Από το Blogger.

ΣΚΗΝΟΒΑΣΙΕΣ -- Κριτική θεάτρου: Η Μάνα Κουράγιο και τα παιδιά της

Η Μάνα Κουράγιο και τα παιδιά της, σε σκηνοθεσία Νικίτα Μιλιβόγεβιτς
(4-12-2016)

Γράφει ο Κορνήλιος Ρουσάκης

"Η Μάνα Κουράγιο και τα παιδιά της" του Μπέρτολτ Μπρεχτ, σε σκηνοθεσία Νικίτα Μιλιβόγεβιτς, στο Θέατρο της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών. (Θεσσαλονίκη)

Η "Μάνα Κουράγιο" Άννα Φίρλινγκ φορτώνει για ακόμη μια φορά με εμπορεύματα το κάρο της και μαζί με τα τρία της παιδιά, ακολουθεί τα στρατεύματα του τριακονταετούς πολέμου (1618-1648), προσπαθώντας να επιβιώσει. Η πολυπόθητη —για όλους τους υπόλοιπους— ειρήνη, για την Άννα Φίρλινγκ θα επιφέρει μια οικονομική καταστροφή.

H σκηνοθετική προσέγγιση του Νικίτα Μιλιβόγεβιτς στόχευσε στην καθολική και απόλυτη απεικόνιση της μπρεχτικής φόρμας, με μια πρόταση που αναδεικνύει τη μπρεχτική αποστασιοποίηση. Μέσα από ένα άχρονο και απροσδιόριστο σκηνικό πλαίσιο προβάλλεται ευκρινώς η παρανοϊκή και καθαρά συμφεροντολογική διάσταση του πολέμου που έχει σαν μοναδικό στόχο τον πλουτισμό των κεφαλών που κρύβονται πίσω από αυτόν, είτε αυτό συμβαίνει το 1618 είτε συμβαίνει το 2016.
Το τελικό αποτέλεσμα είναι μια παράσταση που συνομιλώντας με τη νεωτερικότητα εκτυλίσσεται σ' έναν γυμνό σκηνικό χώρο, με τους ηθοποιούς-ερμηνευτές καθισμένους σε καρέκλες και παρόντες στη σκηνή σε όλη τη διάρκεια της παράστασης, με διαρκή χρήση μικροφώνων, με παίξιμο των σκηνικών οδηγιών, με μοίρασμα των δευτερεύοντων ρόλων σε περισσότερους από έναν ηθοποιούς, με μη νατουραλιστική απεικόνιση του εμβληματικού χαρακτηριστικού κάρου που σημαδεύει και ηρωοποιεί την πορεία ζωής κι επιβίωσης της Άννας Φίρλινγκ.
Κι ενώ όλα τα προαναφερθέντα σκηνοθετικά και θεατρολογικά υλικά, αν ειδωθούν ανεξάρτητα το ένα από το άλλο, συμβάλλουν στη δημιουργία μιας νεωτερικής προσέγγισης των ζητημάτων του έργου, δημιουργώντας μια ρωγμή με το καθιερωμένο κλασικό —ρωγμή σχεδόν επιβεβλημένη όταν πρέπει να αρθρωθεί μια νέα πρόταση—, στη συγκεκριμένη περίπτωση δημιουργούν ένα βαρυφορτωμένο αποτέλεσμα που προκαλεί κόπωση. Η ασταμάτητη προσπάθεια των ηθοποιών να βρεθούν μπροστά από ένα σταντ με μικρόφωνο για να πουν μια φράση ή να ανταλλάξουν ένα μικρόφωνο χειρός για να παρασταθεί ένας διάλογος και το όχι και τόσο ευδιάκριτο πέρασμα των περισσότερων ηθοποιών από ρόλο σε ρόλο είναι στοιχεία που —πέρα από την αρχική λειτουργικότητα και το σκηνικό ενδιαφέρον τους— εξαντλούνται γρήγορα, κι έτσι η παράσταση πορεύεται αποκομμένη από την πλατεία, σε ένα μάλλον ψυχρό "αυτιστικό" περιβάλλον.

Η Άννα Φίρλινγκ της Λυδίας Φωτοπούλου συμπυκνώνει τις ατέρμονες προσπάθειες όλων των αδίστακτων ανθρώπων που επιχειρούν και καταφέρνουν να επιβιώσουν, όταν γύρω τους όλο το σύμπαν καταρρέει. Η Φωτοπούλου φωτίζει επιτυχώς όλες τις πτυχές ενός άκρως αρνητικού χαρακτήρα, μιας γυναίκας που αγκιστρώνεται από τον πόλεμο για να καρπωθεί οικονομικά οφέλη, ενώ αυτός ο ίδιος πόλεμος της παίρνει τα παιδιά της. Πιστή στην αφαιρετική και εσωστρεφή διάσταση της παράστασης, η ερμηνεία της Φωτοπούλου "χτίζεται" σχεδόν αθόρυβα, απαλλαγμένη από δυναμικές εξάρσεις "λαϊκότητας", στην κίνηση, στη στάση του σώματος, στην έκφραση του πόνου της απώλειας, με τελικό στόχο την ηρωική έξοδο του φινάλε, όταν με έναν συγκλονιστικό δυναμισμό τραβά τα σχοινιά του "αόρατου" κάρου.

Δίπλα στη Φωτοπούλου, δεκατρείς ικανότατοι ηθοποιοί του δυναμικού του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος. Αξιοσημείωτη η σύνθετη υποκριτική εργασία που καταθέτει η Εμμανουέλα Μαγκώνη, που ερμηνεύει τη μουγκή κόρη. Η ηθοποιός με μοναδικό εκφραστικό εργαλείο τις συσπάσεις ενός ταλαιπωρημένου σώματος, αναδεικνύει με σπαρακτικό τρόπο όλο το βαρύ ψυχικό φορτίο που φέρει μια καταπιεσμένη γυναίκα. Η λαχτάρα της να δοκιμάσει ένα ζευγάρι κόκκινες γόβες, η λεπτομερής και δυσχερής προσπάθεια να τις φορέσει και η βαριά απογοήτευσή της όταν της τις παίρνουν, αποτυπώνουν της προσπάθεια εκτόνωσης όλη της ακρωτηριασμένης της θηλυκότητας. H παρουσία της είναι σαρωτική σε τέτοιο βαθμό που κλέβει το βλέμμα ακόμη και στις σκηνές της παράλληλης δράσης, όταν δεν συμμετέχει σε όσα συμβαίνουν σε πρώτο πλάνο.

Στοιχεία ατμοσφαιρικότητας στην παράσταση προσφέρει η Στελλίνα Βογιατζή με τα δύο τραγούδια που ερμηνεύει ζωντανά, με τέτοιο τρόπο που είναι αδύνατο να μη σου κεντρίσουν την προσοχή και να μη βρουν χώρο στη μνήμη σου.

Στο άλλο άκρο, ηθοποιοί με εξαιρετικά δείγματα δουλειάς στο παρελθόν, όπως ο Γιώργος Κολοβός και ο Μιχάλης Σιώνας, μένουν σχεδόν αναξιοποίητοι, με μια "συμβολική" παρουσία σε περιφερειακούς ρόλους και νεαροί ηθοποιοί όπως ο Ορέστης Χαλκιάς και ο Εμμανουήλ Κοντός εγκλωβίζονται σε ρόλους "πόζας" (ειδικότερα ο δεύτερος με μελιστάλαχτο ύφος και αργόσυρτη, άτονη εκφορά του λόγου, μοιάζει να είναι περισσότερο εκτός κλίματος)
Αξιοσημείωτο σκηνικό στοιχείο της παράστασης οι μουσικές συνθέσεις του Πάουλ Ντεσσάου, που ακούγονται για ακόμη μια φορά σε παράσταση του μπρεχτικού έργου, αυτή τη φορά εκτελεσμένες —ζωντανά στην παράσταση— από οκταμελή ορχήστρα.



0 comments:

Δημοσίευση σχολίου