"Οθέλλος, Ο Μαύρος της Βενετίας" του Ουίλιαμ Σαίξπηρ, σε σκηνοθεσία Αλέξανδρου Αχτάρ και Παναγιώτη Μπρατάκου, στον Πολυχώρο Vault (Αθήνα)
"Μπράβο, μπράβο, μπράβο και μπραβίσσιμο" φώναζε στους ηθοποιούς η ηλικιωμένη κυρία, που καθόταν δίπλα μου στο θέατρο, την ώρα της υπόκλισης. Κατά τη διάρκεια της παράστασης γέλασε, δάκρυσε, αγχώθηκε, εν ολίγοις μπήκε μέσα στο δράμα, ταυτίστηκε. Πριν φύγω, την ρώτησα αν κάποιος από τους ηθοποιούς ήταν συγγενής της. Το αρνήθηκε, εξηγώντας μου ότι απλώς είχε ενθουσιαστεί με αυτή την "καλύτερη" διασκευή του "Οθέλλου" που είχε δει ποτέ. Κι ενώ εγώ συνεχώς πρόσεχα, συμφωνούσα ή αμφέβαλα, παρατηρούσα, και καλοπροαίρετα περίμενα να βρω "κάτι", εκείνη με την συγκινητική της αγνή ματιά, απλά χάρηκε την παράσταση.
Αυτός είναι ο λόγος που θέλω να της αφιερώσω αυτό το κείμενο.
Η νεοσύστατη ομάδα Manetuwak χρησιμοποιώντας την αξιόλογη μετάφραση του Δημήτρη Δημητριάδη ανέβασε την πολυδιάστατη σαιξπηρική τραγωδία, εστιάζοντας στην ερωτική πτυχή της. Ο Σαίξπηρ παίρνοντας το θέμα του έργου από ένα διήγημα του Τζοβάνι Μπατίστα Τζιράλντι Σίνθιο, θίγει πάμπολλα κοινωνικά και ανθρωπιστικά ζητήματα σχετικά με τη μισαλλοδοξία, το ρατσισμό, τον φθόνο, την ακραία συζυγική ζηλοτυπία κ.α.
Η Βενετία φιλοξενεί και πληρώνει αδρά για τις στρατιωτικές υπηρεσίες του τον αλλοδαπό και αλλόθρησκο μαυριτανό Οθέλλο, ο οποίος παρά τις τιμές και τη φαινομενική αποδοχή από την τοπική κοινωνία, δεν παύει να είναι το ξένο σώμα που υπερέβη τα εσκαμμένα και παντρεύτηκε τη Βενετσιάνα αρχοντοπούλα Δυσδαιμόνα. Η ευτυχία τους όμως απειλείται από τον ζηλόφθονο και πανούργο Ιάγο, ο οποίος με διάφορα τεχνάσματα προσπαθεί να καταστρέψει την ζωή τους.
Μολονότι η συγκεκριμένη τραγωδία θα μπορούσε να συνδιαλεχθεί ευθέως με τη σημερινή κατάσταση σε παγκόσμιο επίπεδο αν διαβαζόταν υπό το πρίσμα μιας γενικότερης ανθρωπιστικής κρίσης, η παράσταση ασχολήθηκε με την ιστορία έρωτα και προδοσίας που υπάρχει στο έργο. Ο "Οθέλλος" είναι μια τραγωδία στην οποία είναι εμφανείς όλες σχεδόν οι ανανεωτικές αλλαγές που εισήγαγε ο Σαίξπηρ στη δραματουργία της εποχής του. Το κωμικό στοιχείο, που στην παράσταση των Αχτάρ-Μπρατάκου εισδύει με τρόπο άλλοτε επιτυχή, άλλοτε όχι ιδιαιτέρως λειτουργικό, είναι κάτι που σε συνδυασμό με την εμβάθυνση στους χαρακτήρες, διαφοροποιεί τον Σαίξπηρ από τους ομοτέχνους του (π.χ. τον Christopher Marlowe ή τον John Lyly). Εν ολίγοις ραγίζουν τα καλούπια των δραματικών ειδών, ενώ ταυτόχρονα το περιεχόμενο του έργου γίνεται πιο επαναστατικό καθώς τίθενται εν αμφιβόλω οι κοινωνικές δομές και οι σχέσεις ανάμεσα στα δύο φύλα.
Δυο νέοι ηθοποιοί, ο Αλέξανδρος Αχτάρ και ο Παναγιώτης Μπρατάκος με τη βοήθεια της Εύας Καρνάβα, σκηνοθέτησαν έναν "Οθέλλο" ερωτευμένο, τυφλωμένο από τη ζήλεια του σε μια παράσταση με γρήγορο ρυθμό και ένταση. Οι ενδιάμεσες, μικρές, κινηματογραφικές προβολές σχεδιασμένες από τον Γιώργο Βασσάλο προσέθεταν στην αισθητική της παράστασης έναν σύγχρονο χαρακτήρα που ταίριαζε με το κλίμα, αφού όλοι οι συντελεστές είναι νέοι καλλιτέχνες που πλημμύρισαν την σκηνή με όρεξη και ενθουσιασμό. Όσο για την συνολική ατμόσφαιρα του έργου, θα τη χαρακτήριζα μαύρη και δυστοπική, αφού σε όλη τη διάρκεια αισθανόσουν τον κίνδυνο να ελλοχεύει σε κάθε γωνιά και το οδυνηρό τέλος να πλησιάζει αμείλικτο.
Ο Αλέξανδρος Αχτάρ δεν είναι μαύρος και δεν είναι μεσήλικας - μείον δύο απαραίτητα χαρακτηριστικά που προϋποθέτει ο ρόλος του Οθέλλου. Επίσης δεν προσπάθησε να πλησιάσει προς αυτήν την κατεύθυνση (με μακιγιάζ κτλ). Και ίσως να έκανε καλά, διότι το να προσεγγίσει ρεαλιστικά τα εξωτερικά σημεία του Οθέλλου θα ήταν εξαιρετικά παρακινδυνευμένο στην συγκεκριμένη περίπτωση. Έτσι λοιπόν, αναμετρήθηκε τίμια με έναν εμβληματικό ρόλο φωτίζοντας την αθώα του πλευρά, χάρη στο νεαρό της ηλικίας του. Στα μάτια του βλέπαμε τη φιλοδοξία, τον έρωτα, αργότερα το θυμό, τη ζήλεια.
Ο Ιάγος του Παναγιώτη Μπρατάκου μου θύμισε τον επικοινωνιακό, σχεδόν αρεστό στο κοινό Ιάγο, που είδαμε στη σκηνοθεσία του Οστερμάγιερ στην Επίδαυρο. Μιλούσε στο κοινό, σαν να σχεδίαζαν μαζί τις επόμενες μηχανορραφίες, καθιστώντας το σχεδόν συνένοχο. Φυσικά, να πω σε αυτό το σημείο, ότι η συμπαθητική κυρία που περιέγραψα στην αρχή, στις σκηνές όπου ο ηθοποιός πλησίαζε συνωμοτικά τους θεατές, ήταν έτοιμη να πηδήσει στη σκηνή για να αποτρέψει το μέγα κακό ή έστω να επιπλήξει τον δολοπλόκο μα συμπαθή κατά τα άλλα, Ιάγο, για να τον βάλει και πάλι στον ίσιο δρόμο. Στην ενσάρκωσή του από τον Μπρατάκο δεν είδα εσωτερική μοχθηρία ή υπουλία γιατί υπερίσχυσε η κωμικότητα του χαρακτήρα, οπότε η δολιότητα περιορίστηκε στα παραγλωσσικά στοιχεία της ερμηνείας, κινήσεις, εκφράσεις κτλ. που κι αυτά όμως είχαν μια γκροτέσκο διάθεση. Αν και θα ήθελα να δω μια πιο σκοτεινή πλευρά του συγκεκριμένου ήρωα, σκέπτομαι ότι ο πρώτος ηθοποιός που έπαιξε αυτόν τον ρόλο το 1604, ήταν κωμικός, οπότε λέω, γιατί όχι; Εξάλλου το χαρακτηριστικό του Ιάγου είναι καταρχήν η διπροσωπία του, αφού οι προθέσεις και τα συναισθήματά του είναι καλά κρυμμένα από όλους και θεωρείται τίμιος και αξιόλογος στρατιώτης. Συνεπώς, με αυτήν την ερμηνευτική οπτική, είδαμε με σαφήνεια τη γνωστή φράση του Coleridge "motive hunting motiveless malignity", μια κακοήθεια δηλαδή δίχως κίνητρο που αναζητά κάποια αιτία μίσους - για πολλούς μελετητές χαρακτηρίζει τον ήρωα, αν και υπάρχουν πάμπολλοι λόγοι για να δημιουργηθούν αρνητικά συναισθήματα στον Ιάγο και να εκμεταλλευτεί στη συνέχεια με τρόπο απεχθή, κάθε αδυναμία που εντοπίζει στους άλλους.
Η Κατερίνα Αθανασιάδη υποδυόμενη με επιτυχία τη Δυσδαιμόνα, μια τρυφερή, ευαίσθητη και αφοσιωμένη σύζυγο, εντυπωσίασε το κοινό με την μελωδική φωνή και τη δυναμικότητά της, ειδικά στο υπέροχο τραγούδι των Μπρατάκου και Πολίτη, με το οποίο έκλεισε η παράσταση. Η καθοριστική παρουσία της Δυσδαιμόνας στη ζωή του Οθέλλου και η αναμφισβήτητη επιρροή της πάνω του γίνονται εμφανείς μέσα από τα βλέμματα των ηθοποιών, που η εγγύτητα σκηνής-θεατών μας επέτρεπε να διακρίνουμε.
Την έμπιστη υπηρέτρια της Δυσδαιμόνας, Αιμιλία, ενσάρκωσε η Βασιλική Δρακοπούλου, η οποία στην αρχή του έργου υποδύθηκε τον Δόγη - μία σκηνοθετική επιλογή που μάλλον έπρεπε να αποφευχθεί γιατί η σκηνή έβγαζε αμηχανία και αμφιβάλλω για το αν εν τέλει μπόρεσε να ενταχθεί οργανικά στο υπόλοιπο παραστασιακό σώμα. Το αποκορύφωμα της ερμηνείας της ηθοποιού, ήταν φυσικά ο πολύκροτος μονόλογος φεμινιστικών αποχρώσεων, όπου μέσα από τα λόγια της Αιμιλίας στηλιτεύεται η άνιση αντιμετώπιση των δύο φύλων, κυρίως στον τομέα της συζυγικής απιστίας. Ο μονόλογος αυτός θυμίζει έντονα εκείνον του Σάυλοκ από τον "Έμπορο της Βενετίας" αφού και στις δύο περιπτώσεις οι ήρωες παλεύουν να εξηγήσουν τα αυτονόητα, "υπενθυμίζοντας" την ανθρώπινη υπόστασή τους και διεκδικώντας μια ίση θέση μέσα στην κοινωνία.
Ο Νίκος Γκέλια στο ρόλο του Κάσσιου συνέβαλε δυναμικά στην παράσταση, με έναν διακριτικό και σεμνό τρόπο καταφέρνοντας να κάνει το κοινό να συμπάσχει στα δεινά του. Παρόμοια, η Άννα Χαραλάμπους υποδυόμενη τον Ροδρίγο, έναν Ενετό ευγενή που είναι ερωτευμένος με τη Δυσδαιμόνα, έγινε συμπαθής ως θύμα της πλεκτάνης του Ιάγου. Μεγάλη προσπάθεια από την ηθοποιό να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του ρόλου κι ενώ αρκετές φορές συγκίνησε και χάρισε μερικές στιγμές γέλιου, μάλλον έπρεπε να γίνουν κάποιες αλλαγές στη σκηνοθετική-ερμηνευτική προσέγγιση του Ροδρίγου διότι το ευαίσθητο, γυναικείο παίξιμο της Χαραλάμπους συχνά δεν μπορούσε να κρυφτεί πίσω από την ανδρική μάσκα, με αποτέλεσμα να μην παρουσιαστούν ευκρινώς τα χαρακτηριστικά του ήρωα που υποδυόταν.
Τους φωτισμούς, σχεδιασμένους από τον Βαγγέλη Μούντριχα, τους χειρίζονταν κυρίως οι ηθοποιοί με τους διακόπτες που βρίσκονταν στη σκηνή και παρόλο που ήταν ατμοσφαιρικοί, ενίοτε υποφώτιζαν τους ηθοποιούς ή τους φώτιζαν εξίσου με τους θεατές.
Συνοψίζοντας, οι Manetuwak επιχείρησαν το ανέβασμα μιας πολύπτυχης σαιξπηρικής τραγωδίας βασιζόμενοι σε δύο άξονες. Πρώτον στην ερωτική χημεία των δύο πρωταγωνιστών της και δεύτερον στην νεανικότητα της ομάδας, που εξέπεμπε και υποστήριζε ή δικαιολογούσε τυχόν λανθασμένες επιλογές, κάτω από την ομπρέλα της αθώας και άφθαρτης καλλιτεχνικής της υπόστασης.
Δυο νέοι ηθοποιοί, ο Αλέξανδρος Αχτάρ και ο Παναγιώτης Μπρατάκος με τη βοήθεια της Εύας Καρνάβα, σκηνοθέτησαν έναν "Οθέλλο" ερωτευμένο, τυφλωμένο από τη ζήλεια του σε μια παράσταση με γρήγορο ρυθμό και ένταση. Οι ενδιάμεσες, μικρές, κινηματογραφικές προβολές σχεδιασμένες από τον Γιώργο Βασσάλο προσέθεταν στην αισθητική της παράστασης έναν σύγχρονο χαρακτήρα που ταίριαζε με το κλίμα, αφού όλοι οι συντελεστές είναι νέοι καλλιτέχνες που πλημμύρισαν την σκηνή με όρεξη και ενθουσιασμό. Όσο για την συνολική ατμόσφαιρα του έργου, θα τη χαρακτήριζα μαύρη και δυστοπική, αφού σε όλη τη διάρκεια αισθανόσουν τον κίνδυνο να ελλοχεύει σε κάθε γωνιά και το οδυνηρό τέλος να πλησιάζει αμείλικτο.
Ο Αλέξανδρος Αχτάρ δεν είναι μαύρος και δεν είναι μεσήλικας - μείον δύο απαραίτητα χαρακτηριστικά που προϋποθέτει ο ρόλος του Οθέλλου. Επίσης δεν προσπάθησε να πλησιάσει προς αυτήν την κατεύθυνση (με μακιγιάζ κτλ). Και ίσως να έκανε καλά, διότι το να προσεγγίσει ρεαλιστικά τα εξωτερικά σημεία του Οθέλλου θα ήταν εξαιρετικά παρακινδυνευμένο στην συγκεκριμένη περίπτωση. Έτσι λοιπόν, αναμετρήθηκε τίμια με έναν εμβληματικό ρόλο φωτίζοντας την αθώα του πλευρά, χάρη στο νεαρό της ηλικίας του. Στα μάτια του βλέπαμε τη φιλοδοξία, τον έρωτα, αργότερα το θυμό, τη ζήλεια.
Ο Ιάγος του Παναγιώτη Μπρατάκου μου θύμισε τον επικοινωνιακό, σχεδόν αρεστό στο κοινό Ιάγο, που είδαμε στη σκηνοθεσία του Οστερμάγιερ στην Επίδαυρο. Μιλούσε στο κοινό, σαν να σχεδίαζαν μαζί τις επόμενες μηχανορραφίες, καθιστώντας το σχεδόν συνένοχο. Φυσικά, να πω σε αυτό το σημείο, ότι η συμπαθητική κυρία που περιέγραψα στην αρχή, στις σκηνές όπου ο ηθοποιός πλησίαζε συνωμοτικά τους θεατές, ήταν έτοιμη να πηδήσει στη σκηνή για να αποτρέψει το μέγα κακό ή έστω να επιπλήξει τον δολοπλόκο μα συμπαθή κατά τα άλλα, Ιάγο, για να τον βάλει και πάλι στον ίσιο δρόμο. Στην ενσάρκωσή του από τον Μπρατάκο δεν είδα εσωτερική μοχθηρία ή υπουλία γιατί υπερίσχυσε η κωμικότητα του χαρακτήρα, οπότε η δολιότητα περιορίστηκε στα παραγλωσσικά στοιχεία της ερμηνείας, κινήσεις, εκφράσεις κτλ. που κι αυτά όμως είχαν μια γκροτέσκο διάθεση. Αν και θα ήθελα να δω μια πιο σκοτεινή πλευρά του συγκεκριμένου ήρωα, σκέπτομαι ότι ο πρώτος ηθοποιός που έπαιξε αυτόν τον ρόλο το 1604, ήταν κωμικός, οπότε λέω, γιατί όχι; Εξάλλου το χαρακτηριστικό του Ιάγου είναι καταρχήν η διπροσωπία του, αφού οι προθέσεις και τα συναισθήματά του είναι καλά κρυμμένα από όλους και θεωρείται τίμιος και αξιόλογος στρατιώτης. Συνεπώς, με αυτήν την ερμηνευτική οπτική, είδαμε με σαφήνεια τη γνωστή φράση του Coleridge "motive hunting motiveless malignity", μια κακοήθεια δηλαδή δίχως κίνητρο που αναζητά κάποια αιτία μίσους - για πολλούς μελετητές χαρακτηρίζει τον ήρωα, αν και υπάρχουν πάμπολλοι λόγοι για να δημιουργηθούν αρνητικά συναισθήματα στον Ιάγο και να εκμεταλλευτεί στη συνέχεια με τρόπο απεχθή, κάθε αδυναμία που εντοπίζει στους άλλους.
Η Κατερίνα Αθανασιάδη υποδυόμενη με επιτυχία τη Δυσδαιμόνα, μια τρυφερή, ευαίσθητη και αφοσιωμένη σύζυγο, εντυπωσίασε το κοινό με την μελωδική φωνή και τη δυναμικότητά της, ειδικά στο υπέροχο τραγούδι των Μπρατάκου και Πολίτη, με το οποίο έκλεισε η παράσταση. Η καθοριστική παρουσία της Δυσδαιμόνας στη ζωή του Οθέλλου και η αναμφισβήτητη επιρροή της πάνω του γίνονται εμφανείς μέσα από τα βλέμματα των ηθοποιών, που η εγγύτητα σκηνής-θεατών μας επέτρεπε να διακρίνουμε.
Την έμπιστη υπηρέτρια της Δυσδαιμόνας, Αιμιλία, ενσάρκωσε η Βασιλική Δρακοπούλου, η οποία στην αρχή του έργου υποδύθηκε τον Δόγη - μία σκηνοθετική επιλογή που μάλλον έπρεπε να αποφευχθεί γιατί η σκηνή έβγαζε αμηχανία και αμφιβάλλω για το αν εν τέλει μπόρεσε να ενταχθεί οργανικά στο υπόλοιπο παραστασιακό σώμα. Το αποκορύφωμα της ερμηνείας της ηθοποιού, ήταν φυσικά ο πολύκροτος μονόλογος φεμινιστικών αποχρώσεων, όπου μέσα από τα λόγια της Αιμιλίας στηλιτεύεται η άνιση αντιμετώπιση των δύο φύλων, κυρίως στον τομέα της συζυγικής απιστίας. Ο μονόλογος αυτός θυμίζει έντονα εκείνον του Σάυλοκ από τον "Έμπορο της Βενετίας" αφού και στις δύο περιπτώσεις οι ήρωες παλεύουν να εξηγήσουν τα αυτονόητα, "υπενθυμίζοντας" την ανθρώπινη υπόστασή τους και διεκδικώντας μια ίση θέση μέσα στην κοινωνία.
Ο Νίκος Γκέλια στο ρόλο του Κάσσιου συνέβαλε δυναμικά στην παράσταση, με έναν διακριτικό και σεμνό τρόπο καταφέρνοντας να κάνει το κοινό να συμπάσχει στα δεινά του. Παρόμοια, η Άννα Χαραλάμπους υποδυόμενη τον Ροδρίγο, έναν Ενετό ευγενή που είναι ερωτευμένος με τη Δυσδαιμόνα, έγινε συμπαθής ως θύμα της πλεκτάνης του Ιάγου. Μεγάλη προσπάθεια από την ηθοποιό να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του ρόλου κι ενώ αρκετές φορές συγκίνησε και χάρισε μερικές στιγμές γέλιου, μάλλον έπρεπε να γίνουν κάποιες αλλαγές στη σκηνοθετική-ερμηνευτική προσέγγιση του Ροδρίγου διότι το ευαίσθητο, γυναικείο παίξιμο της Χαραλάμπους συχνά δεν μπορούσε να κρυφτεί πίσω από την ανδρική μάσκα, με αποτέλεσμα να μην παρουσιαστούν ευκρινώς τα χαρακτηριστικά του ήρωα που υποδυόταν.
Τους φωτισμούς, σχεδιασμένους από τον Βαγγέλη Μούντριχα, τους χειρίζονταν κυρίως οι ηθοποιοί με τους διακόπτες που βρίσκονταν στη σκηνή και παρόλο που ήταν ατμοσφαιρικοί, ενίοτε υποφώτιζαν τους ηθοποιούς ή τους φώτιζαν εξίσου με τους θεατές.
Συνοψίζοντας, οι Manetuwak επιχείρησαν το ανέβασμα μιας πολύπτυχης σαιξπηρικής τραγωδίας βασιζόμενοι σε δύο άξονες. Πρώτον στην ερωτική χημεία των δύο πρωταγωνιστών της και δεύτερον στην νεανικότητα της ομάδας, που εξέπεμπε και υποστήριζε ή δικαιολογούσε τυχόν λανθασμένες επιλογές, κάτω από την ομπρέλα της αθώας και άφθαρτης καλλιτεχνικής της υπόστασης.
0 comments: