[...]
ΚΟΝΣΤΑΝΣ: Τι θα έπρεπε να κάνω λοιπόν;
ΠΑΜΕΛΑ: Ό,τι σού λένε οι φόβοι σου και οι επιθυμίες σου, ή μαζί και τα δύο, φαντάζομαι. Όπως λες και συ, όλα είναι πράγματα διασκεδαστικά για σένα. Προσπάθησα να γράψω ερωτικά γράμματα σε κάποιον. Για πολύν καιρό, προσπαθούσα. Και ξαφνικά ανακάλυψα πως ο γραφικός μου χαρακτήρας, είχε γίνει όμοιος με το δικό του. Δεν ήξερα πια τι άλλο θα μπορούσα να πω. Οι λέξεις είχανε γίνει κι αυτές ίδιες. Σ'αγαπώ, σε χρειάζομαι, σε θέλω, πονάω για σένα. Σε χρειάζομαι πλάι μου και στο κρεβάτι μου. Ας μην αποχωριστούμε ποτέ πια, είναι κάτι πιο πολύ από κείνο που μπορώ να υποφέρω. Δεν ήτανε ποτέ πριν στη ζωή μου έτσι. Ποτέ μου δεν πίστεψα ότι θα μπορούσε να είναι έτσι. (Παύση) Προσπάθησα να του γράψω ερωτικά γράμματα. Δεν τα κατάφερα όμως ποτέ να του τα στείλω. Έγραψα, σελίδες ολόκληρες. Μ' άρεσε αυτό! Σε θέλω... Ονειρεύτηκα πως... Έπειτα έφτιαχνα όνειρα στο μυαλό μου. Κι άξαφνα όλο αυτό έμοιαζε απρόσωπο. [...]
(Όσμπορν Τζων, Τωρινός καιρός, μτφρ. Κωστούλα Μητροπούλου, Δωδώνη, Αθήνα, χ.χ)
Κάποτε ένας γλύπτης με το όνομα Σμιθ -ένας πολύ ιδιαίτερος γλύπτης κατά τα άλλα- αποφάσισε να ερωτευτεί. Κλείστηκε στο εργαστήριό του για μέρες και σκεφτόταν πώς θα ήθελε να είναι το πρόσωπο αυτό. Είχε πολλές αμφιβολίες και όλο διόρθωνε νοερά το φανταστικό πρότυπο του, έτσι ώστε να είναι όσο πιο τέλειο γινόταν για τον ίδιο. Είχε μάλιστα τη φαεινή ιδέα, να φτιάξει μια μάσκα την οποία θα δοκίμαζε στους ανθρώπους που θα γνώριζε ή που είχε κατά νου και θα μπορούσαν να αποτελέσουν το ταίρι του. Το άτομο στο οποίο θα εφαπτόταν απολύτως η μάσκα κατά μήκος του προσώπου του, θα ήταν και το άλλο του μισό.
Όταν μετά από ατυχείς προσπάθειες, την έβαλε ο ίδιος για να δει τι δεν πήγαινε καλά, κατάλαβε πως εφάρμοζε τέλεια στο δικό του πρόσωπο.
Προβληματισμένος μοιράστηκε το γεγονός μ'έναν έμπιστο φίλο. Προσπαθώντας να του εξηγήσει την παράξενη αυτή σύλληψη και ιδέα που είχε, είπε πως η μάσκα, λειτουργικά και πρακτικά, ήταν κάτι σαν το γοβάκι της Σταχτοπούτας.
Ο φίλος του, μπερδεμένος, του επεσήμανε φιλικά, πως κανείς δεν είχε όμως χάσει το πρόσωπό του όπως η Σταχτοπούτα το γοβάκι της, πέραν από αυτόν, δηλαδή τον ίδιο τον Σμιθ.
Οι φίλοι άλλωστε στα δύκολα φαίνονται.
Etabel Niopa
ΚΟΝΣΤΑΝΣ: Τι θα έπρεπε να κάνω λοιπόν;
ΠΑΜΕΛΑ: Ό,τι σού λένε οι φόβοι σου και οι επιθυμίες σου, ή μαζί και τα δύο, φαντάζομαι. Όπως λες και συ, όλα είναι πράγματα διασκεδαστικά για σένα. Προσπάθησα να γράψω ερωτικά γράμματα σε κάποιον. Για πολύν καιρό, προσπαθούσα. Και ξαφνικά ανακάλυψα πως ο γραφικός μου χαρακτήρας, είχε γίνει όμοιος με το δικό του. Δεν ήξερα πια τι άλλο θα μπορούσα να πω. Οι λέξεις είχανε γίνει κι αυτές ίδιες. Σ'αγαπώ, σε χρειάζομαι, σε θέλω, πονάω για σένα. Σε χρειάζομαι πλάι μου και στο κρεβάτι μου. Ας μην αποχωριστούμε ποτέ πια, είναι κάτι πιο πολύ από κείνο που μπορώ να υποφέρω. Δεν ήτανε ποτέ πριν στη ζωή μου έτσι. Ποτέ μου δεν πίστεψα ότι θα μπορούσε να είναι έτσι. (Παύση) Προσπάθησα να του γράψω ερωτικά γράμματα. Δεν τα κατάφερα όμως ποτέ να του τα στείλω. Έγραψα, σελίδες ολόκληρες. Μ' άρεσε αυτό! Σε θέλω... Ονειρεύτηκα πως... Έπειτα έφτιαχνα όνειρα στο μυαλό μου. Κι άξαφνα όλο αυτό έμοιαζε απρόσωπο. [...]
(Όσμπορν Τζων, Τωρινός καιρός, μτφρ. Κωστούλα Μητροπούλου, Δωδώνη, Αθήνα, χ.χ)
Κάποτε ένας γλύπτης με το όνομα Σμιθ -ένας πολύ ιδιαίτερος γλύπτης κατά τα άλλα- αποφάσισε να ερωτευτεί. Κλείστηκε στο εργαστήριό του για μέρες και σκεφτόταν πώς θα ήθελε να είναι το πρόσωπο αυτό. Είχε πολλές αμφιβολίες και όλο διόρθωνε νοερά το φανταστικό πρότυπο του, έτσι ώστε να είναι όσο πιο τέλειο γινόταν για τον ίδιο. Είχε μάλιστα τη φαεινή ιδέα, να φτιάξει μια μάσκα την οποία θα δοκίμαζε στους ανθρώπους που θα γνώριζε ή που είχε κατά νου και θα μπορούσαν να αποτελέσουν το ταίρι του. Το άτομο στο οποίο θα εφαπτόταν απολύτως η μάσκα κατά μήκος του προσώπου του, θα ήταν και το άλλο του μισό.
Όταν μετά από ατυχείς προσπάθειες, την έβαλε ο ίδιος για να δει τι δεν πήγαινε καλά, κατάλαβε πως εφάρμοζε τέλεια στο δικό του πρόσωπο.
Προβληματισμένος μοιράστηκε το γεγονός μ'έναν έμπιστο φίλο. Προσπαθώντας να του εξηγήσει την παράξενη αυτή σύλληψη και ιδέα που είχε, είπε πως η μάσκα, λειτουργικά και πρακτικά, ήταν κάτι σαν το γοβάκι της Σταχτοπούτας.
Ο φίλος του, μπερδεμένος, του επεσήμανε φιλικά, πως κανείς δεν είχε όμως χάσει το πρόσωπό του όπως η Σταχτοπούτα το γοβάκι της, πέραν από αυτόν, δηλαδή τον ίδιο τον Σμιθ.
Οι φίλοι άλλωστε στα δύκολα φαίνονται.
Etabel Niopa
0 comments: