Γράφει η Κατερίνα Πεσταματζόγλου
"Πέρσες" του Αισχύλου, σε σκηνοθεσία Άρη Μπινιάρη, από τον Θεατρικό Οργανισμό Κύπρου.
Δε θέλω να μακρηγορήσω πάνω στο πόσο σπουδαίο είναι αυτό το έργο του Αισχύλου και ποια η θέση του στη σύγχρονη θεατρική παραγωγή. Προτιμώ να διαβάζω τους "Πέρσες" σαν ένα κείμενο προβληματισμού και αντιδιαστολής με το πώς είναι σήμερα ο ιστορικός χώρος της Ναυμαχίας, ο υγρός τάφος χιλιάδων γενναίων πολεμιστών, Περσών τε και Ελλήνων. Η Ναυμαχία της Σαλαμίνος (480 π.Χ.) ήταν μια από τις σημαντικότερες συγκρούσεις των Μηδικών Πολέμων, αφού χάρη στην νίκη των Ελλήνων αναχαιτίστηκε η πορεία της επεκτατικής πολιτικής των Περσών κι έτσι η Ελλάδα ως σωτήριος κυματοθραύστης της Δύσης γυρνάει πίσω τον δεσποτισμό και την βαρβαρότητα στην Ανατολή. Το μέρος που σπουδαίοι Έλληνες και Πέρσες πολεμιστές έχασαν τη ζωή τους και έμειναν στην ιστορία, σήμερα δεν είναι παρά ένας χειμαζόμενος τόπος ακατάσχετης βιομηχανικής εκμετάλλευσης με πολύπλοκο ιδιοκτησιακό καθεστώς (εμπλέκονται ο ΟΛΠ, η εταιρεία "Αρκαδία" του Αχιλλέα Καραμανλή κ.α.). Επιπλέον, είναι γνωστή η αποσιώπηση σημαντικότατων αρχαιολογικών ευρημάτων (όπως αρχαίοι τάφοι, οστά, έμβολα τριήρων κ.α.) και η "ξαναμπάζωσή" τους από τα ναυπηγεία της περιοχής. Το μόνο που μένει να θυμίζει την Ναυμαχία, είναι ένα συμπαθές χάλκινο άγαλμα του γλύπτη Αχιλλέα Βασιλείου, που παριστά δυο πολεμιστές στην πλώρη μιας τριήρους και που στήθηκε (μετά από έντονες διαφωνίες λόγω πολιτικών συμφερόντων) μόλις το 2006 στην Κυνόσουρα Σαλαμίνας. Η σημερινή εικόνα: Ένα άγαλμα μοναχικό και στα πέριξ ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη με πληθώρα σάπιων πλοίων που μολύνουν τα νερά. Ασυναγώνιστος πόλος έλξης για χιλιάδες τουρίστες, βεβαίως βεβαίως…
Για αυτήν την περιοχή λοιπόν, μιλά ο μαραθωνομάχος Αισχύλος, στην οποία ο Ξέρξης υπερέβη τα εσκαμμένα, διέπραξε ύβρη και ηττήθηκε δραματικά αφήνοντας πίσω του έναν λαό να θρηνεί για τις αναντικατάστατες απώλειες. Εξυμνώντας τη δύναμη και το μεγαλείο της περσικής στρατιάς, ο Αισχύλος αποτίει φόρο τιμής στους αξιόμαχους αντιπάλους, τονίζει την αξία της ελληνικής νίκης και παράλληλα προειδοποιεί τους Αθηναίους να μην ολισθήσουν σε παρόμοια λάθη, μιας που η άνοδός τους ήταν δεδομένη μετά τις νίκες τους ενάντια στους Πέρσες και η ιμπεριαλιστική πολιτική που ακολουθούσαν, ενδεχομένως να θόλωνε την κρίση τους και να ξεπερνούσαν το μέτρο, όπως ο Ξέρξης.
Ουσία και θέαμα
Ο σκηνοθέτης Άρης Μπινιάρης με σεβασμό απέναντι στο κείμενο (εννοώ δίχως τις σκηνοθετικές προκλητικές "πρωτοτυπίες" που γίνονται απλώς και μόνο για να δημιουργήσουν εντυπώσεις), ανανέωσε τους πολυπαιγμένους "Πέρσες" περνώντας στο κοινό το αίσθημα της δύναμης του μεγαλύτερου στρατού του τότε κόσμου με έναν έξυπνο σκηνοθετικό ελιγμό: oι έως τώρα γέροντες σύμβουλοι της βασίλισσας Άτοσσας, αντικαταστάθηκαν από ένα Χορό άλκιμων νέων που δέσποζε πάνω στη σκηνή με την ενεργητικότητα και την έντονη κινησιολογία του, κερδίζοντας την εκτίμηση των θεατών.
Τα ονόματα των ταλαντούχων και αεικίνητων ηθοποιών είναι: Ηλίας Ανδρέου, Πέτρος Γιωρκάτζης, Γιώργος Ευαγόρου, Λευτέρης Ζαμπετάκης, Νεκτάριος Θεοδώρου, Μάριος Κωνσταντίνου, Παναγιώτης Λάρκου, Δαυίδ Μαλτέζε, Γιάννης Μίνως, Άρης Μπινιάρης, Ονησίφορος Ονησιφόρου, Αντρέας Παπαμιχαλόπουλος, Μάνος Πετράκης, Στέφανος Πίττας και Κωνσταντίνος Σεβδαλής.
Δεν υπήρχε ίχνος μεμψιμοιρίας, μονάχα αξιοπρεπής στάση απέναντι στα δεινά απαλλαγμένη από φλύαρους σκηνικούς κοπετούς. Στα ομαδικώς απαγγελλόμενα χωρία, η δυναμική της "πιασάρικης" ρυθμικής έκφρασης ενίοτε επεσκίαζε την ορθοφωνία με αποτέλεσμα να μην ακούγονται καθαρά ορισμένα σημεία και ο θεατής να αναγκάζεται να ρίχνει κλεφτές ματιές στους αγγλικούς υπέρτιτλους (δουλειά της Μαρίας Καλλίδου) για να καταλάβει τα λεγόμενα. Εν τούτοις με την επιλογή του συγκεκριμένου Χορού από τον διαρκώς εξελισσόμενο σκηνοθέτη Άρη Μπινιάρη, μεταδόθηκε η "ουσία" του έργου και υλοποιήθηκε τρόπον τινά μια εκ των προθέσεων του Αισχύλου, που ήταν η ανάδειξη της ισχύος του πολυπληθούς μηδικού στρατεύματος σε όλο της το εύρος, ενώ ταυτόχρονα αναδείχθηκε η ρυθμικότητα του αρχαίου κειμένου. H αλήθεια είναι ότι στην εποχή της γρήγορης εναλλαγής εικόνων, είναι προτιμότερος -πιο κοντινός στη σημερινή ιδιοσυγκρασία- ένας ανδρικός Χορός που μέσα από τον παλμό, τη δύναμη και την ενέργειά του μοιάζει να οπτικοποιεί αυτά που περιγράφονται στο κείμενο, παρά ένα σύνολο γερόντων συμβούλων που εξιστορεί τα γεγονότα και θρηνεί. Ο Χορός με τη διδασκαλία του μέτρου από τον Θεόδωρο Στεφανόπουλο, προσέδωσε στην παράσταση έναν ρυθμό αντάξιο των λυρικών τμημάτων του κειμένου, ακόμη και αν δεν τηρούσε απαραίτητα τη μετρική του Αισχύλου με τους αναπαίστους, το ιωνικό και τροχαϊκό μέτρο.
Ισάξιες με την παρουσία του Χορού, οι ερμηνείες των ηθοποιών. Τη γεραρή βασιλομήτορα που πληροφορείται την εξευτελιστική ήττα του στρατού της, υποδύεται με το ανάλογο κύρος η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, δίνοντας ένα ρεσιτάλ όχι τόσο υποκριτικής δεινότητας (αυτή είναι χρόνια αναγνωρισμένη), αλλά σωματικής αντοχής και πειθαρχίας. Το λιτό και στιβαρό της παίξιμο, με τις απαραίτητες στιγμές θρήνου, ισορρόπησε άψογα με τις δύο αιχμές (pick) της ερμηνείας της· το πρώτο ήταν ένα αδιάκοπο κούνημα του κεφαλιού (headbanging) που επί αρκετά λεπτά επαναλαμβανόταν παθιασμένα στους ρυθμούς του χορικού άσματος την ώρα της ατμοσφαιρικής επίκλησης προς το φάντασμα του συζύγου της. Το δεύτερο σημείο που πάλι προκαλεί εντύπωση, ήταν κατά τη διάρκεια του μονολόγου του Δαρείου, όπου η Καραμπέτη γυρνούσε ασταμάτητα γύρω από τον εαυτό της.
Αναμενόμενη η επιλογή του κοστουμιού για το συγκεκριμένο επεισόδιο από την ενδυματολόγο Ελένη Τζιρκαλλή, η οποία έντυσε την Άτοσσα με ένα σκουρόχρωμο καλαίσθητο φόρεμα που έκανε "ομπρέλα" και θύμιζε δερβίση. Προσωπικά, θα ήθελα η ένταση των συναισθημάτων που απορρέουν από τον στροβιλισμό να έχει τονισθεί ενδυματολογικά και με άλλους τρόπους και όχι μόνο με ρούχο σε άλφα γραμμή που στο κάτω μέρος του ανοίγει θεαματικά. Ωστόσο στη συγκεκριμένη περίπτωση μάλλον δεν υπήρχε μεγάλο περιθώριο για ενδυματολογικές "φανφάρες", αφού το κύριο πρόσωπο εκείνη τη στιγμή ήταν ο Δαρείος. Φοβάμαι όμως ότι και πάλι, το αποτέλεσμα εν τέλει κατέληξε οπτικά ετεροβαρές, με την εκστασιασμένη Καραμπέτη να κλέβει το βλέμμα του θεατή. Έχω αμφιβολίες για το αν θα έπρεπε να διαρκέσει τόση ώρα αυτή η περιδίνηση. Προσπάθεια δημιουργίας μιας στιγμής τελετουργίας και υπερβατικότητας που ξεφεύγει από τα ανθρώπινα ή ενδόμυχος υποκριτικός/σκηνοθετικός ακκισμός; Δεν επιθυμώ να το δω ως επίδειξη σωματικής αντοχής ή επιβολής του σκηνοθέτη στο σώμα του ηθοποιού καταπονώντας το (τύπου Τερζόπουλος), οπότε θα το ερμηνεύσω απλά σαν μια κάπως τραβηγμένη σκηνοθετική επιλογή για τη δημιουργία μιας μεταφυσικής κατάστασης, ελαφρώς μονότονης, αλλά αδιαμφισβήτητα εντυπωσιακής και αξιέπαινης για την ηθοποιό.
Σχεδόν πάντα το κοινό χειροκροτεί όταν ακούγεται το "Ω, παίδες Ελλήνων, ίτε, ελευθερούτε πατρίδ’, ελευθερούτε δε παίδας, γυναίκας, θεών τε πατρώων έδη, θήκας τε προγόνων· νυν υπέρ πάντων αγών". Με όχημα τη μετάφραση του Παναγιώτη Μουλλά, ο αγγελιαφόρος Χάρης Χαραλάμπους κέρδισε άξια το χειροκρότημα του κοινού, ερμηνεύοντας το εν λόγω χωρίο με ζέση και δίνοντας νόημα στην κάθε λέξη ξεχωριστά. Αξιοπρόσεκτη η εμφάνισή του στην παράσταση.
Η λευκόχρυση εμφάνιση του φάσματος του Δαρείου (Νίκος Ψαρράς), αντιδιέστελλε τις ένδοξες μέρες της πάλαι ποτέ κραταιάς περσικής αυτοκρατορίας με τις αλλεπάλληλες ήττες και τις επαπειλούμενες συμφορές. Συγκρατημένος και δωρικός, με μικρές στιγμές εσωτερικού θρηνητικού ξεσπάσματος, ο Ψαρράς εμφανίστηκε κατόπιν της εξαίσιας επίκλησης του Χορού και της Άτοσσας, μέσα σε ένα εκτυφλωτικό λευκό φως, σα να επανήλθε για λίγο ολόκληρη η αίγλη της περσικής ισχύος.
Ο Αντώνης Μυριαγκός στο ρόλο του Ξέρξη, επιμελώς ρακένδυτος παρέπαιε πάνω στη σκηνή ώσπου στο τέλος υποβασταζόμενος από το χορό, έκλεισε την παράσταση "αφιερώνοντάς" την σε "αυτούς που χάθηκαν".
Ο φωτισμός από το Γεώργιο Κουκουμά θα μπορούσε να είχε υποστηρίξει αποτελεσματικότερα τα καίρια σημεία του έργου με πιο τολμηρές επιλογές, αν και υπήρξαν στιγμές ευχάριστων εκπλήξεων. Το αντίθετο ισχύει για την κινησιολογία της παράστασης, επιμελημένη με μεγάλη επιτυχία από τη Λία Χαράκη, που ενώ περιείχε ισορροπημένους και συντονισμένους σχηματισμούς, ορισμένες φορές επαναλάμβανε κινήσεις που περίττευαν.
Οι "Πέρσες" του Μπινιάρη, μια παραγωγή του Θεατρικού Οργανισμού Κύπρου, ήταν αναμφίβολα από τις πιο επιτυχημένες και άρτια ενορχηστρωμένες παραστάσεις του φετινού Φεστιβάλ και δικαίως ξεχώρισαν χάρη στη μουσική δραματουργία τους που βασίστηκε στη ρυθμική απαγγελία του λόγου. Με εμφανή μουσική παιδεία, ο σκηνοθέτης επιδέξια προτίμησε να ρίξει περισσότερο βάρος στο ρυθμό και σε διάφορα μοτίβα, παρά στη μελωδία και την αρμονία -χωρίς φυσικά να απουσιάζουν. Με αυτόν τον τρόπο κατέστη πιο κατανοητός ο ήχος στο αυτί του θεατή και μπόρεσε να τον συνεπάρει και να συμμετέχει και ο ίδιος. Πιστεύω ότι κάποιες φορές η μουσική επένδυση του λόγου δεν ταίριαζε με το περιεχόμενο. Έτσι όμως δημιουργείτο μια ενδιαφέρουσα αντίθεση μεταξύ νοήματος και μουσικής, με τη δεύτερη να χτίζει ένα δικό της δομικό επίπεδο που προσέδιδε στο δραματικό κείμενο έναν άλλον τρόπο ανάγνωσης, δίνοντας μορφή (έστω και ηχητική) στο άφατο, αυτό που καμιά λέξη δε θα μπορούσε να κλείσει μέσα της. Έτσι εικονοποιήθηκε αυτό που δεν μπορεί να ειπωθεί. Αυτή ήταν η μεγαλύτερη επιτυχία του Άρη Μπινιάρη.
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου