Της Κατερίνας Πεσταματζόγλου
"Τα παιδιά του ήλιου" του Μάξιμ Γκόρκι, σε σκηνοθεσία Νίκου Μαστοράκη, στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης Κάρολος Κουν.
Λίγο μετά το 1900, γκρίζα σύννεφα πύκνωναν πάνω απ’ τον βαρύ ουρανό της Ρωσίας. Σκοτεινή και κρύα κι η φυλακή του Μαξίμ Πεσκόφ, αυτού του νομπελίστα λογοτέχνη, που διάλεξε το ψευδώνυμο "πικρός", Γκόρκι δηλαδή στην γλώσσα του. Κλεισμένος εκεί για τις ιδέες του —ήταν ιδρυτής του σοσιαλιστικού ρεαλισμού— έγραψε "τα παιδιά του ήλιου".
Οι τέχνες, οι επιστήμες, η διανόηση, περιχαρακώνονται μέσα σ’ ένα "ασφαλές" περιβάλλον και εκτίθενται, συναλλάσσονται και προκαλούν. Τις θέλουμε ξεκομμένες απ’ την πραγματικότητα, ή να τις αφήσουμε να ζυμώνονται μέσα στις κοινωνικές εξελίξεις;
Ο Νίκος Μαστοράκης σκηνοθέτησε ένα πολιτικό έργο που μέσα από την καλοδουλεμένη δραματουργική του επεξεργασία ανέδειξε την κοινωνική του πτυχή, προσθέτοντας σύγχρονα κωμικά στοιχεία. Με την προσεκτική του προσέγγιση που φανερώνει μία σε βάθος μελέτη του έργου, κατάφερε να παρουσιάσει την διαχρονικότητα των προβληματισμών του συγγραφέα.
Η συνεργασία του με τον Βασίλη Παπατσαρούχα στα σκηνικά αποδείχθηκε επιτυχημένη. Το έντονο πράσινο στον τοίχο της σκηνής χάριζε ζωντάνια και φωτεινότητα στο σκηνικό και εναλλασσόταν διαρκώς με το άσπρο. Τα σκηνικά αντικείμενα, επιφορτισμένα με εννοιολογικό βάρος, γέμιζαν καλαίσθητα το χώρο. Το τραπέζι με τα βιβλία και τους δοκιμαστικούς σωλήνες, τα αυγά, το νερό σε φάση βρασμού, σε μια δεύτερη ανάγνωση είχαν κάτι να πουν για τους ήρωες και το περιβάλλον τους.
Η δυναμική Μαρία Καλλιμάνη ήταν ως ανικανοποίητη Γελένα πολύ καλή, κατάφερε να
μεταφέρει εξαιρετικά τις ψυχολογικές της μεταπτώσεις και να αναδείξει τους προβληματισμούς της. Ο Γιάννης Κοτσίφας παρουσιάζει με αρτιότητα τον χαρακτήρα του Βάγκιν, ενός ζωγράφου
που εις μάτην πολιορκεί ερωτικά τη Γελένα, σύζυγο του Πάβελ.
Η νταντά που ενσαρκώθηκε από την Ιωάννα Μαυρέα, ανέλαβε την επικοινωνία των άλλων κατοίκων της έπαυλης (Πάβελ, Ελιζαβέτα και Γελένα) με την απτή καθημερινότητα.
Η Κωνσταντίνα Τάκαλου ακροβατώντας ανάμεσα στην τρέλα και τη λογική σκιαγράφησε μια ψυχωτική φιγούρα που προϊόντος του χρόνου φυλλοροεί, καθώς μέσα από την παράνοια της αρρώστιας της μαρτυρά αλήθειες και φόβους που πηγάζουν από την έκρυθμη κατάσταση της εποχής και όχι μόνο. Αξιοπρόσεκτη η ερμηνεία της, μας κράτησε το ενδιαφέρον ζωντανό.
"Τα παιδιά του ήλιου" του Μάξιμ Γκόρκι, σε σκηνοθεσία Νίκου Μαστοράκη, στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης Κάρολος Κουν.
Λίγο μετά το 1900, γκρίζα σύννεφα πύκνωναν πάνω απ’ τον βαρύ ουρανό της Ρωσίας. Σκοτεινή και κρύα κι η φυλακή του Μαξίμ Πεσκόφ, αυτού του νομπελίστα λογοτέχνη, που διάλεξε το ψευδώνυμο "πικρός", Γκόρκι δηλαδή στην γλώσσα του. Κλεισμένος εκεί για τις ιδέες του —ήταν ιδρυτής του σοσιαλιστικού ρεαλισμού— έγραψε "τα παιδιά του ήλιου".
Οι τέχνες, οι επιστήμες, η διανόηση, περιχαρακώνονται μέσα σ’ ένα "ασφαλές" περιβάλλον και εκτίθενται, συναλλάσσονται και προκαλούν. Τις θέλουμε ξεκομμένες απ’ την πραγματικότητα, ή να τις αφήσουμε να ζυμώνονται μέσα στις κοινωνικές εξελίξεις;
Ο Νίκος Μαστοράκης σκηνοθέτησε ένα πολιτικό έργο που μέσα από την καλοδουλεμένη δραματουργική του επεξεργασία ανέδειξε την κοινωνική του πτυχή, προσθέτοντας σύγχρονα κωμικά στοιχεία. Με την προσεκτική του προσέγγιση που φανερώνει μία σε βάθος μελέτη του έργου, κατάφερε να παρουσιάσει την διαχρονικότητα των προβληματισμών του συγγραφέα.
Η συνεργασία του με τον Βασίλη Παπατσαρούχα στα σκηνικά αποδείχθηκε επιτυχημένη. Το έντονο πράσινο στον τοίχο της σκηνής χάριζε ζωντάνια και φωτεινότητα στο σκηνικό και εναλλασσόταν διαρκώς με το άσπρο. Τα σκηνικά αντικείμενα, επιφορτισμένα με εννοιολογικό βάρος, γέμιζαν καλαίσθητα το χώρο. Το τραπέζι με τα βιβλία και τους δοκιμαστικούς σωλήνες, τα αυγά, το νερό σε φάση βρασμού, σε μια δεύτερη ανάγνωση είχαν κάτι να πουν για τους ήρωες και το περιβάλλον τους.
Η δυναμική Μαρία Καλλιμάνη ήταν ως ανικανοποίητη Γελένα πολύ καλή, κατάφερε να
μεταφέρει εξαιρετικά τις ψυχολογικές της μεταπτώσεις και να αναδείξει τους προβληματισμούς της. Ο Γιάννης Κοτσίφας παρουσιάζει με αρτιότητα τον χαρακτήρα του Βάγκιν, ενός ζωγράφου
που εις μάτην πολιορκεί ερωτικά τη Γελένα, σύζυγο του Πάβελ.
Η νταντά που ενσαρκώθηκε από την Ιωάννα Μαυρέα, ανέλαβε την επικοινωνία των άλλων κατοίκων της έπαυλης (Πάβελ, Ελιζαβέτα και Γελένα) με την απτή καθημερινότητα.
Η Κωνσταντίνα Τάκαλου ακροβατώντας ανάμεσα στην τρέλα και τη λογική σκιαγράφησε μια ψυχωτική φιγούρα που προϊόντος του χρόνου φυλλοροεί, καθώς μέσα από την παράνοια της αρρώστιας της μαρτυρά αλήθειες και φόβους που πηγάζουν από την έκρυθμη κατάσταση της εποχής και όχι μόνο. Αξιοπρόσεκτη η ερμηνεία της, μας κράτησε το ενδιαφέρον ζωντανό.
Ο Χάρης Φραγκούλης υποδύθηκε με μοναδικό τρόπο τον Πάβελ, ένα χαρακτήρα ήπιων τόνων με ακραία ξεσπάσματα που όντας αφοσιωμένος στα πειράματά του αμελεί τον ρόλο του μέσα στην οικογένεια και αφιερώνεται ολοκληρωτικά στην επιστήμη του. Η ερμηνεία του είχε έντονα στοιχεία χιούμορ αφήνοντας να φανεί ταυτόχρονα μια υποβόσκουσα τραγικότητα. Ιδιαιτέρως επιτυχημένη η εμφάνιση και το στήσιμό του πάνω στη σκηνή, κατάφερε δίχως λόγια να παρουσιάσει τέλεια το πορτρέτο του ήρωα.
Η Φωτεινή Μπαξεβάνη ως ερωτευμένη Μελανία, συνθέτει μια γλυκιά μορφή που με την αφέλεια και την συστολή της κερδίζει τη συμπάθεια του κοινού. Απολαυστική τόσο στις κωμικές όσο και στις δραματικές της στιγμές.
Ο Μάκης Παπαδημητρίου υποδύεται με απλότητα αλλά και τη γνωστή του "σπιρτάδα" τον Μπαρίς που προσπαθεί να κατακτήσει την Ελιζαβέτα, μα στο τέλος έρχεται αντιμέτωπος με την αδυσώπητη μοίρα του.
Ανακαλώ την παράσταση στη μνήμη μου προσπαθώντας να θυμηθώ κάτι για την μουσική επένδυση, μα δεν τα κατάφερα. Μάλλον επικράτησε η άποψη να μην υπάρχει καθόλου μουσική (με εξαίρεση το πρώτο κομμάτι της εναρκτήριας σκηνής), προκειμένου να τονισθούν περισσότερο οι χρωματισμοί των φωνών. Οι φωτισμοί του Σάκη Μπιρμπίλη επέτρεπαν στο κοινό να εστιάσει την προσοχή του στις
ερμηνείες των ηθοποιών χωρίς να αποσπούν την προσοχή του.
Συμπερασματικά, θα έλεγα ότι η παράσταση είναι πολύ καλή. Στηρίζεται σε ατομικές, εμφατικές ερμηνείες. Θα μπορούσε να είναι λίγο περισσότερο προβαρισμένη και δεμένη και η έξυπνη σκηνοθετική ματιά να παρέμβει δραστικά στα σημεία που το έργο "κάνει κοιλιά". Αν μου δοθεί η ευκαιρία, πριν κατέβει, θέλω να την ξαναδώ. Προτείνω να την δείτε κι εσείς
0 comments: