(12-10-2018)
Γράφει η Ματίνα Παγουλάτου
"Το δαχτυλίδι της μάνας", από την ομάδα C. for Circus, σε σκηνοθεσία Παύλου Παυλίδη.
Γράφει η Ματίνα Παγουλάτου
"Το δαχτυλίδι της μάνας", από την ομάδα C. for Circus, σε σκηνοθεσία Παύλου Παυλίδη.
τι θα με φάει ο κάμπος
Κώστας Κρυστάλλης
Η εικόνα της ζωής ως ανηφόρα προς την κορυφή βασιλεύει στη συνείδηση του ελληνικού λαού. Καθρεφτίζεται στα κείμενα των συγγραφέων και ποιητών της χώρας όπως ο Καζαντζάκης, ο Ελύτης, ο Κρυστάλλης, ο Καμπύσης. Ο δρόμος είναι δύσβατος, χρειάζεται συνειδητοποίηση και θάρρος. Η κορυφή όμως τι συμβολίζει στα αλήθεια; Την επιτυχία; Τη γνώση; Έφτασε ποτέ κανείς στην κορυφή;
"Μην κλαις Γιαννάκη. Την κορφή μου κι αν δεν είδες ποιος άλλος σαν κι εσένα ανέβηκε δω πάνου"; Με αυτά τα λόγια η Νεράιδα του βουνού παρηγορεί τον ετοιμοθάνατο ποιητή Γιαννάκη λίγο πριν την ύστατη ώρα, στο έργο του Γιάννη Καμπύση "Το δαχτυλίδι της μάνας".
"Μην κλαις Γιαννάκη. Την κορφή μου κι αν δεν είδες ποιος άλλος σαν κι εσένα ανέβηκε δω πάνου"; Με αυτά τα λόγια η Νεράιδα του βουνού παρηγορεί τον ετοιμοθάνατο ποιητή Γιαννάκη λίγο πριν την ύστατη ώρα, στο έργο του Γιάννη Καμπύση "Το δαχτυλίδι της μάνας".
Ο θάνατος ενός νεαρού ποιητή. Αυτό είναι το θέμα του έργου που επέλεξε η ομάδα C for Circus για να γιορτάσει τα 10 χρόνια από την σύστασή της και ταξίδευσε από την πρωτεύουσα πίσω στη πόλη της ίδρυσής της την Θεσσαλονίκη, στο πλαίσιο του Showcase των 53ων Δημητρίων.
"Το δαχτυλίδι της μάνας" γράφεται το 1898 και αφιερώνεται στο θάνατο του ποιητή Κώστα Κρυστάλλη. Απεβίωσε σε ηλικία μόλις 25 χρόνων. Το έργο είναι αυτοαναφορικό και προσεγγίζει με βαθιά ευαισθησία ερωτήματα σχετικά με το ρόλο και τη φύση ενός καλλιτέχνη. Ποια η σχέση του με τη ζωή; Ποια η σχέση του με την τέχνη του; Πώς υποδέχεται τον θάνατο; Στο αδύναμο μυαλό του Γιαννάκη οι αφηγήσεις του και η πραγματικότητα μπερδεύονται. Αυτό ήταν και το τελευταίο έργο του Γιάννη Καμπύση, του "Γιαννάκη". Πέθανε λίγα χρόνια μετά προτού να κλείσει τα 30.
Το έργο χωρίζεται δομικά σε δύο μέρη. Το πρώτο κομμάτι μας παρουσιάζει με ρεαλιστικό τρόπο το τελευταίο βράδυ του Γιαννάκη, παραμονή Χριστουγέννων, με την μάνα και τον αδερφό του, ενώ στο δεύτερο κομμάτι το έργο αλλάζει τη φόρμα και την ατμόσφαιρά του. Μετατρέπεται σε παραμυθόδραμα ή αλλιώς ονειρόδραμα. Ο ποιητής μέσα στο όνειρό του εισχωρεί στη χώρα των νεράιδων. Παίρνει πίσω το δαχτυλίδι που έκλεψαν από τη μητέρα του και επιχειρεί να εκπληρώσει τον πόθο της καρδιά του, να φτάσει στο παλάτι της Νεράιδας, στην κορυφή του βουνού. Το λαϊκό ελληνικό παραμύθι και τα ήθη και τα έθιμα της επαρχίας πρωτοστατούν στο θεατρικό αυτό κείμενο της ελληνικής Μπελ Επόκ.
Η παράσταση -σε σκηνοθεσία Παύλου Παυλίδη- στήνει μία γιορτή. Μια γιορτή για τον θάνατο, όμοια με ένα ξέφρενο μοιρολόι. Ο ρεαλισμός του πρώτου μέρους αντικαθίσταται με μια αφηγηματική πολυφωνική φόρμα. Οι εφτά ηθοποιοί (Παναγιώτης Γαβρέλας, Χρύσα Κοτταράκου, Αθανασία Κουρκάκη, Ειρήνη Μακρή, Νικόλας Παπαδομιχελάκης, Νατάσα Ρουστάνη, Σπύρος Χατζηαγγελάκης) τοποθετούνται πάνω σε ένα μεγάλο μεταλλικό τραπέζι στο κέντρο της σκηνής, παίζουν με μουσικά όργανα (νταούλι, μελόντικα, ηλεκτρική κιθάρα και τρομπόνι) και τραγουδούν ένα παραδοσιακό τραγούδι ενώ ταυτόχρονα απαγγέλουν τον επικήδειο λόγο του συγγραφέα Γιάννη Καμπύση. Έπειτα σαν ηθοποιοί του μπρεχτικού θεάτρου μας παρουσιάζουν τους ρόλους τους: η μάνα, ο Σωτήρης, η γειτόνισσα Κυριάκενα, η Ερωφίλη. Οι τρεις άντρες αναλαμβάνουν όλοι μαζί τον ρόλο του ποιητή, τρεις φωνές που συνθέτουν ένα "όλο" σαν κάποιο παραδοσιακό ηπειρώτικο τραγούδι.
"Το δαχτυλίδι της μάνας" γράφεται το 1898 και αφιερώνεται στο θάνατο του ποιητή Κώστα Κρυστάλλη. Απεβίωσε σε ηλικία μόλις 25 χρόνων. Το έργο είναι αυτοαναφορικό και προσεγγίζει με βαθιά ευαισθησία ερωτήματα σχετικά με το ρόλο και τη φύση ενός καλλιτέχνη. Ποια η σχέση του με τη ζωή; Ποια η σχέση του με την τέχνη του; Πώς υποδέχεται τον θάνατο; Στο αδύναμο μυαλό του Γιαννάκη οι αφηγήσεις του και η πραγματικότητα μπερδεύονται. Αυτό ήταν και το τελευταίο έργο του Γιάννη Καμπύση, του "Γιαννάκη". Πέθανε λίγα χρόνια μετά προτού να κλείσει τα 30.
Το έργο χωρίζεται δομικά σε δύο μέρη. Το πρώτο κομμάτι μας παρουσιάζει με ρεαλιστικό τρόπο το τελευταίο βράδυ του Γιαννάκη, παραμονή Χριστουγέννων, με την μάνα και τον αδερφό του, ενώ στο δεύτερο κομμάτι το έργο αλλάζει τη φόρμα και την ατμόσφαιρά του. Μετατρέπεται σε παραμυθόδραμα ή αλλιώς ονειρόδραμα. Ο ποιητής μέσα στο όνειρό του εισχωρεί στη χώρα των νεράιδων. Παίρνει πίσω το δαχτυλίδι που έκλεψαν από τη μητέρα του και επιχειρεί να εκπληρώσει τον πόθο της καρδιά του, να φτάσει στο παλάτι της Νεράιδας, στην κορυφή του βουνού. Το λαϊκό ελληνικό παραμύθι και τα ήθη και τα έθιμα της επαρχίας πρωτοστατούν στο θεατρικό αυτό κείμενο της ελληνικής Μπελ Επόκ.
Η παράσταση -σε σκηνοθεσία Παύλου Παυλίδη- στήνει μία γιορτή. Μια γιορτή για τον θάνατο, όμοια με ένα ξέφρενο μοιρολόι. Ο ρεαλισμός του πρώτου μέρους αντικαθίσταται με μια αφηγηματική πολυφωνική φόρμα. Οι εφτά ηθοποιοί (Παναγιώτης Γαβρέλας, Χρύσα Κοτταράκου, Αθανασία Κουρκάκη, Ειρήνη Μακρή, Νικόλας Παπαδομιχελάκης, Νατάσα Ρουστάνη, Σπύρος Χατζηαγγελάκης) τοποθετούνται πάνω σε ένα μεγάλο μεταλλικό τραπέζι στο κέντρο της σκηνής, παίζουν με μουσικά όργανα (νταούλι, μελόντικα, ηλεκτρική κιθάρα και τρομπόνι) και τραγουδούν ένα παραδοσιακό τραγούδι ενώ ταυτόχρονα απαγγέλουν τον επικήδειο λόγο του συγγραφέα Γιάννη Καμπύση. Έπειτα σαν ηθοποιοί του μπρεχτικού θεάτρου μας παρουσιάζουν τους ρόλους τους: η μάνα, ο Σωτήρης, η γειτόνισσα Κυριάκενα, η Ερωφίλη. Οι τρεις άντρες αναλαμβάνουν όλοι μαζί τον ρόλο του ποιητή, τρεις φωνές που συνθέτουν ένα "όλο" σαν κάποιο παραδοσιακό ηπειρώτικο τραγούδι.
Η ροή του έργου διακόπτεται συχνά από μουσική (την οποία επιμελήθηκε η Βαλέρια Δημητριάδου), επαναλήψεις φράσεων, επεξηγήσεις, αλλά και κάποια ποιήματα γνωστών ποιητών. Ο Γιαννάκης ήταν ερωτευμένος. Ο έρωτας λέγεται πως είναι η πηγή της ζωής και της έμπνευσης. Στην προκειμένη περίπτωση παρόλα αυτά δεν καταφέρνει να ξορκίσει το θάνατο, προσδίδει όμως στο Γιαννάκη όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά του ρομαντικού ήρωα, του ρομαντικού καλλιτέχνη. Η παράσταση επιλέγει να προσεγγίσει τον ποιητικό έρωτα με εργαλείο την ίδια την ποίηση και το καταφέρνει, αποφεύγοντας εντέχνως τον κίνδυνο να γίνει βαρύγδουπη, μέσω της φυσικότητας και του χιούμορ.
Η ομάδα των ηθοποιών λειτουργούσε σαν καλοκουρδισμένη μηχανή. Ο ένας συμπλήρωνε τον άλλον και οι αφηγήσεις ηχούσαν όμορφα. Ιδιαιτέρως μαγευτική υπήρξε η ερμηνεία της Νατάσας Ρουστάνη, με άψογο χειρισμό της ντοπιολαλιάς και γοητευτικούς χρωματισμούς στη φωνή και στην έκφρασή της.
Ακριβώς τη στιγμή που το πρώτο μέρος της παράστασης έτεινε να γίνει κουραστικό, εξαιτίας ίσως της στατικότητας του παιξίματος και των επαναλαμβανόμενων θεατρικών παιχνιδιών, ακριβώς εκείνη τη στιγμή τα φώτα σβήνουν. Το δεύτερο συμβολικό κομμάτι είναι μία αποκάλυψη εικόνων. Το τραπέζι μετατρέπεται σε μια γιγάντια τραμπάλα. Τη σκηνική κατασκευή υπογράφει ο Σπύρος Δουκέρης. Τα κορίτσια με τα λευκά τους εσώρουχα και τα μαλλιά στο πρόσωπο γίνονται διαβολικές νεράιδες. Και εκεί που η γιορτή ήταν έτοιμη να σβήσει αναζωπυρώνεται από τις φωνές, τα τραγούδια και τα τραμπαλίσματά τους. Η τραμπάλα καταλήγει να γίνει αυτή το βουνό και ο "ανήφορος". Η ζωή μεταμορφώνεται σε ένα παιχνίδι ισορροπίας για τολμηρούς· όπως ο Γιαννάκης.
Το θέμα του θανάτου προσεγγίζεται με τρυφερότητα και με μια γλώσσα σημείων γνώριμη σε όλους μας. Η παράσταση μας γεμίζει μελαγχολία και ξυπνά, σε όσους είχαν την τύχη να το ζήσουν, μνήμες από τις αφηγήσεις της γιαγιάς, το ζεστό φως του τζακιού, τη μυρωδιά του καμένου ξύλου. Η ενδυματολογία του Δήμου Κλιμενώφ παραπέμπει σκόπιμα σε παλιότερες εποχές χωρίς να δίνει -δεν χρειάζεται κιόλας- το στίγμα μίας συγκεκριμένης χρονικής περιόδου. Τα φώτα της Ιωάννας Ζέρβα είναι κίτρινα και ζεστά σαν τζάκι όταν η δράση τοποθετείται στην καλύβα, μπλε και παγερά όταν τρυπώνουν τα στοιχειά.
Η ομάδα των νεαρών αυτών καλλιτεχνών, μετά από δέκα χρόνια παρουσίας στο θέατρο, στην πιο παραγωγική τους περίοδο, στέκεται και στρέφει το βλέμμα της στον εαυτό της. Κι ενώ βρίσκεται ήδη στην "ανηφόρα" αναρωτιέται σχετικά με τη ζωή, τη δημιουργία, τη φύση της τέχνης και τον αναπόδραστο θάνατο, όπως ο νεαρός ποιητής Γιαννάκης. Όλοι εξάλλου ποθούμε να φτάσουμε στην κορυφή του βουνού του δικού μας αγαπημένου παραμυθιού.
Ακριβώς τη στιγμή που το πρώτο μέρος της παράστασης έτεινε να γίνει κουραστικό, εξαιτίας ίσως της στατικότητας του παιξίματος και των επαναλαμβανόμενων θεατρικών παιχνιδιών, ακριβώς εκείνη τη στιγμή τα φώτα σβήνουν. Το δεύτερο συμβολικό κομμάτι είναι μία αποκάλυψη εικόνων. Το τραπέζι μετατρέπεται σε μια γιγάντια τραμπάλα. Τη σκηνική κατασκευή υπογράφει ο Σπύρος Δουκέρης. Τα κορίτσια με τα λευκά τους εσώρουχα και τα μαλλιά στο πρόσωπο γίνονται διαβολικές νεράιδες. Και εκεί που η γιορτή ήταν έτοιμη να σβήσει αναζωπυρώνεται από τις φωνές, τα τραγούδια και τα τραμπαλίσματά τους. Η τραμπάλα καταλήγει να γίνει αυτή το βουνό και ο "ανήφορος". Η ζωή μεταμορφώνεται σε ένα παιχνίδι ισορροπίας για τολμηρούς· όπως ο Γιαννάκης.
Το θέμα του θανάτου προσεγγίζεται με τρυφερότητα και με μια γλώσσα σημείων γνώριμη σε όλους μας. Η παράσταση μας γεμίζει μελαγχολία και ξυπνά, σε όσους είχαν την τύχη να το ζήσουν, μνήμες από τις αφηγήσεις της γιαγιάς, το ζεστό φως του τζακιού, τη μυρωδιά του καμένου ξύλου. Η ενδυματολογία του Δήμου Κλιμενώφ παραπέμπει σκόπιμα σε παλιότερες εποχές χωρίς να δίνει -δεν χρειάζεται κιόλας- το στίγμα μίας συγκεκριμένης χρονικής περιόδου. Τα φώτα της Ιωάννας Ζέρβα είναι κίτρινα και ζεστά σαν τζάκι όταν η δράση τοποθετείται στην καλύβα, μπλε και παγερά όταν τρυπώνουν τα στοιχειά.
Η ομάδα των νεαρών αυτών καλλιτεχνών, μετά από δέκα χρόνια παρουσίας στο θέατρο, στην πιο παραγωγική τους περίοδο, στέκεται και στρέφει το βλέμμα της στον εαυτό της. Κι ενώ βρίσκεται ήδη στην "ανηφόρα" αναρωτιέται σχετικά με τη ζωή, τη δημιουργία, τη φύση της τέχνης και τον αναπόδραστο θάνατο, όπως ο νεαρός ποιητής Γιαννάκης. Όλοι εξάλλου ποθούμε να φτάσουμε στην κορυφή του βουνού του δικού μας αγαπημένου παραμυθιού.
0 comments: