Η πόλη ανώνυμη. Ίδια με την προηγούμενη. Η κεντρική πλατεία με το σιντριβάνι, το διοικητήριο, το λιμάνι, τα μαγαζιά με τις φωτισμένες βιτρίνες. Πάντα έχει ομίχλη, βρέχει και φυσάει. Εκείνη ισχυρίζεται πως την ξέρει καλά, γεννήθηκε εκεί. Εκείνος αρνείται πως την αναγνωρίζει. Ή μήπως όχι; Ο επισκέπτης, ένας ακόμα, πέφτει στην παγίδα. Οι ρόλοι είναι μοιρασμένοι και το παιχνίδι επαναλαμβάνεται. Όμως η πόλη καίγεται...
Ο Κίμων κι η Ελισάβετ, ένα παράξενο ζευγάρι, περιφέρονται από πόλη σε πόλη, στην επαρχία μιας κατεστραμμένης χώρας. Ενώ το συνεχές αυτό ταξίδι τους φαντάζει ανούσιο, υπάρχει μια ακατανίκητη τάση που τους ωθεί σ’ αυτή την αέναη μετακίνηση. Τα μέρη διαμονής τους που εναλλάσσονται γίνονται οι τόποι μιας μάταιης προσπάθειας να επινοηθούν εμπειρίες που θα παραμερίσουν τις έντονες μνήμες ενός οδυνηρού παρελθόντος.
Μέσα στις πραγματικότητες που διαδέχονται η μία την άλλη, αναζητούν εναγωνίως ένα νόημα για να υπάρξουν ή και να συνυπάρξουν. Σε αυτό το ζοφερό παρόν όμως, ελάχιστες ελπίδες υπάρχουν για να επουλωθεί το παρελθόν, που τους έχει στερήσει κάθε ίχνος ζωτικότητας. Η μοναδική ανομολόγητη ελπίδα γι αυτό που αναζητούν είναι να την αντλήσουν από το διαλυμένο κοινωνικό περίγυρο ή μάλλον να την ρουφήξουν από κάποιο αθώο θύμα που θα καταφέρουν να απομονώσουν στον εκάστοτε τόπο. Αμέσως τότε του στήνουν ένα εξοντωτικό ψυχολογικό παιχνίδι που θα τους οδηγήσει να του ρουφήξουν και την τελευταία ικμάδα της αθωότητας και της ζωτικότητάς του.
Σε κάποια πόλη ήταν ο φαρμακοποιός, σε μια άλλη ο γιατρός, σ’ αυτήν ο φωτογράφος... Ένας φωτογράφος ιδιόρρυθμος που αποτυπώνει ανθρώπους που παριστάνουν τους νεκρούς... Φωτογραφίζει κρεμασμένους, κατακρεουργημένους, δολοφονημένους, θύματα αυτοκινητιστικών δυστυχημάτων, αλλά και νεκρούς σε στρατόπεδα συγκέντρωσης από ασιτία... Αποτυπώνει τον ψεύτικο θάνατο, ένα ψεύτικο θάνατο που οι άνθρωποι του ζητούν για να ξορκίσουν τον αληθινό. Μα ο φωτογράφος θα γίνει ο ίδιος θέμα μιας δικής του δημιουργίας, ένα θύμα της ίδιας της μηχανής του....
Τώρα στη θεατρική σκηνή
Η πόλη της Λούλας Αναγνωστάκη, σε σκηνοθεσία Στέλιου Μάινα.
Ψάχνοντας τον τόπο μας, εκεί όπου μπορείς να πεις, εδώ μεγάλωσα, σ´ αυτή τη γειτονιά έπαιξα, αυτόν το δρόμο τον ξέρω καλά, αυτή είναι η πόλη μου,...θέλουμε η ταυτότητά μας να αναγράφει το γεννηθείς εις... Αυτή την αναφορά έχουμε όλοι μας ανάγκη, γιατί για να φτάσεις κάπου πρέπει να ξεκινήσεις από κάπου, κι οι δυο ήρωές μας έχουν ξεχάσει από που ξεκίνησαν, ή δεν θέλουν να θυμούνται. Γιατί οι μνήμες, όταν έχει μεσολαβήσει μια καταστροφή, είναι οδυνηρές, τόσο που κάθε νύχτα φτάνουν στη γενέθλια πόλη και την άλλη νύχτα αναχωρούν για την επόμενη γενέθλια πόλη... έτσι που η φράση "Αυτή είναι η πόλη μου", να αφορά τελικά την ψυχή τους και μόνον την ψυχή τους. Πριν φύγουν από την πόλη όμως, από την κάθε πόλη, θα δεχθούν την επίσκεψη του τοπικού ανυποψίαστου μοναχικού και αθώου κατοίκου της, θα ξεδιψάσουν για λίγο με τον ενθουσιασμό και την αθωότητά του, και θα συνεχίσουν πάλι, αφήνοντας πίσω εκείνη την εικόνα που σέρνει η κατάρα της επανάληψης, η κατάρα της ψυχής τους... Η πόλη καίγεται!
Έτσι σαν μνήμη πολλά χρόνια από το πρώτο ανέβασμα στο Υπόγειο της εμβληματικής Πόλης, ανακαλύπτουμε ξανά μέσα απ’ τις γραμμές της Λούλας πως η ψυχή δεν έχει ηλικία, πως πάλι νέα και άφθαρτη ζητά τα ιδία που ζητούσε εκείνο το μακρινό ’65, με την βεβαιότητα που μόνο τα νιάτα μπορούν να επιδεικνύουν. "Ναι, θέλω αυτή τη πλατεία, αυτόν το κινηματογράφο, αυτή τη πόλη, θέλω ν’ αγαπήσω ξανά, να ζήσω ξανά".
Σκηνοθετικό σημείωμα
Σκηνικά-Κοστούμια: Γιώργος Χατζηνικολάου
Φωτισμοί: Αντώνης Παναγιωτόπουλος
Μουσική: Lost Bodies
Βοηθός σκηνοθέτη: Σοφία Μπότση
Φωτογραφίες: Νικολέτα Γιαννούλη
Παίζουν: Βαγγέλης Ρόκκος, Κάτια Σπερελάκη, Γιώργος Ψυχογιός.
Στο Θέατρο Επί Κολωνώ, (Ναυπλίου 12 & Λένορμαν 94, Κολωνός, Αθήνα, τηλ. 210 5138067)
Δευτέρα και Τρίτη στις 21:15, από 10 Φεβρουαρίου 2014
Εισιτήρια: 14, 10 (φοιτητικό, ανέργων)
Ο Κίμων κι η Ελισάβετ, ένα παράξενο ζευγάρι, περιφέρονται από πόλη σε πόλη, στην επαρχία μιας κατεστραμμένης χώρας. Ενώ το συνεχές αυτό ταξίδι τους φαντάζει ανούσιο, υπάρχει μια ακατανίκητη τάση που τους ωθεί σ’ αυτή την αέναη μετακίνηση. Τα μέρη διαμονής τους που εναλλάσσονται γίνονται οι τόποι μιας μάταιης προσπάθειας να επινοηθούν εμπειρίες που θα παραμερίσουν τις έντονες μνήμες ενός οδυνηρού παρελθόντος.
Μέσα στις πραγματικότητες που διαδέχονται η μία την άλλη, αναζητούν εναγωνίως ένα νόημα για να υπάρξουν ή και να συνυπάρξουν. Σε αυτό το ζοφερό παρόν όμως, ελάχιστες ελπίδες υπάρχουν για να επουλωθεί το παρελθόν, που τους έχει στερήσει κάθε ίχνος ζωτικότητας. Η μοναδική ανομολόγητη ελπίδα γι αυτό που αναζητούν είναι να την αντλήσουν από το διαλυμένο κοινωνικό περίγυρο ή μάλλον να την ρουφήξουν από κάποιο αθώο θύμα που θα καταφέρουν να απομονώσουν στον εκάστοτε τόπο. Αμέσως τότε του στήνουν ένα εξοντωτικό ψυχολογικό παιχνίδι που θα τους οδηγήσει να του ρουφήξουν και την τελευταία ικμάδα της αθωότητας και της ζωτικότητάς του.
Σε κάποια πόλη ήταν ο φαρμακοποιός, σε μια άλλη ο γιατρός, σ’ αυτήν ο φωτογράφος... Ένας φωτογράφος ιδιόρρυθμος που αποτυπώνει ανθρώπους που παριστάνουν τους νεκρούς... Φωτογραφίζει κρεμασμένους, κατακρεουργημένους, δολοφονημένους, θύματα αυτοκινητιστικών δυστυχημάτων, αλλά και νεκρούς σε στρατόπεδα συγκέντρωσης από ασιτία... Αποτυπώνει τον ψεύτικο θάνατο, ένα ψεύτικο θάνατο που οι άνθρωποι του ζητούν για να ξορκίσουν τον αληθινό. Μα ο φωτογράφος θα γίνει ο ίδιος θέμα μιας δικής του δημιουργίας, ένα θύμα της ίδιας της μηχανής του....
Τώρα στη θεατρική σκηνή
Η πόλη της Λούλας Αναγνωστάκη, σε σκηνοθεσία Στέλιου Μάινα.
Ψάχνοντας τον τόπο μας, εκεί όπου μπορείς να πεις, εδώ μεγάλωσα, σ´ αυτή τη γειτονιά έπαιξα, αυτόν το δρόμο τον ξέρω καλά, αυτή είναι η πόλη μου,...θέλουμε η ταυτότητά μας να αναγράφει το γεννηθείς εις... Αυτή την αναφορά έχουμε όλοι μας ανάγκη, γιατί για να φτάσεις κάπου πρέπει να ξεκινήσεις από κάπου, κι οι δυο ήρωές μας έχουν ξεχάσει από που ξεκίνησαν, ή δεν θέλουν να θυμούνται. Γιατί οι μνήμες, όταν έχει μεσολαβήσει μια καταστροφή, είναι οδυνηρές, τόσο που κάθε νύχτα φτάνουν στη γενέθλια πόλη και την άλλη νύχτα αναχωρούν για την επόμενη γενέθλια πόλη... έτσι που η φράση "Αυτή είναι η πόλη μου", να αφορά τελικά την ψυχή τους και μόνον την ψυχή τους. Πριν φύγουν από την πόλη όμως, από την κάθε πόλη, θα δεχθούν την επίσκεψη του τοπικού ανυποψίαστου μοναχικού και αθώου κατοίκου της, θα ξεδιψάσουν για λίγο με τον ενθουσιασμό και την αθωότητά του, και θα συνεχίσουν πάλι, αφήνοντας πίσω εκείνη την εικόνα που σέρνει η κατάρα της επανάληψης, η κατάρα της ψυχής τους... Η πόλη καίγεται!
Έτσι σαν μνήμη πολλά χρόνια από το πρώτο ανέβασμα στο Υπόγειο της εμβληματικής Πόλης, ανακαλύπτουμε ξανά μέσα απ’ τις γραμμές της Λούλας πως η ψυχή δεν έχει ηλικία, πως πάλι νέα και άφθαρτη ζητά τα ιδία που ζητούσε εκείνο το μακρινό ’65, με την βεβαιότητα που μόνο τα νιάτα μπορούν να επιδεικνύουν. "Ναι, θέλω αυτή τη πλατεία, αυτόν το κινηματογράφο, αυτή τη πόλη, θέλω ν’ αγαπήσω ξανά, να ζήσω ξανά".
Σκηνοθετικό σημείωμα
Σκηνικά-Κοστούμια: Γιώργος Χατζηνικολάου
Φωτισμοί: Αντώνης Παναγιωτόπουλος
Μουσική: Lost Bodies
Βοηθός σκηνοθέτη: Σοφία Μπότση
Φωτογραφίες: Νικολέτα Γιαννούλη
Παίζουν: Βαγγέλης Ρόκκος, Κάτια Σπερελάκη, Γιώργος Ψυχογιός.
Στο Θέατρο Επί Κολωνώ, (Ναυπλίου 12 & Λένορμαν 94, Κολωνός, Αθήνα, τηλ. 210 5138067)
Δευτέρα και Τρίτη στις 21:15, από 10 Φεβρουαρίου 2014
Εισιτήρια: 14, 10 (φοιτητικό, ανέργων)
0 comments: