(7-11-2016)
"Λεωφορείον ο Πόθος" του Τεννεσί Ουίλλιαμς, σε σκηνοθεσία Ελένης Σκότη, στο Σύγχρονο Θέατρο Αθήνας.
Το έργο γράφτηκε το 1947 και ανέβηκε για πρώτη φορά την ίδια χρονιά στο θέατρο Broadway σε σκηνοθεσία του Ελία Καζάν, ενώ το 1951 έγινε η θρυλική μεταφορά του στον κινηματογράφο από τον ίδιο σκηνοθέτη με τη Βίβιαν Λι και τον Μάρλον Μπράντο στους βασικούς ρόλους. Ένα έργο-σταθμός για την αμερικάνικη και παγκόσμια δραματουργία∙ έγινε το πρώτο έργο που κέρδισε και τα τρία κορυφαία βραβεία, το Πούλιτζερ, το Βραβείο Κριτικών της Νέας Υόρκης και το Ντόναλντσον.
Η πρώτη μου σκέψη, μόλις μπήκα στο θέατρο και αντίκρισα το εύκολο ρεαλιστικό σκηνικό ήταν πως η κ. Σκότη μπορεί και καλύτερα. Η σκέψη αυτή δυστυχώς δεν έφυγε σε όλη τη διάρκεια της παράστασης με μοναδική εξαίρεση την Κόρα Καρβούνη (Μπλανς Ντιμπουά), που έχει επωμιστεί όλο το βάρος ενός δύσκολου ρόλου που όμως κατείχε πλήρως καταφέρνοντας έτσι να κατακτήσει κι εμάς.
Η σκηνοθεσία στο σύνολο της επιφανειακή και γρήγορη με πολλά περιττά σκηνικά αντικείμενα κι αχρείαστο ρεαλισμό παντού αλλά όταν η Στέλλα (Ηλιάνα Μαυρομάτη) σιδερώνει, —και το κάνει πολλές φορές κατά τη διάρκεια της παράστασης— ένα σίδερο χωρίς πρίζα κυκλοφορεί, χωρίς να λείπει η έντονα νατουραλιστική προσοχή για ένα ενδεχόμενο κάψιμο. Το ρεαλισμό έσπαγε μια προβολή-βίντεο που αντιπροσώπευε την τουαλέτα —το μόνο μέρος του σπιτιού που δεν βλέπουμε—ένα εύρημα αντιθετικά παράταιρο∙ μοναδικό θετικό στοιχείο το φινάλε όπου χρησιμοποιείται με έναν ιδιαίτερα ευρηματικό τρόπο σε αντίθεση με όλα τα υπόλοιπα. Οι συνδέσεις μεταξύ των σκηνών γίνονταν με μια ασαφή ακινησία των ηθοποιών ή ένα απλό black-out στο οποίο βλέπουμε τις σκιές των ηθοποιών να πηγαινοέρχονται ώσπου να ετοιμαστούν για τη συνέχεια, ενώ η μουσική (Κωστής Χαραμουντάνης) αν είχε ένα παραπάνω ενδιαφέρον θα βοηθούσε περισσότερο, αντίθετα θύμιζε μουσική από φιλμ νουάρ σε στιγμές αγωνίας.
Οι ερμηνείες στο σύνολο τους πρόχειρες μέχρι αδιάφορες. Η Ηλιάνα Μαυρομάτη (Στέλλα) δεν κατάφερε να σταθεί στις απαιτήσεις του ρόλου και περιορίστηκε σε μια υποτονική και αδιάφορη ερμηνεία που περισσότερο δυσκόλευε παρά βοηθούσε την Κόρα Καρβούνη που έκανε φιλότιμες προσπάθειες να σώσει τις κακές στιγμές. Ο Γιάννης Τσορτέκης (Στάνλεϋ) περιορίστηκε σε μια καλά εκτελεσμένη απομίμηση του Μάρλον Μπράντο, ενώ μοναδικό φωτεινό σημάδι εκτός από την Καρβούνη ήταν και ο Γιώργος Δάμπασης στον ρόλο του Μιτς.
Η παράσταση αξίζει σίγουρα για την ιδιαίτερη ερμηνεία της Κόρα Καρβούνη που βρήκε τη δική της Μπλανς Ντιμπουά και βυθίστηκε μέσα της με αγάπη και συνέπεια∙ όση φυσικά της επέτρεπαν οι αντίξοες συνθήκες. Στην ίδια γραμμή και οι σκηνές με τον Μιτς που ανέβασαν τον πήχη την υποκριτικής αλλά και ένα φινάλε με μια Μπλανς ολοκληρωτικά καθηλωτική, ακριβώς έτσι όπως πρέπει να είναι η Μπλανς Ντιμπουά.
Το έργο γράφτηκε το 1947 και ανέβηκε για πρώτη φορά την ίδια χρονιά στο θέατρο Broadway σε σκηνοθεσία του Ελία Καζάν, ενώ το 1951 έγινε η θρυλική μεταφορά του στον κινηματογράφο από τον ίδιο σκηνοθέτη με τη Βίβιαν Λι και τον Μάρλον Μπράντο στους βασικούς ρόλους. Ένα έργο-σταθμός για την αμερικάνικη και παγκόσμια δραματουργία∙ έγινε το πρώτο έργο που κέρδισε και τα τρία κορυφαία βραβεία, το Πούλιτζερ, το Βραβείο Κριτικών της Νέας Υόρκης και το Ντόναλντσον.
Η πρώτη μου σκέψη, μόλις μπήκα στο θέατρο και αντίκρισα το εύκολο ρεαλιστικό σκηνικό ήταν πως η κ. Σκότη μπορεί και καλύτερα. Η σκέψη αυτή δυστυχώς δεν έφυγε σε όλη τη διάρκεια της παράστασης με μοναδική εξαίρεση την Κόρα Καρβούνη (Μπλανς Ντιμπουά), που έχει επωμιστεί όλο το βάρος ενός δύσκολου ρόλου που όμως κατείχε πλήρως καταφέρνοντας έτσι να κατακτήσει κι εμάς.
Η σκηνοθεσία στο σύνολο της επιφανειακή και γρήγορη με πολλά περιττά σκηνικά αντικείμενα κι αχρείαστο ρεαλισμό παντού αλλά όταν η Στέλλα (Ηλιάνα Μαυρομάτη) σιδερώνει, —και το κάνει πολλές φορές κατά τη διάρκεια της παράστασης— ένα σίδερο χωρίς πρίζα κυκλοφορεί, χωρίς να λείπει η έντονα νατουραλιστική προσοχή για ένα ενδεχόμενο κάψιμο. Το ρεαλισμό έσπαγε μια προβολή-βίντεο που αντιπροσώπευε την τουαλέτα —το μόνο μέρος του σπιτιού που δεν βλέπουμε—ένα εύρημα αντιθετικά παράταιρο∙ μοναδικό θετικό στοιχείο το φινάλε όπου χρησιμοποιείται με έναν ιδιαίτερα ευρηματικό τρόπο σε αντίθεση με όλα τα υπόλοιπα. Οι συνδέσεις μεταξύ των σκηνών γίνονταν με μια ασαφή ακινησία των ηθοποιών ή ένα απλό black-out στο οποίο βλέπουμε τις σκιές των ηθοποιών να πηγαινοέρχονται ώσπου να ετοιμαστούν για τη συνέχεια, ενώ η μουσική (Κωστής Χαραμουντάνης) αν είχε ένα παραπάνω ενδιαφέρον θα βοηθούσε περισσότερο, αντίθετα θύμιζε μουσική από φιλμ νουάρ σε στιγμές αγωνίας.
Οι ερμηνείες στο σύνολο τους πρόχειρες μέχρι αδιάφορες. Η Ηλιάνα Μαυρομάτη (Στέλλα) δεν κατάφερε να σταθεί στις απαιτήσεις του ρόλου και περιορίστηκε σε μια υποτονική και αδιάφορη ερμηνεία που περισσότερο δυσκόλευε παρά βοηθούσε την Κόρα Καρβούνη που έκανε φιλότιμες προσπάθειες να σώσει τις κακές στιγμές. Ο Γιάννης Τσορτέκης (Στάνλεϋ) περιορίστηκε σε μια καλά εκτελεσμένη απομίμηση του Μάρλον Μπράντο, ενώ μοναδικό φωτεινό σημάδι εκτός από την Καρβούνη ήταν και ο Γιώργος Δάμπασης στον ρόλο του Μιτς.
Η παράσταση αξίζει σίγουρα για την ιδιαίτερη ερμηνεία της Κόρα Καρβούνη που βρήκε τη δική της Μπλανς Ντιμπουά και βυθίστηκε μέσα της με αγάπη και συνέπεια∙ όση φυσικά της επέτρεπαν οι αντίξοες συνθήκες. Στην ίδια γραμμή και οι σκηνές με τον Μιτς που ανέβασαν τον πήχη την υποκριτικής αλλά και ένα φινάλε με μια Μπλανς ολοκληρωτικά καθηλωτική, ακριβώς έτσι όπως πρέπει να είναι η Μπλανς Ντιμπουά.
0 comments: