Συνέντευξη στην Κατερίνα Πεσταματζόγλου
Τα πρώτα χρόνια στη Θεσσαλονίκη...
***Η παρουσίαση του βιβλίου της Σοφίας Φιλιππίδου, "Με μια σκάλα στο φεγγάρι" (εκδόσεις Καστανιώτη) θα γίνει την Τετάρτη 3 Ιουνίου 2015 στις 20:30, στο καφέ του Νομισματικού Μουσείου Αθηνών (Πανεπιστημίου 12). Για το βιβλίο θα μιλήσουν οι: Νινέτα Κοντράρου – Ρασσιά, Εριφύλη Μαρωνίτη, Θανάσης Ν. Νιάρχος, Έλενα Τσαγκαράκ, Σταμάτης Φασουλής, Πόλυ Χατζημανωλάκη. Αποσπάσματα θα διαβάσει η Σοφία Φιλιππίδου.
Τα πρώτα χρόνια στη Θεσσαλονίκη...
Είναι μια ιστορία που τη σκέφτομαι ακόμα με χαρά. Ξεκίνησε το 1972 στο Θεατρικό Εργαστήρι Θεσσαλονίκης με όλο τον ενθουσιασμό της νεότητας - τότε ήμουν φοιτήτρια. Ήταν η πρώτη μεγάλη "ερωτική" επαφή, με αυτό που λέμε ομαδική δουλειά στο θέατρο. Ήταν βαθιά πολιτικοποιημένο το Θεατρικό Εργαστήρι Θεσσαλονίκης, ιστορικό πλέον.
Εκεί γνώρισα τον μεγάλο Έλληνα σουρεαλιστή Μέντη Μποσταντζόγλου, τον Μποστ δηλαδή και τον αγάπησα. Η πρώτη μου επαφή με το κοινό ήταν με τη "Φαύστα" στο ρόλο της Μαριάνθης και έκανα μεγάλη επιτυχία, λένε! Από κει και πέρα κάναμε πάρα πολλά ωραία πράγματα με το Θεατρικό Εργαστήρι, πάντοτε μέσα σε αντιπαραθέσεις πολιτικού χαρακτήρα μέχρι το '79. Έπειτα το Θεατρικό Εργαστήρι έχασε την ορμή, τη δύναμή του, την ενέργειά του άλλαξαν και οι πολιτικές συγκυρίες και στα πράγματα ήρθε η Πειραματική Σκηνή Τέχνης Θεσσαλονίκης, με διευθυντή τον θεατρολόγο Νικηφόρο Παπανδρέου. Ήταν και άλλοι συνεργάτες πανεπιστημιακοί, κριτικοί θεάτρου, καθηγητές, άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών, ηθοποιοί. Δημιούργησαν την Πειραματική Σκηνή το ‘79 και από το '80 μέχρι το '85, αδιαλείπτως, χειμώνα καλοκαίρι, δούλεψα μαζί τους ομαδικά σε όλες τις πειραματικές παραστάσεις που ανεβάζαμε, με αποκορύφωμα τη "Βεγγέρα" του Καπετανάκη που ήταν άλλη μια μεγάλη μας επιτυχία, με εμένα στο ρόλο της κυρίας Νερουλού. Αυτά με τη Θεσσαλονίκη. Το 1985 οι συνθήκες με οδήγησαν στην απόφαση να τα αφήσω όλα και να κατέβω στην Αθήνα. Από κει και πέρα άρχισε το μεγάλο ταξίδι στα κεντρικά μεγάλα θέατρα της Αθήνας.
Ποιά ήταν η πρώτη σας παράσταση στην Αθήνα;
Εκεί γνώρισα τον μεγάλο Έλληνα σουρεαλιστή Μέντη Μποσταντζόγλου, τον Μποστ δηλαδή και τον αγάπησα. Η πρώτη μου επαφή με το κοινό ήταν με τη "Φαύστα" στο ρόλο της Μαριάνθης και έκανα μεγάλη επιτυχία, λένε! Από κει και πέρα κάναμε πάρα πολλά ωραία πράγματα με το Θεατρικό Εργαστήρι, πάντοτε μέσα σε αντιπαραθέσεις πολιτικού χαρακτήρα μέχρι το '79. Έπειτα το Θεατρικό Εργαστήρι έχασε την ορμή, τη δύναμή του, την ενέργειά του άλλαξαν και οι πολιτικές συγκυρίες και στα πράγματα ήρθε η Πειραματική Σκηνή Τέχνης Θεσσαλονίκης, με διευθυντή τον θεατρολόγο Νικηφόρο Παπανδρέου. Ήταν και άλλοι συνεργάτες πανεπιστημιακοί, κριτικοί θεάτρου, καθηγητές, άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών, ηθοποιοί. Δημιούργησαν την Πειραματική Σκηνή το ‘79 και από το '80 μέχρι το '85, αδιαλείπτως, χειμώνα καλοκαίρι, δούλεψα μαζί τους ομαδικά σε όλες τις πειραματικές παραστάσεις που ανεβάζαμε, με αποκορύφωμα τη "Βεγγέρα" του Καπετανάκη που ήταν άλλη μια μεγάλη μας επιτυχία, με εμένα στο ρόλο της κυρίας Νερουλού. Αυτά με τη Θεσσαλονίκη. Το 1985 οι συνθήκες με οδήγησαν στην απόφαση να τα αφήσω όλα και να κατέβω στην Αθήνα. Από κει και πέρα άρχισε το μεγάλο ταξίδι στα κεντρικά μεγάλα θέατρα της Αθήνας.
Ποιά ήταν η πρώτη σας παράσταση στην Αθήνα;
Ένας μεγάλος θίασος με τον Γιάννη Μπέζο την Ναταλία Τσαλίκη, τον Χρήστο Στέργιογλου, τον Κώστα Ζαχαράκη, την Νένα Μεντή, με επικεφαλής την Βέρα Κρούσκα, θα ανέβαζε μια παράσταση. Η Βέρα Κρούσκα ήταν εκείνη που μας ένωσε. Αυτή ήταν η πρώτη δουλειά στην Αθήνα. Έγραψα και έπαιξα τα δικά μου νούμερα. Ήταν η παράσταση "σατιρικό καμπαρέ" στο Ζοοm της Πλάκας. Δοκίμασα την άμεση επαφή με τον κόσμο και τα κατάφερα. Το όνομά μου, η φάτσα μου, η φυσιογνωμία μου, έγινε ας πούμε γνωστή στην Αθήνα - μέσα σε μια νύχτα. Μετά άρχισε η μεγάλη περιπέτεια.
Φέτος αναμετρηθήκατε με το εμβληματικό έργο του Μπέκετ, τις Ευτυχισμένες μέρες. Θα θέλατε να ασχοληθείτε ξανά με έργο του;
Φέτος αναμετρηθήκατε με το εμβληματικό έργο του Μπέκετ, τις Ευτυχισμένες μέρες. Θα θέλατε να ασχοληθείτε ξανά με έργο του;
Ο βραβευμένος, μεγάλος θεατρικός συγγραφέας και εισηγητής του Παράλογου στο θέατρο, δεν τελειώνει εδώ εννοείται, δεν είναι όμως μέσα στα άμεσα σχέδιά μου. 'Ήδη αυτή η ενασχόληση που άρχισε τον Αύγουστο και αδιαλείπτως με καθημερινή οκτάωρη εργασία για τη μετάφραση, την εκμάθηση, την εμβάθυνση, τα νοήματα, τη μελέτη γύρω από το Παράλογο και γύρω από τους εισηγητές στην ποίηση και τη λογοτεχνία μου πήρε πολύ ενέργεια: τι θέλει να πει και πώς θέλει να το πει και πώς να το εννοήσω και πώς να το κατανοήσω και πώς να το κάνω θεατρική πράξη και θεατρικό λόγο... Όλα αυτά εμένα λόγω χαρακτήρος μου πήραν πολύ χρόνο!
Έχετε κοινά με τον χαρακτήρα που υποδύεστε, τη Γουίννυ;
Μας συνδέει το φύλο φυσικά, αν και η Γουίννυ δεν είναι "γυναίκα, γυναίκα". Εγώ βρίσκω ότι μέσα στο μυαλό της κρύβεται η διάνοια του Μπέκετ. Ο Μπέκετ χρησιμοποιεί τη Γουίννυ σαν φόρμα για να μιλήσει αυτός, νομίζω. Δεν είναι μια γυναίκα της διπλανής πόρτας. Ούτε και εγώ μάλλον. Δεν είμαι ξανθιά, ούτε έχω το πλούσιο μπούστο της όπως ζητάει ο Μπέκετ, δεν είμαι παχουλή, ούτε αστή όπως "θα έπρεπε" να είμαι. Αλλά αυτά όλα τα ζητούμενα που θέλει ο ρόλος, δεν είναι απαραίτητα να τα φέρει ένας ηθοποιός. Ο ηθοποιός είναι εκεί για να μεταμορφώνεται σε Γουίννυ. Επομένως τα κοινά είναι ότι αυτή η γυναίκα μέσα στην "καθημερινότητα", στην αγωνία της να περάσει η μέρα της μέχρι να χτυπήσει το κουδούνι για να ξυπνήσει και να ξαναχτυπήσει για να κοιμηθεί, θέτει κάποια υπαρξιακά ερωτήματα και φιλοσοφικά θέματα, πράγμα που κι εγώ το κάνω. Επίσης έχει ένα κόλλημα με την αγγλική παράδοση: Σαίξπηρ, Μίλτον κι άλλους μεγάλους ποιητές.... Αγία Γραφή.... Κι εγώ έχω κολλήματα με τα κλασικά έργα και την παράδοση. Θέλω να έχω σύνδεση και επαφή με τις ρίζες, να συνδιαλέγομαι με την παράδοση. Σ' αυτό μοιάζω μαζί της. Έχω μνήμες όπως κι αυτή από την παιδική ηλικία, η οποία μου δίνει χαρά αλλά και με πληγώνει, όπως κι αυτήν. Αυτά τα κοινά ανακάλυψα και ίσως αυτά να είναι και τα κοινά πολλών άλλων γυναικών. Πάντως η Γουίννυ είναι για μένα η αλληγορία ενός φθίνοντος πολιτισμού που καταρρέει και πολύ πιθανόν, είμαι κι εγώ κομμάτι της.
Παρ' όλο που πρόκειται για μονόλογο και μάλιστα γυναικείο, δεν βρίσκετε ότι η Γουίννυ μπορεί να εκφράσει τη σημερινή κατάσταση της Ελλάδας;
Υποτίθεται ότι είναι ένας διαρκής διάλογος με τον εαυτό της πρώτα και με έναν αόρατο και αδιάφορο σχεδόν, σύζυγο τον Γουίλυ, ο οποίος ασχολείται με τα ίδια και τα ίδια μέσα στην τρύπα του και στην καθημερινότητά του, κάπως πιο επιδερμικά και "φτηνά" από την Γουίννυ. Η Γουίννυ εκφράζει τον παραλογισμό της ζωής και ειρωνεύεται την "ευτυχία" μιας αδράνειας, μιας μονότονης, ασφυκτικής καθημερινότητας καθώς βουλιάζει στο χώμα οδεύοντας προς τον θάνατο. Και φυσικά μπορούμε σήμερα εμείς που βρισκόμαστε σε κρίση και έχουμε αυτήν την δυσάρεστη εμπειρία να κατανοήσουμε καλύτερα το έργο.
Η στάση σας απέναντι στην ελληνική πολιτική πραγματικότητα;
Είμαι νομίζω και ακροατής καλός και θεατής και άνθρωπος που καταλαβαίνει. Μέσα από τη δουλειά μου, από τη στάση της ζωής μου, από τη θέση που παίρνω σε συνεντεύξεις μου… Από παλιά προσπαθούσα και προσπαθώ, να διατυπώσω αυτά που πιστεύω και να στείλω με τη λίγη δύναμη που έχω, μέσα από τον θεατρικό λόγο, αλλά και μέσα από τις συνεντεύξεις μου κάποια μηνύματα. Πίστευα, ίσως, πως θα μπορούσαμε να αλλάξουμε, να καταλάβουμε, να κάνουμε κάτι για να μην χαθούμε, να αποφύγουμε τα χειρότερα. Υπάρχει ανάγκη να κοιτάξουμε σήμερα το πρόσωπό μας στον καθρέπτη, να δούμε και τα δικά μας λάθη, να αλλάξουμε αν έχουμε τη δύναμη, το θάρρος και το σθένος και να ζήσουμε αλλιώς. Νομίζω ότι δεν μπορούμε να ζούμε έτσι όπως ζούσαμε, πλέον. Σαν να μην υπάρχει αύριο. Ούτε να ζούμε ξοδεύοντας χρήματα τα οποία δεν είναι δικά μας, κατά κάποιο τρόπο. Αυτή είναι η θέση μου και νομίζω πως δεν είμαι μόνη μου!
Τι σας ενοχλεί και τι θαυμάζετε στην ελληνική κοινωνία;
Θαυμάζω το ελληνικό δαιμόνιο που λέμε. Κάτι το βακχικό που έχουμε στην Ελλάδα, κάτι που έχει σχέση με το κρασί, με τη ζωή, με το ένστικτο, με τη χαρά της ζωής, με τον ήλιο, με το φως κι όλα αυτά. Αλλά στην υπερβολή του, όταν αυτό δηλαδή περνά σε όρια κατάχρησης, όταν δεν υπάρχει ένα μέτρο, τότε είναι η καταστροφή μας. Αυτό το μεγάλο μας χάρισμα που είναι φάρμακο για τη φυλή, γίνεται δηλητήριο. Τα πλεονεκτήματα που μας δίνει ο τόπος μας, η θέση μας στη Μεσόγειο, η φύση μέσα στην οποία μεγαλώνουμε, ο αέρας που αναπνέουμε, η παράδοσή μας, μαζί με τη φιλοξενία μας που ακόμα βρίσκουμε εδώ και εκεί στο ελληνικό χωριό και στην ελληνική επαρχία είναι τα ταλέντα μας. Έχουμε πολλούς ταλαντούχους ανθρώπους και εργατικούς και αυτό το αποδείξαμε με όλα τα μεταναστευτικά κινήματα και στο '60 και τώρα. Ότι δηλαδή εργαζόμαστε πολύ και στην Ελλάδα αλλά και όταν πάμε έξω. Αλλά φοβάμαι τον ίδιο μας τον εαυτό, την υπερβολή του, όταν χάνουμε τα όρια. Είναι ωραίο να δοκιμάζεις και να ξεπερνάς τα όριά σου, αλλά με τρομάζει το ξεσάλωμα, ας το πούμε, της φυλής.
Αυτό που λέτε θυμίζει κάπως την βακχική μανία. Πιστεύετε ότι οι σημερινοί Έλληνες έχουν σχέση με τους αρχαίους; Ρωτάω γιατί γνωρίζω την ενασχόλησή σας με το αρχαίο δράμα και συγκεκριμένα με τις "Βάκχες" του Ευριπίδη.
Δεν έχουμε καμία σχέση, εννοείται. Ούτε ζούμε, ούτε έχουμε τον πολιτισμό τον ίδιο. Τότε ήταν ένας αιώνας χρυσός. Τώρα δεν είναι ίδιες ούτε οι ισορροπίες ούτε οι συγκυρίες, ούτε υπάρχουν τα μυαλά αυτά που υπήρχαν τότε! Υπήρξαν άπαξ. Τα είπαν κι από κει και πέρα εμείς, οι άλλοι, όλοι τα ξαναλένε, αλλάζοντας διαρκώς την μορφή τους.
Είμαστε η ίδια φυλή;
Μιλάμε την ελληνική γλώσσα πάντως. Αυτό είναι που μας συνδέει με εκείνη την Ελλάδα. Μπορεί να μην είναι ακριβώς η αρχαία ελληνική, αλλά έχουμε τις ίδιες ρίζες. Είναι ένα φαινόμενο, το ότι η γλώσσα μας ακόμη διατηρεί τις ρίζες της αρχαίας ελληνικής γλώσσας και αυτό είναι που με "τρελαίνει", ότι μιλάμε δηλαδή 2.500 χρόνια μια γλώσσα που έχει τις ρίζες της στην αρχαία ελληνική. Είναι πολύ γοητευτικό να ανακαλύπτω προθέσεις ή ακόμη και την ίδια λέξη, είναι μαγικό. Αυτό μας συνδέει πρώτα απ' όλα. Από κει και πέρα μετά από τόσες χιλιάδες χρόνια, όχι ότι οι άνθρωποι αλλάζουν πολύ, αλλά γίνανε πολλές επιμειξίες και η φυλή εξελίσσεται, αυτό που λέμε "Έλληνας", αλλάζει, μεταμορφώνεται, προχωράει. Αλλά σίγουρα κάτι θα υπάρχει στο DNA μας ακόμη, κάτι έμεινε. Όχι βέβαια το λαμπερό πνεύμα του Περικλή και των μεγάλων φιλοσόφων, Πλάτων, Σωκράτης, Αριστοτέλης κτλ., αυτό δεν το βλέπω, δεν υπάρχει. Ήταν φαινόμενα οι άνθρωποι. Και δεν ξέρω πότε στο μέλλον θα επαναληφθεί αυτή η πνευματική επανάσταση!
Κι αν αυτό το καινούργιο είχε διατυπωθεί αλλά καταπνίγηκε από την περιρρέουσα κοινωνικοπολιτική ατμόσφαιρα, ή εν γένει τα τεκταινόμενα;
Όλος ο κόσμος γνωρίζει για το θαύμα του 5ου αιώνα. Μπορεί κάποιος να μην ενδιαφέρεται γιατί το προσπερνάει αφελώς, αλλά αυτό είναι εκεί, είναι φως, είναι ο ήλιος. Τι θα πούμε δηλαδή; Δεν υπάρχει ο Χρυσός Αιώνας του Περικλή; Αν δε θέλει κάποιος να το δει, δεν το βλέπει, αλλά αυτό είναι μια αλήθεια. Είναι τόσο μεγάλη και τεράστια όσο ο ήλιος που φωτίζει όλον τον κόσμο. Κανείς δεν αμφισβητεί το μεγαλείο του 5ου αιώνα, του Χρυσού Αιώνα. Τώρα εντάξει, κάποιοι νέοι αν δεν θέλουν να ασχοληθούνε από επιπολαιότητα ή από αφέλεια ή από άγνοια, τι να κάνουμε...Τα κλασσικά θέματα, είναι οι δομές, οι βάσεις, τα θεμέλια του πολιτισμού. Αν τα προσπεράσεις κάνεις κακό στον εαυτό σου. Εγώ νομίζω ότι πουθενά κανείς δεν μπορεί να εμποδίσει αυτό το φως. Και είναι και κάτι που δεν χρειάζεται να το πληρώσουμε. Δεν έχει πνευματικά δικαιώματα η φιλοσοφία η ελληνική, ούτε η κινέζικη βέβαια, ούτε η ινδική, ούτε η αιγυπτιακή. Όλα είναι για εμάς δώρα κάποιων μεγάλων πνευμάτων, που είναι δίπλα μας... Είναι εδώ, για μας πάντοτε.
Είναι γνωστό ότι είστε λάτρης του σουρεαλισμού. Τι σας γοητεύει εκεί;
Με γοητεύει η υπέρβαση της πραγματικότητας μιας ζωής η οποία είναι παράλογη. Οι υπερρεαλιστές και ο αγαπημένος μου Αντρέ Μπρετόν, έκαναν μια επαναστατική, ποιητική υπέρβαση πηγαίνοντας πάνω από την παράλογη πραγματικότητα και κάτω απ' αυτήν. Βρίσκω στο ρεύμα του σουρεαλισμού μεγάλη ελευθερία και η αισθητική και ηθική του ματιά, ταιριάζει στην ιδιοσυγκρασία μου. Με λίγα και απλά λόγια, πετώντας "πνευματικά", συναντώ τη φαντασία μου, την παιδικότητά μου, τον χαμένο παράδεισο ας πούμε και αντλώ από αυτόν εικόνες. Σκάβοντας προς τα κάτω σε υποσυνείδητα κανάλια, συναντώ το όνειρο και τα σύμβολα που τα ενσωματώνω στην δουλειά μου. Είναι γοητευτικό και έχει μια μαγεία που με συναρπάζει και με απελευθερώνει. .
Για καιρό είχατε δική σας στήλη στην "Ελευθεροτυπία", γράφοντας κυρίως σουρεαλιστικά κείμενα. Πώς ξεκίνησε μια τέτοια, διαφορετική απ' ότι σας έχουμε συνηθίσει, συνεργασία;
Δεν είναι πολύ διαφορετική. Οι άνθρωποι του χώρου γνωρίζουν ότι ασχολιόμουν από παλιά με τη γραφή, που άφησα για χάρη της υποκριτικής και του θεάτρου. Ήταν κάτι που αγαπούσα πριν απ' όλα, ξεκίνησα δηλαδή γράφοντας και μετά παίζοντας θέατρο. Όταν ήρθε η πρόταση από την Ελευθεροτυπία, έγραψα ένα κείμενο, άρεσε και έγινα μόνιμος συνεργάτης. Έγραψα δύο χρόνια και μετά είχα την πρόταση απ' τις Εκδόσεις Καστανιώτη να γίνει το βιβλίο μου. Έτσι γίναν τα πράγματα. Ήταν δηλαδή μια καλή τύχη, που έχει σχέση με την αγάπη μου για την γραφή και τις λέξεις και με τη βαθιά μου επιθυμία να γράψω, να εκφραστώ μέσω της γραφής.
Μου άρεσε πολύ ο τίτλος, «Με μια σκάλα στο φεγγάρι». Έχει μια υπερβατική διάθεση να ξεφύγουμε από την πραγματικότητα.
Αυτό το είδα στον ύπνο μου. Ήταν μια σκάλα όχι ακριβώς όπως αυτή στο εξώφυλλο. Ήταν το σπιράλ της ανέλιξης στη φυσική, που πήγαινε και ερχόταν στο φεγγάρι.... Κάτι πολύ φαντασμαγορικό. Μια αέρινη ροή που με πήγε στο φεγγάρι! Ναι, πήγα στο φεγγάρι. Πήγα και ήρθα. Ανέβηκα στο φεγγάρι, πάτησα και μετά γύρισα ξανά στο κρεβάτι μου. Τόσο εύκολα έγιναν όλα στο όνειρό μου!
Κάπως έτσι και η σουρεαλιστική ταινία "Ο Ανδαλουσιανός Σκύλος" του Μπουνιουέλ και του Νταλί. Περιελάμβανε σκηνές από τα όνειρά τους...
Ναι, είδες; Και κάποια από τα κείμενά μου που περιέχουν όνειρά μου, θα ήθελα, όχι όλα, πέντε από αυτά, να τα κάνω ταινίες μικρού μήκους. Αυτό είναι κάτι που πολύ θα το επιθυμούσα. Θέλει δουλειά βέβαια, γιατί είναι δύσκολο φανταστικές εικόνες να τις κάνεις σινεμά, αλλά άμα δουλέψω πολύ, μπορεί να τα καταφέρω. Να, τώρα πήρες μια αποκλειστικότητα.
Ποιά είναι τα σχέδιά σας για το μέλλον;
Τώρα, μετά τις "Ευτυχισμένες μέρες", μπορώ σιγά σιγά να αποδεσμευτώ, γιατί ήμουν πολύ πιστή και αφοσιωμένη στον Μπέκετ. Σιγά σιγά νιώθω ότι χαλαρώνουν τα δεσμά, λύνονται τα "σχοινιά" γύρω μου. Άρχισα να διαμορφώνω μια παράσταση που θέλω να κάνω με τη φοιτητική μου ομάδα "Τ3χνη", και συναντώ συνεργάτες, σκηνοθέτες, και ανθρώπους του θεάτρου για πιθανές, μελλοντικές συνεργασίες. Δεν έχει ακόμη διαμορφωθεί το επόμενο σχέδιο. Δεν βιάζομαι. Θέλω να έρθει γλυκά, κάπως ώριμα και το καινούργιο βήμα να έχει κάπως μια συνάφεια με τα προηγούμενα, έτσι θα επιθυμούσα να μου συμβεί. Αφήνω και την τύχη, έχω τις αμφιβολίες μου... Πάω και λίγο στην τύχη όπως και το σύμπαν άλλωστε... Λίγο με γνώση, με κάποια σύνεση, με αγάπη, με υπομονή. Διαβάζοντας, παίρνω τα μηνύματα, παρακολουθώ τι γίνεται γύρω μου για να μπορέσω να διαμορφώσω κι εγώ τη δικιά μου πρόταση, τη δικιά μου θεατρική φράση. Να δω τι θέλω να πω. Δεν είναι για μένα μόνο μια δουλειά. Θέλω να έχω ακόμη τη νεανική χαρά, ότι είναι το αγαπημένο μου χόμπι, ας πούμε, που με βοηθάει να ζω, να αναπνέω, να ερωτεύομαι, να ταξιδεύω. Έτσι θέλω να τα βλέπω.
Έχετε κοινά με τον χαρακτήρα που υποδύεστε, τη Γουίννυ;
Μας συνδέει το φύλο φυσικά, αν και η Γουίννυ δεν είναι "γυναίκα, γυναίκα". Εγώ βρίσκω ότι μέσα στο μυαλό της κρύβεται η διάνοια του Μπέκετ. Ο Μπέκετ χρησιμοποιεί τη Γουίννυ σαν φόρμα για να μιλήσει αυτός, νομίζω. Δεν είναι μια γυναίκα της διπλανής πόρτας. Ούτε και εγώ μάλλον. Δεν είμαι ξανθιά, ούτε έχω το πλούσιο μπούστο της όπως ζητάει ο Μπέκετ, δεν είμαι παχουλή, ούτε αστή όπως "θα έπρεπε" να είμαι. Αλλά αυτά όλα τα ζητούμενα που θέλει ο ρόλος, δεν είναι απαραίτητα να τα φέρει ένας ηθοποιός. Ο ηθοποιός είναι εκεί για να μεταμορφώνεται σε Γουίννυ. Επομένως τα κοινά είναι ότι αυτή η γυναίκα μέσα στην "καθημερινότητα", στην αγωνία της να περάσει η μέρα της μέχρι να χτυπήσει το κουδούνι για να ξυπνήσει και να ξαναχτυπήσει για να κοιμηθεί, θέτει κάποια υπαρξιακά ερωτήματα και φιλοσοφικά θέματα, πράγμα που κι εγώ το κάνω. Επίσης έχει ένα κόλλημα με την αγγλική παράδοση: Σαίξπηρ, Μίλτον κι άλλους μεγάλους ποιητές.... Αγία Γραφή.... Κι εγώ έχω κολλήματα με τα κλασικά έργα και την παράδοση. Θέλω να έχω σύνδεση και επαφή με τις ρίζες, να συνδιαλέγομαι με την παράδοση. Σ' αυτό μοιάζω μαζί της. Έχω μνήμες όπως κι αυτή από την παιδική ηλικία, η οποία μου δίνει χαρά αλλά και με πληγώνει, όπως κι αυτήν. Αυτά τα κοινά ανακάλυψα και ίσως αυτά να είναι και τα κοινά πολλών άλλων γυναικών. Πάντως η Γουίννυ είναι για μένα η αλληγορία ενός φθίνοντος πολιτισμού που καταρρέει και πολύ πιθανόν, είμαι κι εγώ κομμάτι της.
Παρ' όλο που πρόκειται για μονόλογο και μάλιστα γυναικείο, δεν βρίσκετε ότι η Γουίννυ μπορεί να εκφράσει τη σημερινή κατάσταση της Ελλάδας;
Υποτίθεται ότι είναι ένας διαρκής διάλογος με τον εαυτό της πρώτα και με έναν αόρατο και αδιάφορο σχεδόν, σύζυγο τον Γουίλυ, ο οποίος ασχολείται με τα ίδια και τα ίδια μέσα στην τρύπα του και στην καθημερινότητά του, κάπως πιο επιδερμικά και "φτηνά" από την Γουίννυ. Η Γουίννυ εκφράζει τον παραλογισμό της ζωής και ειρωνεύεται την "ευτυχία" μιας αδράνειας, μιας μονότονης, ασφυκτικής καθημερινότητας καθώς βουλιάζει στο χώμα οδεύοντας προς τον θάνατο. Και φυσικά μπορούμε σήμερα εμείς που βρισκόμαστε σε κρίση και έχουμε αυτήν την δυσάρεστη εμπειρία να κατανοήσουμε καλύτερα το έργο.
Η στάση σας απέναντι στην ελληνική πολιτική πραγματικότητα;
Είμαι νομίζω και ακροατής καλός και θεατής και άνθρωπος που καταλαβαίνει. Μέσα από τη δουλειά μου, από τη στάση της ζωής μου, από τη θέση που παίρνω σε συνεντεύξεις μου… Από παλιά προσπαθούσα και προσπαθώ, να διατυπώσω αυτά που πιστεύω και να στείλω με τη λίγη δύναμη που έχω, μέσα από τον θεατρικό λόγο, αλλά και μέσα από τις συνεντεύξεις μου κάποια μηνύματα. Πίστευα, ίσως, πως θα μπορούσαμε να αλλάξουμε, να καταλάβουμε, να κάνουμε κάτι για να μην χαθούμε, να αποφύγουμε τα χειρότερα. Υπάρχει ανάγκη να κοιτάξουμε σήμερα το πρόσωπό μας στον καθρέπτη, να δούμε και τα δικά μας λάθη, να αλλάξουμε αν έχουμε τη δύναμη, το θάρρος και το σθένος και να ζήσουμε αλλιώς. Νομίζω ότι δεν μπορούμε να ζούμε έτσι όπως ζούσαμε, πλέον. Σαν να μην υπάρχει αύριο. Ούτε να ζούμε ξοδεύοντας χρήματα τα οποία δεν είναι δικά μας, κατά κάποιο τρόπο. Αυτή είναι η θέση μου και νομίζω πως δεν είμαι μόνη μου!
Τι σας ενοχλεί και τι θαυμάζετε στην ελληνική κοινωνία;
Θαυμάζω το ελληνικό δαιμόνιο που λέμε. Κάτι το βακχικό που έχουμε στην Ελλάδα, κάτι που έχει σχέση με το κρασί, με τη ζωή, με το ένστικτο, με τη χαρά της ζωής, με τον ήλιο, με το φως κι όλα αυτά. Αλλά στην υπερβολή του, όταν αυτό δηλαδή περνά σε όρια κατάχρησης, όταν δεν υπάρχει ένα μέτρο, τότε είναι η καταστροφή μας. Αυτό το μεγάλο μας χάρισμα που είναι φάρμακο για τη φυλή, γίνεται δηλητήριο. Τα πλεονεκτήματα που μας δίνει ο τόπος μας, η θέση μας στη Μεσόγειο, η φύση μέσα στην οποία μεγαλώνουμε, ο αέρας που αναπνέουμε, η παράδοσή μας, μαζί με τη φιλοξενία μας που ακόμα βρίσκουμε εδώ και εκεί στο ελληνικό χωριό και στην ελληνική επαρχία είναι τα ταλέντα μας. Έχουμε πολλούς ταλαντούχους ανθρώπους και εργατικούς και αυτό το αποδείξαμε με όλα τα μεταναστευτικά κινήματα και στο '60 και τώρα. Ότι δηλαδή εργαζόμαστε πολύ και στην Ελλάδα αλλά και όταν πάμε έξω. Αλλά φοβάμαι τον ίδιο μας τον εαυτό, την υπερβολή του, όταν χάνουμε τα όρια. Είναι ωραίο να δοκιμάζεις και να ξεπερνάς τα όριά σου, αλλά με τρομάζει το ξεσάλωμα, ας το πούμε, της φυλής.
Αυτό που λέτε θυμίζει κάπως την βακχική μανία. Πιστεύετε ότι οι σημερινοί Έλληνες έχουν σχέση με τους αρχαίους; Ρωτάω γιατί γνωρίζω την ενασχόλησή σας με το αρχαίο δράμα και συγκεκριμένα με τις "Βάκχες" του Ευριπίδη.
Δεν έχουμε καμία σχέση, εννοείται. Ούτε ζούμε, ούτε έχουμε τον πολιτισμό τον ίδιο. Τότε ήταν ένας αιώνας χρυσός. Τώρα δεν είναι ίδιες ούτε οι ισορροπίες ούτε οι συγκυρίες, ούτε υπάρχουν τα μυαλά αυτά που υπήρχαν τότε! Υπήρξαν άπαξ. Τα είπαν κι από κει και πέρα εμείς, οι άλλοι, όλοι τα ξαναλένε, αλλάζοντας διαρκώς την μορφή τους.
Είμαστε η ίδια φυλή;
Μιλάμε την ελληνική γλώσσα πάντως. Αυτό είναι που μας συνδέει με εκείνη την Ελλάδα. Μπορεί να μην είναι ακριβώς η αρχαία ελληνική, αλλά έχουμε τις ίδιες ρίζες. Είναι ένα φαινόμενο, το ότι η γλώσσα μας ακόμη διατηρεί τις ρίζες της αρχαίας ελληνικής γλώσσας και αυτό είναι που με "τρελαίνει", ότι μιλάμε δηλαδή 2.500 χρόνια μια γλώσσα που έχει τις ρίζες της στην αρχαία ελληνική. Είναι πολύ γοητευτικό να ανακαλύπτω προθέσεις ή ακόμη και την ίδια λέξη, είναι μαγικό. Αυτό μας συνδέει πρώτα απ' όλα. Από κει και πέρα μετά από τόσες χιλιάδες χρόνια, όχι ότι οι άνθρωποι αλλάζουν πολύ, αλλά γίνανε πολλές επιμειξίες και η φυλή εξελίσσεται, αυτό που λέμε "Έλληνας", αλλάζει, μεταμορφώνεται, προχωράει. Αλλά σίγουρα κάτι θα υπάρχει στο DNA μας ακόμη, κάτι έμεινε. Όχι βέβαια το λαμπερό πνεύμα του Περικλή και των μεγάλων φιλοσόφων, Πλάτων, Σωκράτης, Αριστοτέλης κτλ., αυτό δεν το βλέπω, δεν υπάρχει. Ήταν φαινόμενα οι άνθρωποι. Και δεν ξέρω πότε στο μέλλον θα επαναληφθεί αυτή η πνευματική επανάσταση!
Κι αν αυτό το καινούργιο είχε διατυπωθεί αλλά καταπνίγηκε από την περιρρέουσα κοινωνικοπολιτική ατμόσφαιρα, ή εν γένει τα τεκταινόμενα;
Όλος ο κόσμος γνωρίζει για το θαύμα του 5ου αιώνα. Μπορεί κάποιος να μην ενδιαφέρεται γιατί το προσπερνάει αφελώς, αλλά αυτό είναι εκεί, είναι φως, είναι ο ήλιος. Τι θα πούμε δηλαδή; Δεν υπάρχει ο Χρυσός Αιώνας του Περικλή; Αν δε θέλει κάποιος να το δει, δεν το βλέπει, αλλά αυτό είναι μια αλήθεια. Είναι τόσο μεγάλη και τεράστια όσο ο ήλιος που φωτίζει όλον τον κόσμο. Κανείς δεν αμφισβητεί το μεγαλείο του 5ου αιώνα, του Χρυσού Αιώνα. Τώρα εντάξει, κάποιοι νέοι αν δεν θέλουν να ασχοληθούνε από επιπολαιότητα ή από αφέλεια ή από άγνοια, τι να κάνουμε...Τα κλασσικά θέματα, είναι οι δομές, οι βάσεις, τα θεμέλια του πολιτισμού. Αν τα προσπεράσεις κάνεις κακό στον εαυτό σου. Εγώ νομίζω ότι πουθενά κανείς δεν μπορεί να εμποδίσει αυτό το φως. Και είναι και κάτι που δεν χρειάζεται να το πληρώσουμε. Δεν έχει πνευματικά δικαιώματα η φιλοσοφία η ελληνική, ούτε η κινέζικη βέβαια, ούτε η ινδική, ούτε η αιγυπτιακή. Όλα είναι για εμάς δώρα κάποιων μεγάλων πνευμάτων, που είναι δίπλα μας... Είναι εδώ, για μας πάντοτε.
Είναι γνωστό ότι είστε λάτρης του σουρεαλισμού. Τι σας γοητεύει εκεί;
Με γοητεύει η υπέρβαση της πραγματικότητας μιας ζωής η οποία είναι παράλογη. Οι υπερρεαλιστές και ο αγαπημένος μου Αντρέ Μπρετόν, έκαναν μια επαναστατική, ποιητική υπέρβαση πηγαίνοντας πάνω από την παράλογη πραγματικότητα και κάτω απ' αυτήν. Βρίσκω στο ρεύμα του σουρεαλισμού μεγάλη ελευθερία και η αισθητική και ηθική του ματιά, ταιριάζει στην ιδιοσυγκρασία μου. Με λίγα και απλά λόγια, πετώντας "πνευματικά", συναντώ τη φαντασία μου, την παιδικότητά μου, τον χαμένο παράδεισο ας πούμε και αντλώ από αυτόν εικόνες. Σκάβοντας προς τα κάτω σε υποσυνείδητα κανάλια, συναντώ το όνειρο και τα σύμβολα που τα ενσωματώνω στην δουλειά μου. Είναι γοητευτικό και έχει μια μαγεία που με συναρπάζει και με απελευθερώνει. .
Για καιρό είχατε δική σας στήλη στην "Ελευθεροτυπία", γράφοντας κυρίως σουρεαλιστικά κείμενα. Πώς ξεκίνησε μια τέτοια, διαφορετική απ' ότι σας έχουμε συνηθίσει, συνεργασία;
Δεν είναι πολύ διαφορετική. Οι άνθρωποι του χώρου γνωρίζουν ότι ασχολιόμουν από παλιά με τη γραφή, που άφησα για χάρη της υποκριτικής και του θεάτρου. Ήταν κάτι που αγαπούσα πριν απ' όλα, ξεκίνησα δηλαδή γράφοντας και μετά παίζοντας θέατρο. Όταν ήρθε η πρόταση από την Ελευθεροτυπία, έγραψα ένα κείμενο, άρεσε και έγινα μόνιμος συνεργάτης. Έγραψα δύο χρόνια και μετά είχα την πρόταση απ' τις Εκδόσεις Καστανιώτη να γίνει το βιβλίο μου. Έτσι γίναν τα πράγματα. Ήταν δηλαδή μια καλή τύχη, που έχει σχέση με την αγάπη μου για την γραφή και τις λέξεις και με τη βαθιά μου επιθυμία να γράψω, να εκφραστώ μέσω της γραφής.
Μου άρεσε πολύ ο τίτλος, «Με μια σκάλα στο φεγγάρι». Έχει μια υπερβατική διάθεση να ξεφύγουμε από την πραγματικότητα.
Αυτό το είδα στον ύπνο μου. Ήταν μια σκάλα όχι ακριβώς όπως αυτή στο εξώφυλλο. Ήταν το σπιράλ της ανέλιξης στη φυσική, που πήγαινε και ερχόταν στο φεγγάρι.... Κάτι πολύ φαντασμαγορικό. Μια αέρινη ροή που με πήγε στο φεγγάρι! Ναι, πήγα στο φεγγάρι. Πήγα και ήρθα. Ανέβηκα στο φεγγάρι, πάτησα και μετά γύρισα ξανά στο κρεβάτι μου. Τόσο εύκολα έγιναν όλα στο όνειρό μου!
Κάπως έτσι και η σουρεαλιστική ταινία "Ο Ανδαλουσιανός Σκύλος" του Μπουνιουέλ και του Νταλί. Περιελάμβανε σκηνές από τα όνειρά τους...
Ναι, είδες; Και κάποια από τα κείμενά μου που περιέχουν όνειρά μου, θα ήθελα, όχι όλα, πέντε από αυτά, να τα κάνω ταινίες μικρού μήκους. Αυτό είναι κάτι που πολύ θα το επιθυμούσα. Θέλει δουλειά βέβαια, γιατί είναι δύσκολο φανταστικές εικόνες να τις κάνεις σινεμά, αλλά άμα δουλέψω πολύ, μπορεί να τα καταφέρω. Να, τώρα πήρες μια αποκλειστικότητα.
Ποιά είναι τα σχέδιά σας για το μέλλον;
Τώρα, μετά τις "Ευτυχισμένες μέρες", μπορώ σιγά σιγά να αποδεσμευτώ, γιατί ήμουν πολύ πιστή και αφοσιωμένη στον Μπέκετ. Σιγά σιγά νιώθω ότι χαλαρώνουν τα δεσμά, λύνονται τα "σχοινιά" γύρω μου. Άρχισα να διαμορφώνω μια παράσταση που θέλω να κάνω με τη φοιτητική μου ομάδα "Τ3χνη", και συναντώ συνεργάτες, σκηνοθέτες, και ανθρώπους του θεάτρου για πιθανές, μελλοντικές συνεργασίες. Δεν έχει ακόμη διαμορφωθεί το επόμενο σχέδιο. Δεν βιάζομαι. Θέλω να έρθει γλυκά, κάπως ώριμα και το καινούργιο βήμα να έχει κάπως μια συνάφεια με τα προηγούμενα, έτσι θα επιθυμούσα να μου συμβεί. Αφήνω και την τύχη, έχω τις αμφιβολίες μου... Πάω και λίγο στην τύχη όπως και το σύμπαν άλλωστε... Λίγο με γνώση, με κάποια σύνεση, με αγάπη, με υπομονή. Διαβάζοντας, παίρνω τα μηνύματα, παρακολουθώ τι γίνεται γύρω μου για να μπορέσω να διαμορφώσω κι εγώ τη δικιά μου πρόταση, τη δικιά μου θεατρική φράση. Να δω τι θέλω να πω. Δεν είναι για μένα μόνο μια δουλειά. Θέλω να έχω ακόμη τη νεανική χαρά, ότι είναι το αγαπημένο μου χόμπι, ας πούμε, που με βοηθάει να ζω, να αναπνέω, να ερωτεύομαι, να ταξιδεύω. Έτσι θέλω να τα βλέπω.
***Η παρουσίαση του βιβλίου της Σοφίας Φιλιππίδου, "Με μια σκάλα στο φεγγάρι" (εκδόσεις Καστανιώτη) θα γίνει την Τετάρτη 3 Ιουνίου 2015 στις 20:30, στο καφέ του Νομισματικού Μουσείου Αθηνών (Πανεπιστημίου 12). Για το βιβλίο θα μιλήσουν οι: Νινέτα Κοντράρου – Ρασσιά, Εριφύλη Μαρωνίτη, Θανάσης Ν. Νιάρχος, Έλενα Τσαγκαράκ, Σταμάτης Φασουλής, Πόλυ Χατζημανωλάκη. Αποσπάσματα θα διαβάσει η Σοφία Φιλιππίδου.
0 comments: