Αν κάποιος προσπαθήσει να προσεγγίσει τον Τόμας Μπέρνχαρντ μέσω του αρχειακού υλικού, έρχεται αντιμέτωπος με μια περίπλοκη συνθήκη. Ο αναγνώστης βρίσκει μπροστά του "διαφορετικούς Τόμας Μπέρνχαρντ". Είναι ο "σπουδαίος μοναχικός πεισματάρης", ο "τραγωδός με το άπλετο χιούμορ", ο μακάβριος χιουμορίστας", ο "εχθρός του κατεστημένου", ο "επαναστάτης που υποφέρει", ο "βιρτουόζος της απελπισίας", "ο κωμικός που ξετρελαίνεται με την κατήφεια".
Ο Τόμας Μπέρνχαρντ γεννήθηκε το 1931 στο Χέερλεν της Ολλανδίας και πέθανε το 1989 στο Γκμούντεν της άνω Αυστρίας. Ήταν ο νόθος γιος της Χέρτα Μπέρνχαρντ και του μαραγκού Αλόις Τσουκερστέτερ, ο οποίος δεν τον αναγνώρισε. Με τον πατέρα του δεν συναντήθηκε ποτέ. Ο Αλόις αυτοκτόνησε το 1940 αν και ο Μπέρνχαρντ δήλωνε ότι ο πατέρας του πέθανε το 1943. Η μητέρα του παντρεύτηκε ξανά το 1938 και απέκτησε άλλα δύο παιδιά. Οι δυο τους δεν τα πήγαν ποτέ καλά. Όπως αναφέρει ο Μπέρνχαρντ στην αυτοβιογραφία του, η μητέρα του έβλεπε πάντα στο πρόσωπό του τον πατέρα του και το λάθος της.Στην συνέντευξη που παραχώρησε ο Μπερνχαρντ στην Asta Scheib, το 1986, και δημοσιεύτηκε με τον τίτλο Από την μια καταστροφή στην επόμενη, ο συγγραφέας μοιράζεται στιγμές από τη ζωή και την δημιουργική του πορεία.
Η πρώτη ερώτηση που καλείται να απαντήσει είναι να δώσει μια εικόνα για το ποιος είναι πραγματικά ο Τόμας Μπέρνχαρντ. Εκείνος απαντά: "Κανείς δεν γνωρίζει ποιος πραγματικά είναι. Οι άλλοι μπορούν να το πουν. Ζεις μια γεμάτη ζωή και στο τέλος δεν γνωρίζεις καθόλου ποιος είσαι. Ακόμη και από τη μια στιγμή στην άλλη μπορεί να πιστεύεις κάτι διαφορετικό".
Αναφέρεται στην απώλεια, μέσα από την δική του προσωπική ιστορία απώλειας μετά το θάνατο της Χέντβικ Σταβιάνιτσεκ, —τη "θεία", όπως την αποκαλούσε— που ήταν τριάντα χρόνια μεγαλύτερή του και τον πήρε στο σπίτι της στη Βιέννη υπό την προστασία της, στο ρόλο που έχει η μουσική στα έργα του και στη σχέση του με τον θάνατο. Λίγο αργότερα η συζήτηση περνά στον "επιθετικό" τρόπο με τον οποίο σκιαγραφεί τα γυναικεία πορτραίτα στα έργα του. Ο ίδιος αρνείται αυτόν τον προσδιορισμό, αναφέροντας πως η συναναστροφή του με τις γυναίκες ήταν πάντα χρήσιμη και πολύτιμη για εκείνον. Μια συζήτηση με άνδρες είναι ικανή να τον οδηγήσει στην τρέλα. Μετά τον θάνατο του παππού του έψαχνε πάντα την προστασία των γυναικών, που σε πολλά πράγματα ήταν ανώτερες από αυτόν.
Στο κλείσιμο της συνομιλίας αναφέρεται στην σπουδαιότητα της απώλειας και στο πως είναι η ζωή μετά από ένα τέτοιο οδυνηρό γεγονός. "Είναι μεγάλο πλεονέκτημα η αναμέτρηση σου με κάτι τέτοιο. Τίποτα δεν είναι ικανό να σε επηρεάσει μετά από αυτό. Δεν σε αγχώνει ούτε η επιτυχία, ούτε η αποτυχία, ούτε το θέατρο και οι κριτικοί".
[...] "Μετά το θάνατο της "θείας" δεν εντυπωσιαζόμουν πια από τίποτα, ό,τι έγραφα ήταν πάντα μια καταστροφή. Αυτό είναι θλιβερό όταν συμβαίνει σε έναν συγγραφέα. Δεν μπορεί να αποτυπωθεί στο χαρτί αυτό που σκέφτηκε ή φαντάστηκε. Το μόνο που προσφέρει είναι ένα κακό, γελοίο αντίγραφο αυτού που είχε φανταστεί. Είναι ακόμη πιο επώδυνο να εκφραστείς στην γερμανική γλώσσα, μια γλώσσα "ξύλινη" και "άχρωμη" που σκοτώνει καθετί φωτεινό και όμορφο. Το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να μπολιάσεις αυτή τη γλώσσα με ρυθμό που θα της προσδώσει μουσικότητα. Αυτό που προκύπτει στο τέλος της διαδικασίας συγγραφής ποτέ δεν συμβαδίζει με αυτό που είχα σκεφτεί. Το έργο που παρουσιάζεται στην θεατρική σκηνή έχει ελάχιστη σχέση με αυτό που δημιούργησε ο συγγραφέας. Η σκηνή και τα σκηνικά είναι πεδία που καταστρέφουν τα πάντα. Κάθε φορά συντελείται μια καταστροφή". Και όταν η δημοσιογράφος παρατηρεί: "Όμως εξακολουθείτε να γράφετε έργα. Από την μια καταστροφή στην επόμενη, ο Μπέρνχαρντ απαντά μονολεκτικά: "Ναι".
Ολόκληρη η συνέντευξη: http://www.thomasbernhard.org/interviews/1986intas.shtml
Τώρα στη Θεσσαλονίκη
Ρίττερ, Ντένε, Φος του Τόμας Μπέρνχαρντ, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καταλειφού, Άννας Κοκκίνου, Ράνιας Οικονομίδου, Πάνου Παπαδόπουλου.
To έργο γράφτηκε το 1984. Από τα σημαντικότερα έργα του Τόμας Μπέρνχαρντ - είναι βαθύτατα πολιτικό. Με κοφτερή ματιά και εξ ίσου κοφτερή γλώσσα, κριτικάρει με σφοδρότητα και πρωτοφανή διαύγεια πνευματική, τα βαθιά κοινωνικά προβλήματα που δρουν καταλυτικά στην ψυχή και το πνεύμα του ανθρώπου. Θέμα του η οικογένεια σαν μια μικρογραφία της κοινωνίας, της χώρας. Mια κόλαση εκμηδένισης και ακύρωσης των παιδιών της.
Πώς τα θύματα γίνονται με τη σειρά τους θύτες σε μια πορεία που δεν έχει τέλος.
Πώς η παντοδυναμία του χρήματος παραμορφώνει όλα τα φυσικά χαρίσματα τους και τα μετατρέπει σε τραυματισμένα τέρατα. Ο ανελέητος πόλεμος, το φοβερό αλληλοφάγωμα για την επικράτηση του εγώ. Σε αυτό που φαινομενικά μοιάζει φυσικό και αποδεκτό ο Μπέρνχαρντ βάζει ένα μεγεθυντικό φακό, παρατηρεί και φανερώνει την μέθοδο αλληλεξόντωσης ο ένας του άλλου.
Το έργο διαδραματίζεται στο αρχοντικό της βαθύπλουτης οικογένειας Βόρρινγκερ σε ένα προάστιο της Βιέννης στη διάρκεια μιάς μέρας. Τα πρόσωπα είναι τρία αδέρφια —δύο αδερφές— Ρίττερ και Ντένε και ο αδερφός τους Λούντβιχ. Είναι η μέρα που η μεγάλη αδερφή έχει φέρει για μόνιμη εγκατάσταση στο σπίτι τον φιλόσοφο αδερφό της Λούντβιχ, ύστερα από την παραμονή του επί είκοσι χρόνια στο ψυχιατρείο. Η Ντένε ένα πρόσωπο απόλυτα προσκολλημένο στις αρχές και το πνεύμα της οικογένειας Βόρρινγκερ προσδοκά να εντάξει και πάλι τον αδερφό της στο σπίτι και στα ιδανικά του.
Η Ρίττερ είναι πρόσωπο εντελώς αδιάφορο για τα ιδανικά αυτά αλλά και για οτιδήποτε άλλο- είναι τελείως αντίθετη με τη πρωτοβουλία αυτή της αδερφής της να φέρει στο σπίτι τον αδερφό τους τον οποίο θεωρεί τέρας εγωισμού και καταπιεστή τους. Ο Λούντβιχ είναι πρόσωπο βασανιστικά απορροφημένο από τη σκέψη του και βασανιστικά εξαρτώμενο από την οικογένεια αυτή και το σπίτι τη "κόλαση των Βόρρινγκερ" όπως το ονομάζει. Ο αγώνας του να εξουσιάσει την σκέψη του είναι εξουθενωτικός για τον ίδιο και για τους άλλους. Η σύγκρουση μεταξύ των τριών είναι βίαιη και ανελέητη.
Ο Τόμας Μπέρνχαρντ γεννήθηκε το 1931 στο Χέερλεν της Ολλανδίας και πέθανε το 1989 στο Γκμούντεν της άνω Αυστρίας. Ήταν ο νόθος γιος της Χέρτα Μπέρνχαρντ και του μαραγκού Αλόις Τσουκερστέτερ, ο οποίος δεν τον αναγνώρισε. Με τον πατέρα του δεν συναντήθηκε ποτέ. Ο Αλόις αυτοκτόνησε το 1940 αν και ο Μπέρνχαρντ δήλωνε ότι ο πατέρας του πέθανε το 1943. Η μητέρα του παντρεύτηκε ξανά το 1938 και απέκτησε άλλα δύο παιδιά. Οι δυο τους δεν τα πήγαν ποτέ καλά. Όπως αναφέρει ο Μπέρνχαρντ στην αυτοβιογραφία του, η μητέρα του έβλεπε πάντα στο πρόσωπό του τον πατέρα του και το λάθος της.Στην συνέντευξη που παραχώρησε ο Μπερνχαρντ στην Asta Scheib, το 1986, και δημοσιεύτηκε με τον τίτλο Από την μια καταστροφή στην επόμενη, ο συγγραφέας μοιράζεται στιγμές από τη ζωή και την δημιουργική του πορεία.
Η πρώτη ερώτηση που καλείται να απαντήσει είναι να δώσει μια εικόνα για το ποιος είναι πραγματικά ο Τόμας Μπέρνχαρντ. Εκείνος απαντά: "Κανείς δεν γνωρίζει ποιος πραγματικά είναι. Οι άλλοι μπορούν να το πουν. Ζεις μια γεμάτη ζωή και στο τέλος δεν γνωρίζεις καθόλου ποιος είσαι. Ακόμη και από τη μια στιγμή στην άλλη μπορεί να πιστεύεις κάτι διαφορετικό".
Αναφέρεται στην απώλεια, μέσα από την δική του προσωπική ιστορία απώλειας μετά το θάνατο της Χέντβικ Σταβιάνιτσεκ, —τη "θεία", όπως την αποκαλούσε— που ήταν τριάντα χρόνια μεγαλύτερή του και τον πήρε στο σπίτι της στη Βιέννη υπό την προστασία της, στο ρόλο που έχει η μουσική στα έργα του και στη σχέση του με τον θάνατο. Λίγο αργότερα η συζήτηση περνά στον "επιθετικό" τρόπο με τον οποίο σκιαγραφεί τα γυναικεία πορτραίτα στα έργα του. Ο ίδιος αρνείται αυτόν τον προσδιορισμό, αναφέροντας πως η συναναστροφή του με τις γυναίκες ήταν πάντα χρήσιμη και πολύτιμη για εκείνον. Μια συζήτηση με άνδρες είναι ικανή να τον οδηγήσει στην τρέλα. Μετά τον θάνατο του παππού του έψαχνε πάντα την προστασία των γυναικών, που σε πολλά πράγματα ήταν ανώτερες από αυτόν.
Στο κλείσιμο της συνομιλίας αναφέρεται στην σπουδαιότητα της απώλειας και στο πως είναι η ζωή μετά από ένα τέτοιο οδυνηρό γεγονός. "Είναι μεγάλο πλεονέκτημα η αναμέτρηση σου με κάτι τέτοιο. Τίποτα δεν είναι ικανό να σε επηρεάσει μετά από αυτό. Δεν σε αγχώνει ούτε η επιτυχία, ούτε η αποτυχία, ούτε το θέατρο και οι κριτικοί".
[...] "Μετά το θάνατο της "θείας" δεν εντυπωσιαζόμουν πια από τίποτα, ό,τι έγραφα ήταν πάντα μια καταστροφή. Αυτό είναι θλιβερό όταν συμβαίνει σε έναν συγγραφέα. Δεν μπορεί να αποτυπωθεί στο χαρτί αυτό που σκέφτηκε ή φαντάστηκε. Το μόνο που προσφέρει είναι ένα κακό, γελοίο αντίγραφο αυτού που είχε φανταστεί. Είναι ακόμη πιο επώδυνο να εκφραστείς στην γερμανική γλώσσα, μια γλώσσα "ξύλινη" και "άχρωμη" που σκοτώνει καθετί φωτεινό και όμορφο. Το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να μπολιάσεις αυτή τη γλώσσα με ρυθμό που θα της προσδώσει μουσικότητα. Αυτό που προκύπτει στο τέλος της διαδικασίας συγγραφής ποτέ δεν συμβαδίζει με αυτό που είχα σκεφτεί. Το έργο που παρουσιάζεται στην θεατρική σκηνή έχει ελάχιστη σχέση με αυτό που δημιούργησε ο συγγραφέας. Η σκηνή και τα σκηνικά είναι πεδία που καταστρέφουν τα πάντα. Κάθε φορά συντελείται μια καταστροφή". Και όταν η δημοσιογράφος παρατηρεί: "Όμως εξακολουθείτε να γράφετε έργα. Από την μια καταστροφή στην επόμενη, ο Μπέρνχαρντ απαντά μονολεκτικά: "Ναι".
Ολόκληρη η συνέντευξη: http://www.thomasbernhard.org/interviews/1986intas.shtml
Τώρα στη Θεσσαλονίκη
Ρίττερ, Ντένε, Φος του Τόμας Μπέρνχαρντ, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καταλειφού, Άννας Κοκκίνου, Ράνιας Οικονομίδου, Πάνου Παπαδόπουλου.
To έργο γράφτηκε το 1984. Από τα σημαντικότερα έργα του Τόμας Μπέρνχαρντ - είναι βαθύτατα πολιτικό. Με κοφτερή ματιά και εξ ίσου κοφτερή γλώσσα, κριτικάρει με σφοδρότητα και πρωτοφανή διαύγεια πνευματική, τα βαθιά κοινωνικά προβλήματα που δρουν καταλυτικά στην ψυχή και το πνεύμα του ανθρώπου. Θέμα του η οικογένεια σαν μια μικρογραφία της κοινωνίας, της χώρας. Mια κόλαση εκμηδένισης και ακύρωσης των παιδιών της.
Πώς τα θύματα γίνονται με τη σειρά τους θύτες σε μια πορεία που δεν έχει τέλος.
Πώς η παντοδυναμία του χρήματος παραμορφώνει όλα τα φυσικά χαρίσματα τους και τα μετατρέπει σε τραυματισμένα τέρατα. Ο ανελέητος πόλεμος, το φοβερό αλληλοφάγωμα για την επικράτηση του εγώ. Σε αυτό που φαινομενικά μοιάζει φυσικό και αποδεκτό ο Μπέρνχαρντ βάζει ένα μεγεθυντικό φακό, παρατηρεί και φανερώνει την μέθοδο αλληλεξόντωσης ο ένας του άλλου.
Το έργο διαδραματίζεται στο αρχοντικό της βαθύπλουτης οικογένειας Βόρρινγκερ σε ένα προάστιο της Βιέννης στη διάρκεια μιάς μέρας. Τα πρόσωπα είναι τρία αδέρφια —δύο αδερφές— Ρίττερ και Ντένε και ο αδερφός τους Λούντβιχ. Είναι η μέρα που η μεγάλη αδερφή έχει φέρει για μόνιμη εγκατάσταση στο σπίτι τον φιλόσοφο αδερφό της Λούντβιχ, ύστερα από την παραμονή του επί είκοσι χρόνια στο ψυχιατρείο. Η Ντένε ένα πρόσωπο απόλυτα προσκολλημένο στις αρχές και το πνεύμα της οικογένειας Βόρρινγκερ προσδοκά να εντάξει και πάλι τον αδερφό της στο σπίτι και στα ιδανικά του.
Η Ρίττερ είναι πρόσωπο εντελώς αδιάφορο για τα ιδανικά αυτά αλλά και για οτιδήποτε άλλο- είναι τελείως αντίθετη με τη πρωτοβουλία αυτή της αδερφής της να φέρει στο σπίτι τον αδερφό τους τον οποίο θεωρεί τέρας εγωισμού και καταπιεστή τους. Ο Λούντβιχ είναι πρόσωπο βασανιστικά απορροφημένο από τη σκέψη του και βασανιστικά εξαρτώμενο από την οικογένεια αυτή και το σπίτι τη "κόλαση των Βόρρινγκερ" όπως το ονομάζει. Ο αγώνας του να εξουσιάσει την σκέψη του είναι εξουθενωτικός για τον ίδιο και για τους άλλους. Η σύγκρουση μεταξύ των τριών είναι βίαιη και ανελέητη.
infο: Μετάφραση Ιωάννα Μεϊτάνη, σκηνικά Εύα Μανιδάκη, κοστούμια Μάγδα Καλορίτη, φωτισμοί Αλέκος Γιάνναρος, κίνηση Πέρσα Σταματοπούλου, ηχητικός σχεδιασμός Ορέστης Καμπερίδης μακιγιάζ Κυριακή Μελίδου.
Τους ρόλους ερμηνεύουν: Ράνια Οικονομίδου, Άννα Κοκκίνου, Δημήτρης Καταλειφός.
Στο Δημοτικό θέατρο Καλαμαριάς, από 26 Οκτωβρίου.
0 comments: