Κωνσταντίνος Ν. Σάθας, Κρητικόν θέατρον ή Συλλογή ανεκδότων και αγνώστων δραμάτων, εκδ. Αναστατικές - Δ.Ν Καραβία, Αθήνα 2002.
Ο Κωνσταντίνος Σάθας δημοσίευσε πρώτος τα τέσσερα σημαντικότερα έργα (δύο τραγωδίες, μία κωμωδία και ένα ποιμενικό δράμα) της κρητικής λογοτεχνίας: την Ερωφίλη, τον Ζήνωνα, τον Στάθη και τον Γύπαρι (ή Πανώρια) του Γεωργίου Χορτάτση, από κώδικες της Μαρκιανής Βιβλιοθήκης της Βενετίας (πρώτος ο Σάθας αναφέρει τον όρο ''Κρητικόν θέατρον''). Ωστόσο, η σημασία του βιβλίου δεν περιορίζεται στη δημοσίευση ακέραιου του κειμένου τεσσάρων αριστουργημάτων της κρητικής λογοτεχνίας (1570-1669). Οι κριτικές παρατηρήσεις του ("ψιλαί υποθέσεις") στα εκτενή προλεγόμενά του (σελ. 5-91) είναι καίριες και βαρύτιμες νοηματικά. Ο Σάθας τοποθετεί εδώ ορθά τα ιστορικά πλαίσια του κρητικού θεάτρου, αναγνωρίζει τις καταβολές του στην ιταλική Αναγέννηση (και εντοπίζει τα δυτικά πρότυπα των τεσσάρων τραγωδιών), και το ενσωματώνει αριστοτεχνικά στην νεοελληνική λογοτεχνία. Εμφανείς είναι οι αποχρώσεις και οι επιρροές του ρομαντισμού στην αφήγησή του: η "αληθής ποίησις" μπορούσε να καλλιεργηθεί "υπό μόνου του λαού" (das Volk του Herder) στην "εθνική", δηλαδή τη δημοτική, γλώσσα. Η καλαισθησία των Κρητών απέβαλε, λοιπόν, τη σχολαστικότητα της βυζαντινής παράδοσης και δημιούργησε "τα πρώτα μνημεία του νεώτερου ελληνικού θεάτρου". Τα "διασωθέντα ναυάγια της εθνικής δραματουργίας" συναρμολογούν "το ταλαίπωρον σκάφος της μεσαιωνικής ημών φιλολογίας".
Ο Κωνσταντίνος Σάθας γράφει στον πρόλογο: "Αι αρχαί του κρητικού θεάτρου αγνοούνται επί του παρόντος, αφού ούτε τα εν Ενετία κρητικά αρχεία εξηρευνήθησαν, ούτε αυτός ο αριθμός των διασωθέντων δραμάτων γινώσκεται· εν τούτων υπόθεσιν έχον τον Μαρίνον Φαλιέρον εγράφη εν τη ΙΔ΄ εκατονταετηρίδι, δηλαδή όταν η Δυτική Ευρώπη ηγνόει το κυρίως λεγόνενον δράμα. Η ποίησις και ιδία το θέατρον των Κρητών αντιπροσωπεύονται υπό αρκετών μνημείων, τοιαύτα όμως πλειότερα και τελειότερα ήθελον υπάρχει αν δυστυχώς και παρά τοις λογίοις των νησιωτών τούτων δεν επεκράτει η παλαιά βυζαντινή παράδοσις της περιφρονήσεως της εθνικής γλώσσης και της απομιμήσεως της παλαιάς μετρικής· δια τον λόγον τούτον βλέπομεν μέχρι τινός καλλιεργουμένην την αληθή ποίησιν υπό μόνου του λαού, μέχρις του σχολαστικού φορτίου ανεγνώρισεν ως μόνην ποιητικήν γλώσσαν του Χορτάτση και του Κορνάρου".
0 comments: