(11-11-2016)
"Χέντα Γκάμπλερ" του Ερρίκου Ίψεν, σε σκηνοθεσία Νίκου Σακαλίδη, στο Θέατρο Αμαλία-Εταιρότητα. (Θεσσαλονίκη)
Για τα εγκαίνια της επαναλειτουργίας του ιστορικού Θεάτρου Αμαλία, η εταιρία Εταιρότητα (μέχρι προσφάτως Θέατρο Τέχνης Ακτίς Αελίου) επέλεξε να ανεβάσει την "Έντα Γκάμπλερ" του Ίψεν. Μια επιλογή που δίνει ήδη τον τόνο στο χαρακτήρα που θέλει να διαμορφώσει ο θίασος στη νέα του στέγη.
Η Έντα Γκάμπλερ είναι μια από τις πιο πολυσυζητημένες και μυστηριώδεις γυναίκες του κλασικού ρεπερτορίου. Από τα τέλη του 19ου αιώνα που γράφτηκε μέχρι και σήμερα, συνεχίζει να ασκεί γοητεία σε σκηνοθέτες και ηθοποιούς, ενώ πολύ μελάνι έχει χυθεί και από θεωρητικούς του θεάτρου σχετικά με την ίδια και το έργο συνολικά. Σύμβολο της γυναίκας —αλλά και του ανθρώπου γενικά— που ασφυκτιά μέσα στις κοινωνικές συμβάσεις και δεν βρίσκει κανένα ενδιαφέρον στη ζωή. Την ίδια στιγμή τολμηρή ώστε να παίζει με πιστόλια αλλά δειλή ώστε να ζήσει με τον τρόπο που θέλει, η Έντα Γκάμπλερ αρκείται στο να ενορχηστρώνει τις ζωές των ανθρώπων γύρω της αντλώντας μια σχεδόν παιδιάστικη ευχαρίστηση από την ενδεχόμενη καταστροφή τους.
Έργο που βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στα ανείπωτα λόγια πίσω από τις κοινότυπες φράσεις και στον αδιόρατο ιστό σχέσεων μεταξύ των προσώπων δημιουργώντας μια φορτισμένη ατμόσφαιρα. Έργο ρεπερτορίου και μάλιστα από τα εμβληματικότερα. Έργο ταιριαστό και με τον προηγούμενο χαρακτήρα του Αμαλία. Έργο αναμενόμενο που στοχεύει σ’ ένα ευρύ αστικό κοινό. Έργο όμως που κατά την γνώμη μου κρύβει ταυτόχρονα παγίδες. Το γεγονός ότι ένα κείμενο είναι κλασικό και διαχρονικό, ενδεχομένως γιατί οι ιδέες, οι έννοιες ή οι χαρακτήρες που εμπεριέχει είναι τέτοιοι, δεν σημαίνει αυτόματα ότι ένας σκηνοθέτης φτάνει να αρκεστεί σ’ αυτό προκειμένου να ανεβάσει μια παράσταση που να μιλάει στο σήμερα. Παρεξήγηση που φαίνεται να συμβαίνει πολύ συχνά σε ανεβάσματα κλασικών έργων.
Παρόμοια είναι και η περίπτωση στην παράσταση της Εταιρότητας. Ο πρώτος κεντρικός άξονας της σκηνοθεσίας του Σακαλίδη (όπως μας ενημερώνει στο σκηνοθετικό του σημείωμα) είναι η τοποθέτηση της δράσης μισό αιώνα αργότερα από το 1890. Μετάθεση που δηλώνεται αχνά και μόνο με τις ενδυματολογικές και σκηνογραφικές επιλογές χωρίς να φανερώνεται πουθενά ένας ουσιαστικός λόγος καθώς δεν προσδίδει τίποτα παραπάνω στην παράσταση, σε σημείο μάλιστα που να μην το προσέξεις καν εάν δεν έχεις διαβάσει το πρόγραμμα. Ο δεύτερος, και μάλλον σημαντικότερος άξονας είναι η προσθήκη της παρουσίας μιας απροσδιόριστης γυναίκας έξω από τον οριοθετημένο χώρο του σαλονιού. Η γυναίκα, ντυμένη με σύγχρονα ρούχα κάθεται σε μια πολυθρόνα, παρατηρεί την εξέλιξη της δράσης, αναγγέλλει την είσοδο των προσώπων παίζοντας νότες σ’ ένα αρμόνιο και κάποιες στιγμές λέει τα λόγια της Έντας αντί για την Έντα. Το σκηνοθετικό εύρημα της τοποθέτησης ενός εξωτερικού ματιού στην σκηνή —πολυχρησιμοποιημένο τα τελευταία χρόνια— εδώ μένει στο πρώτο επίπεδο αξιοποίησης χωρίς να δίνεται και πάλι ένας ουσιαστικός λόγος μιας τέτοιας προσθήκης. Επιπλέον δεν είναι καθαρή ούτε η φόρμα της διάδρασής της, καθώς άλλοτε μπαίνει μέσα στο τερέν του σαλονιού, άλλοτε έχει σωματική επαφή με την Έντα, άλλοτε κάνει πανομοιότυπες κινήσεις μαζί της κι άλλοτε μιλάνε ταυτόχρονα ακολουθώντας μια λογική που δεν γίνεται ορατή στον θεατή. Υποκριτικά η παράσταση κινήθηκε σε ένα αποστασιοποιημένο χαμηλών τόνων ύφος που ναι μεν ανάδειξε την εύγλωττη μετάφραση του Βασίλη Παπαγεωργίου (με μόνη παρατήρηση το Χέντα αντί για Έντα που ακούγεται αφύσικο στα ελληνικά), είχε όμως επιπτώσεις στον σκηνικό ρεαλισμό που φαίνεται να κατευθυνόταν κατά τ’ άλλα η σκηνοθεσία.
Η πρώτη παραγωγή του Θεάτρου Αμαλία Εταιρότητα έπεσε κατά την γνώμη μου στις παγίδες της επιλογής της μην καταφέρνοντας να αρθρώσει μια ενδιαφέρουσα πρόταση για την επανατοποθέτηση του στο θεατρικό χάρτη της Θεσσαλονίκης. Μένει βέβαια να δείξουν οι επόμενες παραγωγές.
Η Έντα Γκάμπλερ είναι μια από τις πιο πολυσυζητημένες και μυστηριώδεις γυναίκες του κλασικού ρεπερτορίου. Από τα τέλη του 19ου αιώνα που γράφτηκε μέχρι και σήμερα, συνεχίζει να ασκεί γοητεία σε σκηνοθέτες και ηθοποιούς, ενώ πολύ μελάνι έχει χυθεί και από θεωρητικούς του θεάτρου σχετικά με την ίδια και το έργο συνολικά. Σύμβολο της γυναίκας —αλλά και του ανθρώπου γενικά— που ασφυκτιά μέσα στις κοινωνικές συμβάσεις και δεν βρίσκει κανένα ενδιαφέρον στη ζωή. Την ίδια στιγμή τολμηρή ώστε να παίζει με πιστόλια αλλά δειλή ώστε να ζήσει με τον τρόπο που θέλει, η Έντα Γκάμπλερ αρκείται στο να ενορχηστρώνει τις ζωές των ανθρώπων γύρω της αντλώντας μια σχεδόν παιδιάστικη ευχαρίστηση από την ενδεχόμενη καταστροφή τους.
Έργο που βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στα ανείπωτα λόγια πίσω από τις κοινότυπες φράσεις και στον αδιόρατο ιστό σχέσεων μεταξύ των προσώπων δημιουργώντας μια φορτισμένη ατμόσφαιρα. Έργο ρεπερτορίου και μάλιστα από τα εμβληματικότερα. Έργο ταιριαστό και με τον προηγούμενο χαρακτήρα του Αμαλία. Έργο αναμενόμενο που στοχεύει σ’ ένα ευρύ αστικό κοινό. Έργο όμως που κατά την γνώμη μου κρύβει ταυτόχρονα παγίδες. Το γεγονός ότι ένα κείμενο είναι κλασικό και διαχρονικό, ενδεχομένως γιατί οι ιδέες, οι έννοιες ή οι χαρακτήρες που εμπεριέχει είναι τέτοιοι, δεν σημαίνει αυτόματα ότι ένας σκηνοθέτης φτάνει να αρκεστεί σ’ αυτό προκειμένου να ανεβάσει μια παράσταση που να μιλάει στο σήμερα. Παρεξήγηση που φαίνεται να συμβαίνει πολύ συχνά σε ανεβάσματα κλασικών έργων.
Παρόμοια είναι και η περίπτωση στην παράσταση της Εταιρότητας. Ο πρώτος κεντρικός άξονας της σκηνοθεσίας του Σακαλίδη (όπως μας ενημερώνει στο σκηνοθετικό του σημείωμα) είναι η τοποθέτηση της δράσης μισό αιώνα αργότερα από το 1890. Μετάθεση που δηλώνεται αχνά και μόνο με τις ενδυματολογικές και σκηνογραφικές επιλογές χωρίς να φανερώνεται πουθενά ένας ουσιαστικός λόγος καθώς δεν προσδίδει τίποτα παραπάνω στην παράσταση, σε σημείο μάλιστα που να μην το προσέξεις καν εάν δεν έχεις διαβάσει το πρόγραμμα. Ο δεύτερος, και μάλλον σημαντικότερος άξονας είναι η προσθήκη της παρουσίας μιας απροσδιόριστης γυναίκας έξω από τον οριοθετημένο χώρο του σαλονιού. Η γυναίκα, ντυμένη με σύγχρονα ρούχα κάθεται σε μια πολυθρόνα, παρατηρεί την εξέλιξη της δράσης, αναγγέλλει την είσοδο των προσώπων παίζοντας νότες σ’ ένα αρμόνιο και κάποιες στιγμές λέει τα λόγια της Έντας αντί για την Έντα. Το σκηνοθετικό εύρημα της τοποθέτησης ενός εξωτερικού ματιού στην σκηνή —πολυχρησιμοποιημένο τα τελευταία χρόνια— εδώ μένει στο πρώτο επίπεδο αξιοποίησης χωρίς να δίνεται και πάλι ένας ουσιαστικός λόγος μιας τέτοιας προσθήκης. Επιπλέον δεν είναι καθαρή ούτε η φόρμα της διάδρασής της, καθώς άλλοτε μπαίνει μέσα στο τερέν του σαλονιού, άλλοτε έχει σωματική επαφή με την Έντα, άλλοτε κάνει πανομοιότυπες κινήσεις μαζί της κι άλλοτε μιλάνε ταυτόχρονα ακολουθώντας μια λογική που δεν γίνεται ορατή στον θεατή. Υποκριτικά η παράσταση κινήθηκε σε ένα αποστασιοποιημένο χαμηλών τόνων ύφος που ναι μεν ανάδειξε την εύγλωττη μετάφραση του Βασίλη Παπαγεωργίου (με μόνη παρατήρηση το Χέντα αντί για Έντα που ακούγεται αφύσικο στα ελληνικά), είχε όμως επιπτώσεις στον σκηνικό ρεαλισμό που φαίνεται να κατευθυνόταν κατά τ’ άλλα η σκηνοθεσία.
Η πρώτη παραγωγή του Θεάτρου Αμαλία Εταιρότητα έπεσε κατά την γνώμη μου στις παγίδες της επιλογής της μην καταφέρνοντας να αρθρώσει μια ενδιαφέρουσα πρόταση για την επανατοποθέτηση του στο θεατρικό χάρτη της Θεσσαλονίκης. Μένει βέβαια να δείξουν οι επόμενες παραγωγές.
0 comments: