Του Κορνήλιου Ρουσάκη
Ολεάννα του Ντέιβιντ
Μάμετ, σε σκηνοθεσία Ελένης Σκότη, στο Θέατρο Εμπορικόν.
Η Ολεάννα εξακολουθεί να παραμένει ένα
αξεπέραστο δείγμα έργου για δύο ρολίστες,
στο σύγχρονο, παγκόσμιο ρεπερτόριο. Μια
σύνθετη παρτιτούρα λέξεων, σκέψεων,
συναισθημάτων. Ο Μάμετ στο έργο αυτό
αποθεώνει τη νοηματική αμφισημία και
στήνει επιδέξια έναν γοητευτικό ιστό
που παγιδεύει σταδιακά κάθε ανυποψίαστο
θεατή. Μια συνηθισμένη συνάντηση ανάμεσα
σε έναν πανεπιστημιακό καθηγητή και
στη φοιτήτρια που απέτυχε στο μάθημά
του, μετατρέπεται σε έναν απελπισμένο
αγώνα προσπάθειας επικοινωνίας. Η
αδυναμία αυτής της επικοινωνίας, η
ανάγκη για μια ουτοπική πραγματικότητα
και η ατέρμονη αναζήτηση του «ιδανικού»
παρουσιάζονται στο έργο του Μάμετ με
τρόπο υποδειγματικό.
Η Ελένη Σκότη που ανέλαβε
τη σκηνοθεσία, ακολουθεί πιστά τον
επιταχυνόμενο ρυθμό του κειμένου,
φωτίζει τα πλάγια γράμματα και δημιουργεί
δύο στέρεους χαρακτήρες, που ουσιαστικά
έχουν χάρτινα πόδια και σταδιακά
καταρρέουν. Η αφαίρεση —σκηνοθετική
και σκηνογραφική— συγκρούεται με τον
σκληρό ρεαλισμό μιας πραγματικότητας
νοσηρής και ανταγωνιστικής και έτσι η
μεταστροφή στις συμπεριφορές των
χαρακτήρων και η κατάρρευση τους, καθώς
η λεκτική βία μετατρέπεται σταδιακά σε
σωματική, αποτυπώνεται με ευκρίνεια
και τρόπο που κολλάει τον θεατή στην
πλάτη του καθίσματος του.
Ο Δημήτρης Καταλειφός
και η Λουκία Μιχαλοπούλου έχουν καλή
χημεία και σκιαγραφούν εξαιρετικά τα
πορτραίτα των χαρακτήρων. Ο Καταλειφός
είναι ο Τζον, ο καθηγητής πανεπιστημίου
—φορέας ενός συστήματος παιδείας που
και ο ίδιος αμφισβητεί— που βρίσκεται
ένα βήμα πριν την πολυπόθητη μονιμοποίηση
και την αγορά ενός νέου σπιτιού. Ξαφνικά
όμως, όλα καταρρέουν. Ο ηθοποιός κινείται
επιδέξια στην ερμηνευτική κλίμακα που
θέλει τον χαρακτήρα να μετατρέπεται
από θύτη σε θύμα της εξουσίας και δίνει
μια ερμηνεία πραγματικό μάθημα
υποκριτικής. Η Μιχαλοπούλου αποτυπώνει
με σωματική και εκφραστική δύναμη τη
μεταστροφή του χαρακτήρα από απλή,
συνεσταλμένη φοιτήτρια, που εκφράζει
διαρκώς την αδυναμία της να κατανοήσει
αυτά που το εκπαιδευτικό σύστημα της
εμφανίζει ως κραταιά γνώση, σε ένα
αγρίμι, αρχηγό μιας ομάδας, που διεκδικεί
όσα θεωρεί πως έχει στερηθεί. Και οι δύο
ηθοποιοί βουτούν μέσα στο σύμπαν της
ιδιαίτερης γραφής του Μάμετ —με τις
ελλειπτικές κοφτές φράσεις και την
αποφυγή ορισμού ξεκάθαρης θέσης— και
καταθέτουν δύο σπουδαίες ερμηνείες.
Το σκηνικό του Γιώργου
Γαβαλά είναι ένας τεράστιος μαυροπίνακας
απ’ άκρη σ’ άκρη της σκηνής που ορίζει
και περιορίζει τον σκηνικό χώρο και ένα
γραφείο με μια καρέκλα που στην έναρξη
κάθε πράξης αλλάζουν θέση. Ένα καίριο
σκηνοθετικό εύρημα για την αλλαγή
οπτικής γωνίας και πρόσληψης των
τεκταινόμενων˙ στον κόσμο του Μάμετ η
αοριστία βασιλεύει.
Στη δημιουργία μιας
επιβλητικής και αρκετά νουάρ, ηλεκτρισμένης
ατμόσφαιρας συμβάλει και η μουσική του
Σταύρου Γασπαράτου, του «μάγου» της
θεατρικής ατμόσφαιρας, με ένα μοτίβο
μίξης ηλεκτρικών ήχων και ήχου κιμωλίας
που γράφει στον τοίχο.
0 comments: