(16-11-2016)
"Η επανένωση της Βόρειας με τη Νότια Κορέα" του Ζοέλ Πομμερά, σε σκηνοθεσία Νίκου Μαστοράκη, στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης Κάρολος Κουν. (Αθήνα)
Τα έργα του Πομμερά μιλούν για τον άνθρωπο και τα υπαρξιακά του αδιέξοδα μέσα στη σύγχρονη κοινωνία ενός πλουτοκρατικού συστήματος που ολοένα τον αποξενώνει από τον διπλανό του και επαναπροσδιορίζει διαρκώς την κοινωνική του ταυτότητα υπό την σκέπη της "αγίας προόδου". Εντούτοις, δεν θεοποιεί τις παρελθούσες κοινωνίες και δεν διαποτίζει τα έργα του με πεσιμιστικές αντιλήψεις που τείνουν προς τη μεμψιμοιρία.
Το στοχαστικό θέατρο του Πομμερά αν και ρεαλιστικό, με ίσες δόσεις κωμικού-δραματικού, και αρκετά ευχάριστο για τον θεατή (τόσο τον θεατρικό, όσο και τον κειμενικό χάρη στην αμεσότητα του λόγου) μου έφερε στο νου περισσότερο στοιχεία από το Θέατρο της Σκληρότητας. Γιατί; Διότι δεν υπάρχει κάτι πιο σοκαριστικό από την ίδια την πραγματικότητα, χωρίς μορφοπλαστικές στρεβλώσεις προς το άσχημο ή προς το ωραίο. Οι νατουραλιστές τοποθετούσαν χάριν αληθοφάνειας κόπρανα ζώων πάνω στη σκηνή κι έτσι προκαλούσαν αντιδράσεις, μα το να βλέπεις τον εαυτό σου να παριστάνεται από έναν ηθοποιό και να λέει τα ίδια λόγια που λες κι εσύ —ειδικά σε στιγμές έντασης—, είναι εξίσου αποτελεσματικό…
Στο έργο του "Η επανένωση της Βόρειας με τη Νότια Κορέα" παρουσιάζει τα κακώς κείμενα των διαπροσωπικών σχέσεων, αφήνοντας όμως μια χαραμάδα φωτός. Δεν προτείνει λύσεις στα δυσεπίλυτα προβλήματα της ελλειμματικής επικοινωνίας που εμφωλεύουν σε οποιαδήποτε σχέση, μα στήνει καθρέπτη μπροστά στο θεατή και τον παροτρύνει να τα εντοπίσει, ούτως ώστε να προβεί στη διόρθωσή τους. Οι ήρωες δεν μπορούν να επικοινωνήσουν αποτελεσματικά. Ο καθένας κλεισμένος στον μικρόκοσμό του περιορίζεται στα στεγανά του μυαλού του αδυνατώντας να αφουγκραστεί την συναισθηματική κατάσταση του άλλου, είτε τον αγαπά είτε όχι. Γίνεται καταφανής η κρίση των ανθρωπίνων σχέσεων, τα αδιέξοδα και οι αδυναμίες τους. Κανένας δεν ακούει ουσιαστικά τον συνομιλητή του, παρά μόνο τυπικά, ίσα για να ακούσουν τη λέξη-πάτημα, από την οποία θα πιαστούν για να ξεκινήσουν το δικό τους μονόλογο.
Το άτομο ως μέρος μιας υλιστικής κοινωνίας παρακολουθεί ενεό τον κλυδωνισμό της κοινωνικής του ταυτότητας και προοδευτικά γίνεται πιο εσωστρεφές, πιο αποξενωμένο.
Στο έργο υπάρχουν φιγούρες που σε πρώτο επίπεδο αντανακλούν την σαθρότητα της κοινωνίας αλλά με βαθύτερη προσέγγιση ανακαλύπτουμε τον πολυεπίπεδο εσωτερικό τους κόσμο. Ταυτόχρονα αποτελούν μικρογραφίες του πολιτικοκοινωνικού αυτισμού και της παθογένειας της εποχής μας, όπως για παράδειγμα η γυναίκα που βρίσκεται στην κλινική επειδή πάσχει από Αλτσχάϊμερ (Ιωάννα Μαυρέα) και ο άνδρας της (Κλέων Γρηγοριάδης) της υπενθυμίζει καθημερινά την ταυτότητά της. Πρόκειται για μια σκηνή που νοηματικά εκτείνεται σε πολλά πεδία και επιδέχεται πολλαπλές ερμηνείες.
Ο Νίκος Μαστοράκης σκηνοθετεί στο Θέατρο Τέχνης τους: Κλέωνα Γρηγοριάδη, Μαρία Καλλιμάνη, Κατερίνα Λυπηρίδου, Ιωάννα Μαυρέα, Δημήτρη Πασσά, Κωνσταντίνα Τάκαλου και Χάρη Φραγκούλη (συμμετέχουν οι Χριστίνα Παπατριανταφύλλου και Ανθή Σαββάκη) στο έργο που απαρτίζεται από αυτοτελείς ιστορίες, μικρά επεισόδια. Αναφέρω τα ονόματα μαζί, διότι επρόκειτο για μια παράσταση συνόλου με ισομερή διανομή ρόλων. Παρά την δεμένη και γεμάτη ρυθμό σκηνοθεσία, η διαρκής εναλλαγή σκηνών δεν ήταν ιδιαίτερα ευνοϊκή για τους ηθοποιούς κάποιες φορές. Δεν προλάβαιναν πάντα να αξιοποιήσουν τις υποκριτικές τους ικανότητες και να εμβαθύνουν στους χαρακτήρες που υποδύονταν —ειδικά στις ολιγόλεπτες σκηνές— καταφεύγοντας σε ένα ελαφρώς επιφανειακό παίξιμο. Αυτό δε σημαίνει όμως ότι η παράσταση δεν υποστηρίχτηκε υποκριτικά, τουναντίον, όλοι οι ηθοποιοί είχαν ξεχωριστές στιγμές που έδειξαν το ταλέντο τους και κορύφωσαν την ένταση. Αξίζει να αναφέρω την τελευταία εικόνα του έργου με την Κωνσταντίνα Τάκαλου να υποδύεται μια ιερόδουλη που ενσαρκώνει στο πρόσωπό της την απελπισία ενός ατόμου που προσπαθεί να επιβιώσει σε συνθήκες εξωτερικής βίας ζώντας το προσωπικό εσωτερικό της ντελίριο. Μέσα από αυτόν τον χαρακτήρα διαφαίνεται η προλεταριακή κοινωνία που βιάζεται καθημερινά και αναγκάζεται να θυσιάσει στο βωμό του χρήματος την αξιοπρέπειά της. Κι ενώ η μεσοαστική τάξη (Χάρης Φραγκούλης) επιδεικνύει ανθρωπιά και αλληλεγγύη απέναντι στο "λούμπεν", το περιθωριοποιημένο στοιχείο, έρχεται το στυγερό κεφάλαιο (Δημήτρης Πασσάς) να αποδείξει περίτρανα την κατίσχυσή του, στραγγαλίζοντας ό,τι αδύναμο βρεθεί μπροστά του.
Το σκηνικό με την έντονη σημειολογία του, επιμελημένο από τον Αλέξανδρο Λαγόπουλο, ήθελε ένα κόκκινο χαλί να καλύπτει το πάτωμα της σκηνής και διαχωριστικά κιγκλιδώματα να δημιουργούν μαιάνδρους στην πορεία των ηθοποιών. Το κόκκινο χαλί θύμιζε κινηματογράφο, ενώ τα κάγκελα φυλακή. Ατμοσφαιρικό σκηνικό περιβάλλον χάρη στους υποβλητικούς φωτισμούς της Στέλλας Κάλτσου.
Στις αλλαγές των σκηνών οι ηθοποιοί περπατούσαν σα μαριονέτες, μέχρι που συναντούσαν ένα εμπόδιο οπότε η πορεία τους ανατρεπόταν. Εγκλωβισμένοι άνθρωποι μέσα σε μια εικόνα του εαυτού τους, ανίκανοι να έρθουν σε επαφή με τον άλλον, αφού με το που πάνε να πλησιάσουν αμέσως απομακρύνονται με μηχανικές κινήσεις.
Τα μαύρα κοστούμια της Κλαιρ Μπρέισγουελ αξιοποίησαν την ουδετερότητα και την "αχρονία" που χαρίζει το μαύρο χρώμα και δεν έγιναν αλλαγές από τους ηθοποιούς κατά τη διάρκεια της παράστασης. Έδιναν την αίσθηση της καθολικότητας, του πάντα και παντού.
Από τις 9 Νοεμβρίου το ελληνικό κοινό έχει την ευκαιρία να παρακολουθήσει ακόμη ένα έργο του Γάλλου θεατρικού συγγραφέα Ζοέλ Πομμερά, αυτή τη φορά στο υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης. Πρόκειται για έναν σύγχρονο δημιουργό που έχοντας και τα εύσημα του Πήτερ Μπρουκ (που του παραχώρησε για τρία χρόνια το θέατρό του, Bouffes du Nord), χαίρει πανευρωπαϊκής σχεδόν αναγνώρισης. Στην Ελλάδα μάς συστήθηκε το 2008 από τον Γιάννη Λεοντάρη, με την παράσταση των "Εμπόρων" στη Θεσσαλονίκη.
Τα έργα του Πομμερά μιλούν για τον άνθρωπο και τα υπαρξιακά του αδιέξοδα μέσα στη σύγχρονη κοινωνία ενός πλουτοκρατικού συστήματος που ολοένα τον αποξενώνει από τον διπλανό του και επαναπροσδιορίζει διαρκώς την κοινωνική του ταυτότητα υπό την σκέπη της "αγίας προόδου". Εντούτοις, δεν θεοποιεί τις παρελθούσες κοινωνίες και δεν διαποτίζει τα έργα του με πεσιμιστικές αντιλήψεις που τείνουν προς τη μεμψιμοιρία.
Το στοχαστικό θέατρο του Πομμερά αν και ρεαλιστικό, με ίσες δόσεις κωμικού-δραματικού, και αρκετά ευχάριστο για τον θεατή (τόσο τον θεατρικό, όσο και τον κειμενικό χάρη στην αμεσότητα του λόγου) μου έφερε στο νου περισσότερο στοιχεία από το Θέατρο της Σκληρότητας. Γιατί; Διότι δεν υπάρχει κάτι πιο σοκαριστικό από την ίδια την πραγματικότητα, χωρίς μορφοπλαστικές στρεβλώσεις προς το άσχημο ή προς το ωραίο. Οι νατουραλιστές τοποθετούσαν χάριν αληθοφάνειας κόπρανα ζώων πάνω στη σκηνή κι έτσι προκαλούσαν αντιδράσεις, μα το να βλέπεις τον εαυτό σου να παριστάνεται από έναν ηθοποιό και να λέει τα ίδια λόγια που λες κι εσύ —ειδικά σε στιγμές έντασης—, είναι εξίσου αποτελεσματικό…
Στο έργο του "Η επανένωση της Βόρειας με τη Νότια Κορέα" παρουσιάζει τα κακώς κείμενα των διαπροσωπικών σχέσεων, αφήνοντας όμως μια χαραμάδα φωτός. Δεν προτείνει λύσεις στα δυσεπίλυτα προβλήματα της ελλειμματικής επικοινωνίας που εμφωλεύουν σε οποιαδήποτε σχέση, μα στήνει καθρέπτη μπροστά στο θεατή και τον παροτρύνει να τα εντοπίσει, ούτως ώστε να προβεί στη διόρθωσή τους. Οι ήρωες δεν μπορούν να επικοινωνήσουν αποτελεσματικά. Ο καθένας κλεισμένος στον μικρόκοσμό του περιορίζεται στα στεγανά του μυαλού του αδυνατώντας να αφουγκραστεί την συναισθηματική κατάσταση του άλλου, είτε τον αγαπά είτε όχι. Γίνεται καταφανής η κρίση των ανθρωπίνων σχέσεων, τα αδιέξοδα και οι αδυναμίες τους. Κανένας δεν ακούει ουσιαστικά τον συνομιλητή του, παρά μόνο τυπικά, ίσα για να ακούσουν τη λέξη-πάτημα, από την οποία θα πιαστούν για να ξεκινήσουν το δικό τους μονόλογο.
Το άτομο ως μέρος μιας υλιστικής κοινωνίας παρακολουθεί ενεό τον κλυδωνισμό της κοινωνικής του ταυτότητας και προοδευτικά γίνεται πιο εσωστρεφές, πιο αποξενωμένο.
Στο έργο υπάρχουν φιγούρες που σε πρώτο επίπεδο αντανακλούν την σαθρότητα της κοινωνίας αλλά με βαθύτερη προσέγγιση ανακαλύπτουμε τον πολυεπίπεδο εσωτερικό τους κόσμο. Ταυτόχρονα αποτελούν μικρογραφίες του πολιτικοκοινωνικού αυτισμού και της παθογένειας της εποχής μας, όπως για παράδειγμα η γυναίκα που βρίσκεται στην κλινική επειδή πάσχει από Αλτσχάϊμερ (Ιωάννα Μαυρέα) και ο άνδρας της (Κλέων Γρηγοριάδης) της υπενθυμίζει καθημερινά την ταυτότητά της. Πρόκειται για μια σκηνή που νοηματικά εκτείνεται σε πολλά πεδία και επιδέχεται πολλαπλές ερμηνείες.
Ο Νίκος Μαστοράκης σκηνοθετεί στο Θέατρο Τέχνης τους: Κλέωνα Γρηγοριάδη, Μαρία Καλλιμάνη, Κατερίνα Λυπηρίδου, Ιωάννα Μαυρέα, Δημήτρη Πασσά, Κωνσταντίνα Τάκαλου και Χάρη Φραγκούλη (συμμετέχουν οι Χριστίνα Παπατριανταφύλλου και Ανθή Σαββάκη) στο έργο που απαρτίζεται από αυτοτελείς ιστορίες, μικρά επεισόδια. Αναφέρω τα ονόματα μαζί, διότι επρόκειτο για μια παράσταση συνόλου με ισομερή διανομή ρόλων. Παρά την δεμένη και γεμάτη ρυθμό σκηνοθεσία, η διαρκής εναλλαγή σκηνών δεν ήταν ιδιαίτερα ευνοϊκή για τους ηθοποιούς κάποιες φορές. Δεν προλάβαιναν πάντα να αξιοποιήσουν τις υποκριτικές τους ικανότητες και να εμβαθύνουν στους χαρακτήρες που υποδύονταν —ειδικά στις ολιγόλεπτες σκηνές— καταφεύγοντας σε ένα ελαφρώς επιφανειακό παίξιμο. Αυτό δε σημαίνει όμως ότι η παράσταση δεν υποστηρίχτηκε υποκριτικά, τουναντίον, όλοι οι ηθοποιοί είχαν ξεχωριστές στιγμές που έδειξαν το ταλέντο τους και κορύφωσαν την ένταση. Αξίζει να αναφέρω την τελευταία εικόνα του έργου με την Κωνσταντίνα Τάκαλου να υποδύεται μια ιερόδουλη που ενσαρκώνει στο πρόσωπό της την απελπισία ενός ατόμου που προσπαθεί να επιβιώσει σε συνθήκες εξωτερικής βίας ζώντας το προσωπικό εσωτερικό της ντελίριο. Μέσα από αυτόν τον χαρακτήρα διαφαίνεται η προλεταριακή κοινωνία που βιάζεται καθημερινά και αναγκάζεται να θυσιάσει στο βωμό του χρήματος την αξιοπρέπειά της. Κι ενώ η μεσοαστική τάξη (Χάρης Φραγκούλης) επιδεικνύει ανθρωπιά και αλληλεγγύη απέναντι στο "λούμπεν", το περιθωριοποιημένο στοιχείο, έρχεται το στυγερό κεφάλαιο (Δημήτρης Πασσάς) να αποδείξει περίτρανα την κατίσχυσή του, στραγγαλίζοντας ό,τι αδύναμο βρεθεί μπροστά του.
Το σκηνικό με την έντονη σημειολογία του, επιμελημένο από τον Αλέξανδρο Λαγόπουλο, ήθελε ένα κόκκινο χαλί να καλύπτει το πάτωμα της σκηνής και διαχωριστικά κιγκλιδώματα να δημιουργούν μαιάνδρους στην πορεία των ηθοποιών. Το κόκκινο χαλί θύμιζε κινηματογράφο, ενώ τα κάγκελα φυλακή. Ατμοσφαιρικό σκηνικό περιβάλλον χάρη στους υποβλητικούς φωτισμούς της Στέλλας Κάλτσου.
Στις αλλαγές των σκηνών οι ηθοποιοί περπατούσαν σα μαριονέτες, μέχρι που συναντούσαν ένα εμπόδιο οπότε η πορεία τους ανατρεπόταν. Εγκλωβισμένοι άνθρωποι μέσα σε μια εικόνα του εαυτού τους, ανίκανοι να έρθουν σε επαφή με τον άλλον, αφού με το που πάνε να πλησιάσουν αμέσως απομακρύνονται με μηχανικές κινήσεις.
Τα μαύρα κοστούμια της Κλαιρ Μπρέισγουελ αξιοποίησαν την ουδετερότητα και την "αχρονία" που χαρίζει το μαύρο χρώμα και δεν έγιναν αλλαγές από τους ηθοποιούς κατά τη διάρκεια της παράστασης. Έδιναν την αίσθηση της καθολικότητας, του πάντα και παντού.
Η παράσταση ανέδειξε την ουμανιστική απόχρωση των έργων του Πομμερά και την αντιμαχία των διαφόρων πραγματικοτήτων που υπάρχουν, αφού κάθε άνθρωπος ζει τη δική του αλήθεια που αντικρούει εκείνη του συνομιλητή. Εν τέλει, ο ένας υπάρχει πλάϊ στον άλλον. Δεν (τον) ζει.
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου