(23-10-2016)
Γράφει ο Κορνήλιος Ρουσάκης
"Σωτηρία με λένε" της Σοφίας Αδαμίδου, σε σκηνοθεσία Χριστίνας Χατζηβασιλείου, από το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος (Θεσσαλονίκη)
Το έργο της Σοφίας Αδαμίδου πλάθει ένα δυναμικό κι ανάγλυφο πορτραίτο της μυθικής τραγουδίστριας, επικεντρώνοντας εξίσου το δραματουργικό ενδιαφέρον τόσο στον άνθρωπο Σωτηρία όσο και στον μύθο Μπέλλου. Το κείμενο που προέκυψε δίνει με τρόπο μεστό —χωρίς τις συνηθισμένες αλλά αχρείαστες ωραιοποιήσεις και υπερβολικές αγιοποιήσεις— τις εκφάνσεις της ζωής μιας γυναίκας που αποτελεί τον "θρίαμβο του διαφορετικού". Έχουμε να κάνουμε με μια γυναίκα που στα μέσα του 20ού αιώνα, σε εμπόλεμη περίοδο, ακολούθησε τα "θέλω" της παραμερίζοντας τα "πρέπει" που της επιβάλλονταν, ήρθε αντιμέτωπη με τη βία κι έκανε φυλακή, βίωσε την εξάρτηση από τον τζόγο, έθεσε τους όρους της στην επαγγελματική της πορεία, πλήρωσε το τίμημα αρνούμενη να ακολουθήσει μόδες και τάσεις (χαρακτηριστική η άρνηση της να υποκύψει στη μόδα που ήθελε τη διασκευή ινδικών κι αραβικών τραγουδιών, την οποία αποδέχτηκαν κι ακολούθησαν αρκετοί συνάδελφοί της), έζησε την καταστροφική πτώση και την αναγέννηση μέσα από μια "δεύτερη καριέρα", ακολούθησε τη διαφορετικότητα των επιλογών της προσωπικής της ζωής. Στοιχεία που το καθένα από μόνο του —πόσο μάλλον όλα μαζί— προετοιμάζουν το πεδίο για τη δημιουργία ενός ουσιαστικά ακραίου και δυναμικού θεατρικού χαρακτήρα.
Αυτόν τον δυναμισμό του κειμένου αξιοποίησε στο έπακρο και μεγέθυνε η Χριστίνα Χατζηβασιλείου αναδεικνύοντας επιδέξια τους δραματουργικούς χυμούς του, τις κλιμακούμενες εντάσεις των συμβάντων, τη διάκριση ανάμεσα στη μεταφυσική διάσταση (όταν η Σωτηρία στον παρόντα χρόνο του νοσοκομείου "μεταμορφώνεται" και μεταφέρεται στην παιδική κι εφηβική της ηλικία) και στον σκληρό ρεαλισμό, το ένδοξο καλλιτεχνικό παρελθόν και το μοναχικό κι αβέβαιο παρόν, το χιούμορ και τον σαρκασμό.
Η πρώτη —ομολογουμένως σοκαριστική— εντύπωση βλέποντας την Έφη Σταμούλη να υποδύεται τη Σωτηρία Μπέλλου, είναι ότι πρόκειται για μετενσάρκωση, ότι βρίσκεται σε μια ανοιχτή συνομιλία με το σώμα και το πνεύμα της τραγουδίστριας. Και δεν έχουμε, ασφαλώς, να κάνουμε με μια εύκολη κι επιφανειακή προσέγγιση, με τη δημιουργία ενός κακέκτυπου ή μιας καρικατούρας -κάτι που παρουσιάζεται συχνά, εσχάτως, σε δημοφιλή τηλεοπτικά θεάματα μιμήσεων. Η Σταμούλη δεν προσέγγισε τη Μπέλλου φορώντας απλώς τα μεγάλα χαρακτηριστικά γυαλιά, το μάλλινο πουλόβερ και τη συντηρητική φούστα κάτω από το γόνατο. Το θεατρικό θαύμα που συντελέστηκε μπροστά στα μάτια μας —και που σπάνια συμβαίνει— στηρίχτηκε απόλυτα στην ερμηνεία της Σταμούλη, στον φανερό σεβασμό απέναντι στον χαρακτήρα που υποδύθηκε, στην εμμονή στη λεπτομέρεια, στη συγκέντρωση και στη δουλεμένη εκφραστικότητα τόσο στην κίνηση όσο και στην εκφορά του λόγου, στη μαεστρία με την οποία αποτυπώνεται η εναλλαγή της παιδικότητας (η Σωτηρία μοιάζει με σκανταλιάρικο παιδί όταν ετοιμάζεται να το σκάσει από το δωμάτιο του νοσοκομείου για να πάει να τζογάρει ή όταν αρνείται να πάρει το φάρμακο της) με το ψυχικό άλγος που φέρνει μαζί του το επικείμενο τέλος, στο gestus των χειρονομιών που δημιουργούν ένα ολοκληρωμένο περίγραμμα της κοινωνικής διάστασης του χαρακτήρα (χαρακτηριστικό παράδειγμα το πόσο πειστικά αποδίδει η ηθοποιός τους κυρτωμένους ώμους της Μπέλλου και τα ελαφρώς ανοιχτά πόδια, όταν στέκεται όρθια). Η υποκριτική δωρικότητα που επιστρατεύει η Σταμούλη σ' αυτήν την παράσταση, ακολουθεί πιστά τη δωρική διάσταση της Μπέλλου.
Αυτόν τον δυναμισμό του κειμένου αξιοποίησε στο έπακρο και μεγέθυνε η Χριστίνα Χατζηβασιλείου αναδεικνύοντας επιδέξια τους δραματουργικούς χυμούς του, τις κλιμακούμενες εντάσεις των συμβάντων, τη διάκριση ανάμεσα στη μεταφυσική διάσταση (όταν η Σωτηρία στον παρόντα χρόνο του νοσοκομείου "μεταμορφώνεται" και μεταφέρεται στην παιδική κι εφηβική της ηλικία) και στον σκληρό ρεαλισμό, το ένδοξο καλλιτεχνικό παρελθόν και το μοναχικό κι αβέβαιο παρόν, το χιούμορ και τον σαρκασμό.
Η πρώτη —ομολογουμένως σοκαριστική— εντύπωση βλέποντας την Έφη Σταμούλη να υποδύεται τη Σωτηρία Μπέλλου, είναι ότι πρόκειται για μετενσάρκωση, ότι βρίσκεται σε μια ανοιχτή συνομιλία με το σώμα και το πνεύμα της τραγουδίστριας. Και δεν έχουμε, ασφαλώς, να κάνουμε με μια εύκολη κι επιφανειακή προσέγγιση, με τη δημιουργία ενός κακέκτυπου ή μιας καρικατούρας -κάτι που παρουσιάζεται συχνά, εσχάτως, σε δημοφιλή τηλεοπτικά θεάματα μιμήσεων. Η Σταμούλη δεν προσέγγισε τη Μπέλλου φορώντας απλώς τα μεγάλα χαρακτηριστικά γυαλιά, το μάλλινο πουλόβερ και τη συντηρητική φούστα κάτω από το γόνατο. Το θεατρικό θαύμα που συντελέστηκε μπροστά στα μάτια μας —και που σπάνια συμβαίνει— στηρίχτηκε απόλυτα στην ερμηνεία της Σταμούλη, στον φανερό σεβασμό απέναντι στον χαρακτήρα που υποδύθηκε, στην εμμονή στη λεπτομέρεια, στη συγκέντρωση και στη δουλεμένη εκφραστικότητα τόσο στην κίνηση όσο και στην εκφορά του λόγου, στη μαεστρία με την οποία αποτυπώνεται η εναλλαγή της παιδικότητας (η Σωτηρία μοιάζει με σκανταλιάρικο παιδί όταν ετοιμάζεται να το σκάσει από το δωμάτιο του νοσοκομείου για να πάει να τζογάρει ή όταν αρνείται να πάρει το φάρμακο της) με το ψυχικό άλγος που φέρνει μαζί του το επικείμενο τέλος, στο gestus των χειρονομιών που δημιουργούν ένα ολοκληρωμένο περίγραμμα της κοινωνικής διάστασης του χαρακτήρα (χαρακτηριστικό παράδειγμα το πόσο πειστικά αποδίδει η ηθοποιός τους κυρτωμένους ώμους της Μπέλλου και τα ελαφρώς ανοιχτά πόδια, όταν στέκεται όρθια). Η υποκριτική δωρικότητα που επιστρατεύει η Σταμούλη σ' αυτήν την παράσταση, ακολουθεί πιστά τη δωρική διάσταση της Μπέλλου.
Διόλου αμελητέα η παρουσία της νοσοκόμας-Ειρήνης Μουρελάτου. Έμπειρη ηθοποιός, με αρκετά χρόνια στο θέατρο πλέον —στο Κ.Θ.Β.Ε ξεχώρισε στην "Προδοσία" του Πίντερ, που δυστυχώς κατέβηκε πρόωρα λόγω τεχνικών δυσχερειών— καταφέρνει όχι μόνο να μην εξαφανιστεί από το πέρασμα του "τυφώνα" Σταμούλη-Μπέλλου, αλλά και να καταθέσει μια ερμηνεία με καθαρό στίγμα.
Υποβοηθούμενη από την επιμελημένη σκηνοθετική ένταση της Χατζηβασιλείου, η νοσοκόμα Νίκη της Μουρελάτου δεν είναι ένας χάρτινος, επιφανειακός χαρακτήρας. Άλλοτε δίπλα στη Μπέλλου ως έκπληκτος και τρυφερός ακροατής κι άλλοτε ως αυστηρός επιτηρητής —σαν μια αυστηρή "μάνα" απέναντι σ' ένα ατίθασο, σκανδαλιάρικο παιδί— επιβάλλοντας κανόνες, η νοσοκόμα της Μουρελάτου λειτουργεί περισσότερο ως μοχλός που ενεργοποιεί την παραληρηματική αφήγηση της Σωτηρίας κι όχι σαν παραπληρωματικός χαρακτήρας. Ο τρόπος που αποτυπώνεται ανάγλυφα στο πρόσωπο της ηθοποιού η κόπωση της διπλοβάρδιας και η εξάντληση όπως αποτυπώνεται από το μηχανικό, βαρύ βάδισμα, αναδεικνύουν ανάγλυφα τις ποιότητες της ερμηνείας.
Κι αφού η ασχήμια, η μιζέρια και η μετριότητα μας καταδιώκουν καθημερινά πανταχόθεν κι επειδή αρκετές φορές —ακόμη και το 2016 και ίσως ακόμη περισσότερο το 2016— οτιδήποτε θεατρικό συμβαίνει εκτός της θεατρικής Αθήνας είναι σαν να μη συνέβη ποτέ, ας τονίσουμε βροντερά ότι στη Θεσσαλονίκη, στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, πέρσι και φέτος κάτι ξεχωριστό έγινε με τη Σωτηρία, με την παράσταση, με τον ανεπανάληπτο τρόπο που σφράγισε η Έφη Σταμούλη τον ρόλο. Το κοινό το οσμίστηκε και αγκάλιασε την παράσταση με ανεπανάληπτη θέρμη, από την πρώτη στιγμή.
*Ο Κορνήλιος Ρουσάκης παρακολούθησε την παράσταση στο Δημοτικό Θέατρο Καλαμαριάς, την Κυριακή 16 Οκτωβρίου 2016.
0 comments: