-.-
Κάποτε ήταν ένας ιππότης που νόμιζε πως ήξερε να σώζει τους άλλους, μα δεν ήξερε πώς να σώζει τον εαυτό του.
Άκουγε τη φωνή του μέσα από ένα βαθύ πηγάδι να φωνάζει "ΣΩΣΕ ΜΕ". Μα δεν ήξερε πώς να απαντήσει. Στεκόταν μόνο ακίνητος να κοιτάει τη σκιά του μέσα στο πηγάδι.
Χάραζε τη σκιά του σιωπηλός πάνω στο χώμα με το ξίφος του και η απόγνωση δεν σταματούσε να μιλάει.
"Η αλήθεια είναι πως η απόγνωση είναι άπληστη, ποτέ δε σταματάει να φωνάζει τ' όνομά σου".
Λόγω των περιστάσεων έφτασε κάποτε η στιγμή να πιει νερό από το πηγάδι της φωνής του. Κατέβηκε από το άλογο, έβγαλε την πανοπλία. Πλάγιασε αποκαμωμένος δίπλα στον ιππότη που ΝΟΜΙΣΕ πως μπορεί να σώσει τους άλλους. Η διαπίστωση και το γεγονός αυτό, έσωσε τον ίδιο.
Ήταν αρκετό; Είναι ποτέ αυτό αρκετό;
ΟΧΙ.
Μα είναι το μόνο που μπορεί να φιλοξενήσει η πραγματικότητα.
Ο ιππότης έγινε το μοντέλο στην απεικόνιση της πραγματικότητας.
Ένα πορτρέτο αληθινό.
Ιππότης του εαυτού του.
ETABEL NIOPA
0 comments: