(21-11-2016)
"Θέλετε να χορέψομε Μαρία;" της Μέλπως Αξιώτη, σε σκηνοθεσία Ηλέκτρας Ελληνικιώτη, στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων-Λευτέρης Βογιατζής (Αθήνα)
Οι θεατές μόλις μπαίνουν στο θέατρο της οδού Κυκλάδων αντικρίζουν αναποδογυρισμένους μουσαμάδες από ξύλο και σίδερο στα κενά των οποίων βρίσκονται οι δύο γυναίκες ενώ ο άντρας παρακολουθεί έξω από τη σκηνή σαν εν δυνάμει θεατής.
"Θέλετε να χορέψομε Μαρία;" είναι η ερώτηση που απευθύνει ο Γιάννης (Ανδρέας Κωνσταντίνου) για πρώτη και τελευταία φορά στην κ. Θαλή (Αγγελική Παπαθεμελή) κι η ιστορία ξεκινά.
Τα λειτουργικά σκηνικά του Γιάννη Σκουρλέτη που στήνονται από τον Γιάννη (Ανδρέα Κωνσταντίνου) κατά τη διάρκεια της παράστασης αποκαλύπτοντας ένα σπίτι εποχής εντάσσονται αβίαστα με τη δραματουργία του έργου και τις δράσεις των ηθοποιών.
Η σκηνοθεσία της Ηλέκτρας Ελληνικιώτη παρουσιάζει ελλείψεις κυρίως όσον αφορά στη διαχείριση του κειμένου. Το πρόβλημα ήταν πολύ απλό: δεν άκουσα το κείμενο. Όλα ήταν υπέροχα, η παρουσία των ηθοποιών, τα σκηνικά, τα κοστούμια, οι εικόνες αλλά έλειπαν τα λόγια. Οι ερμηνείες ως επί το πλείστον στήριξαν το κείμενο —μνημονεύω μονάχα την περίπτωση του Ανδρέα Κωνσταντίνου— αλλά οι επιλογές δημιουργούσαν κενά που ευτυχώς "σώνονταν" από τις ευρηματικές δράσεις των ηθοποιών. Πολλές φορές μάλιστα —κι αυτό δεν είναι μέριμνα της σκηνοθέτη— χάνονταν λέξεις σαν να έπεφταν αφρόντιστες στο πάτωμα και πρόκειται για ένα κείμενο με ιδιαίτερα απαιτητικό λόγο.
"Σε ποια μεριά της γης να βρίσκουνται άραγε τα σπουδαία πράγματα" ψάχνουν, αναρωτιούνται, θυμώνουν, απογοητεύονται, ζουν οι ηθοποιοί ενώ προσπαθούν να μιλήσουν τη μοναξιά τους. Η παράσταση παρά τα όποια εμφανή μειονεκτήματα είναι μια ευαίσθητη αποτύπωση με σύγχρονη ματιά του κόσμου που δημιούργησε το 1940, η Μέλπω Αξιώτη.
Η Μέλπω Αξιώτη, η συγγραφέας με την αμφιλεγόμενη προσωπικότητα –γόνος αριστοκρατικής οικογένειας που εντάχθηκε από πολύ νωρίς στο ΚΚΕ, στην Εθνική Αντίσταση, άφησε τον δικό της οίκο ραπτικής για να αφοσιωθεί στο γράψιμο και τελικά πέθανε μόνη σε οίκο ευγηρίας. Έρχεται ξανά στο προσκήνιο όχι μόνο μέσα από δύο καινούργιες και ιδιαιτέρως φροντισμένες εκδόσεις των έργων της αλλά και από την επιλογή μιας νουβέλας της από την bijoux de kant, ομάδα με μοναδικό χαρακτήρα στο χώρο του θεάτρου τα τελευταία χρόνια. Οι ιστορίες της Μέλπω Αξιώτη είναι ιστορίες της ζωής, μιας ζωής αφτιασίδωτης μα επιθυμητής, όπως μια πρόσκληση σε χορό.
Οι θεατές μόλις μπαίνουν στο θέατρο της οδού Κυκλάδων αντικρίζουν αναποδογυρισμένους μουσαμάδες από ξύλο και σίδερο στα κενά των οποίων βρίσκονται οι δύο γυναίκες ενώ ο άντρας παρακολουθεί έξω από τη σκηνή σαν εν δυνάμει θεατής.
"Θέλετε να χορέψομε Μαρία;" είναι η ερώτηση που απευθύνει ο Γιάννης (Ανδρέας Κωνσταντίνου) για πρώτη και τελευταία φορά στην κ. Θαλή (Αγγελική Παπαθεμελή) κι η ιστορία ξεκινά.
Τα λειτουργικά σκηνικά του Γιάννη Σκουρλέτη που στήνονται από τον Γιάννη (Ανδρέα Κωνσταντίνου) κατά τη διάρκεια της παράστασης αποκαλύπτοντας ένα σπίτι εποχής εντάσσονται αβίαστα με τη δραματουργία του έργου και τις δράσεις των ηθοποιών.
Η σκηνοθεσία της Ηλέκτρας Ελληνικιώτη παρουσιάζει ελλείψεις κυρίως όσον αφορά στη διαχείριση του κειμένου. Το πρόβλημα ήταν πολύ απλό: δεν άκουσα το κείμενο. Όλα ήταν υπέροχα, η παρουσία των ηθοποιών, τα σκηνικά, τα κοστούμια, οι εικόνες αλλά έλειπαν τα λόγια. Οι ερμηνείες ως επί το πλείστον στήριξαν το κείμενο —μνημονεύω μονάχα την περίπτωση του Ανδρέα Κωνσταντίνου— αλλά οι επιλογές δημιουργούσαν κενά που ευτυχώς "σώνονταν" από τις ευρηματικές δράσεις των ηθοποιών. Πολλές φορές μάλιστα —κι αυτό δεν είναι μέριμνα της σκηνοθέτη— χάνονταν λέξεις σαν να έπεφταν αφρόντιστες στο πάτωμα και πρόκειται για ένα κείμενο με ιδιαίτερα απαιτητικό λόγο.
"Σε ποια μεριά της γης να βρίσκουνται άραγε τα σπουδαία πράγματα" ψάχνουν, αναρωτιούνται, θυμώνουν, απογοητεύονται, ζουν οι ηθοποιοί ενώ προσπαθούν να μιλήσουν τη μοναξιά τους. Η παράσταση παρά τα όποια εμφανή μειονεκτήματα είναι μια ευαίσθητη αποτύπωση με σύγχρονη ματιά του κόσμου που δημιούργησε το 1940, η Μέλπω Αξιώτη.
0 comments: