"Όσα η καρδιά μου στην καταιγίδα" του Άκη Δήμου, σε σκηνοθεσία Πάνου Δεληνικόπουλου, στο Μικρό Θέατρο Μονής Λαζαριστών. (Θεσσαλονίκη)
Καρδιά σε καταιγίδα
"Όσα η καρδιά μου στην καταιγίδα", ένας δυνατός τίτλος, τρυφερός και βίαιος. Ίσως να μην υπάρχει πιο ταιριαστή παρομοίωση για το έρωτα από την εικόνα μιας καταιγίδας. Πόσο μάλλον όταν πρόκειται για έναν ατελέσφορο έρωτα, καταδικασμένο. Κι όμως όλοι οι ερωτευμένοι νιώθουν πως ο έρωτάς τους είναι καταδικασμένος: δεν γίνεται να αγαπιούνται με την δύναμη που οι ίδιοι αγαπούν. "Η καρδιά μου στην καταιγίδα". Κι αν ακουμπήσει το βλέμμα σου σε κάποια αφίσα για την παράσταση, εκεί που περπατάς ή όταν πίνεις τον καφέ σου, χαμογελάς ή το σκέφτεσαι (δεν έχει σημασία), διότι ξέρεις τι εννοεί.
"Όσα η καρδιά μου στην καταιγίδα", ένας δυνατός τίτλος, τρυφερός και βίαιος. Ίσως να μην υπάρχει πιο ταιριαστή παρομοίωση για το έρωτα από την εικόνα μιας καταιγίδας. Πόσο μάλλον όταν πρόκειται για έναν ατελέσφορο έρωτα, καταδικασμένο. Κι όμως όλοι οι ερωτευμένοι νιώθουν πως ο έρωτάς τους είναι καταδικασμένος: δεν γίνεται να αγαπιούνται με την δύναμη που οι ίδιοι αγαπούν. "Η καρδιά μου στην καταιγίδα". Κι αν ακουμπήσει το βλέμμα σου σε κάποια αφίσα για την παράσταση, εκεί που περπατάς ή όταν πίνεις τον καφέ σου, χαμογελάς ή το σκέφτεσαι (δεν έχει σημασία), διότι ξέρεις τι εννοεί.
Στο έργο του αυτό ο Άκης Δήμου μεταγράφει θεατρικά, με το προσωπικό του, μεταμοντέρνο ύφος, ένα από τα δημοφιλέστερα μυθιστορήματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας, την "Πρώτη αγάπη" του Ιωάννη Κονδυλάκη: ένα ερωτευμένο ζευγάρι, ο Γιώργος και η Βαγγελιώ, βρίσκεται αντιμέτωπο με την κοινωνία, η οποία τους απαγορεύει να αγαπηθούν, εξαιτίας της ηλικιακής τους διαφοράς. Τελικά ο έρωτας τους αγιοποιείται μετά από την απαραίτητη θυσία, το θάνατο. Το μοτίβο είναι γνωστό.
Ο Δήμου μεταφέρει την ιστορία σχεδόν αυτούσια σε ένα έργο για τέσσερις ηθοποιούς: το νεαρό ζευγάρι, τη μάνα του Γιώργη και έναν ξάδερφο, μια αινιγματική φιγούρα. Η παράσταση ξεκινάει με μια μικρή ιστορία, ένα παραμύθι θρησκευτικό με το οποίο η μάνα νανουρίζει τον μικρό Γιώργη, μια λαϊκή παραβολή για την αξία της αγάπης, συγκεκριμένα για την αγάπη του γιου στη μητέρα του. Μεγαλώνοντας η αγάπη του νέου για την μητέρα του συγκρούεται με την αγάπη του για την Βαγγελιώ. Η στέρηση του έρωτα, της συνέχειας της ζωής, έχει ως αποτέλεσμα τη φθορά του σώματός, το χτικιό. Οι συγκρούσεις γίνονται όλο και περισσότερες, ο πόθος γίνεται ανάγκη. Η ανάγκη σιγοκαίει μέσα τους φιμωμένη, ακόρεστη και οδηγεί βαθμιαία και αναπότρεπτα τους επιζήσαντες στον μηδενισμό.
Και αναρωτιόμαστε: γιατί τώρα αυτή η ιστορία; Είναι ο έρωτας απαγορευμένος στην εποχή που ζούμε; Δεν έχουμε απαλλαχτεί από τους κοινωνικούς περιορισμούς των αρχών του 20ού αιώνα; Εκ πρώτης όψεως η απάντηση είναι θετική. Η ηλικιακή διαφορά δεν είναι πλέον σοβαρό ταμπού. Στην Ελλάδα όμως, που η κοινή γνώμη επιτίθεται με μένος σε νόμους που διασφαλίζουν το δικαίωμα στην επιλογή του φύλου και της σεξουαλικότητας, θα ήταν μάλλον υποκριτικό να συμφωνήσουμε. Το θεατρικό έργο κάνει διακριτικές νύξεις και σχόλια ικανά να επιτρέψουν μια τέτοια ανάγνωση. Προτάσσεται η αναγκαιότητα του έρωτα για την ίδια τη ζωή, του έρωτα ως αξία πανανθρώπινη κόντρα στους κοινωνικούς περιορισμούς. Τα καταπιεσμένα πάθη των προσώπων ξυπνούν επί σκηνής και δημιουργούν συνεχείς εκρήξεις.
Η σκηνοθεσία του Πάνου Δεληνικόπουλου χωρίς φιοριτούρες και εντυπωσιασμούς βαδίζει μέσα σε αυτήν την "καταιγίδα" νοημάτων. Πρόκειται για μια προσεγμένη παράσταση που δημιουργεί όμορφες εικόνες. Τα αντιφατικά συναισθήματα αποκαλύπτονται, τα διλήμματα τίθενται και όλες οι ψυχικές μάχες, γίνονται δράσεις: εικονοποιούνται σκηνικά με παιχνίδια ισορροπίας, σε βραχάκια, σε κατηφόρες, καρέκλες, πάγκους κ.α. Οι ηθοποιοί στέκονται πάνω στα υλικά αυτά, συνεχώς ταλαντεύονται, διατηρούν την ισορροπία τους ή κατακρημνίζονται. Η πτώση παρουσιάζεται έτσι αναπόφευκτα, σαν λογική συνέπεια. Τα σκηνικά της Φανής Μπουκουβάλα προσφέρουν αυτές τις δυνατότητες και ταυτόχρονα χαρίζουν στο σκηνικό χώρο μια ποιητική εικόνα ερειπίου, εγκατάλειψης και εγκλεισμού. Σφραγίζουν την ταυτότητα της παράστασης με τη σκοτεινότητά τους και την ψυχρότητα των υλικών τους (σίδερο, πέτρες). Πρόκειται για υλικά-σύμβολα, με συνδηλώσεις όπως η φυλακή, η ακινησία, το βάρος, η πτώση που αγκαλιάζουν τη σκηνή με μια ατημέλητη αρμονία.
Οι ηθοποιοί τοποθετούνται σε αυτόν τον χώρο σαν αναπόσπαστο κομμάτι του. Η Μομώ Βλάχου, ο Γιώργος Κολοβός, ο Κωνσταντίνος Λιάρος και η Μαρία Τσιμά ανταποκρίνονται με επιτυχία στις απαιτήσεις των ρόλων τους. Αν ήταν να γίνει μια ξεχωριστή αναφορά σε κάποια ερμηνεία αυτή θα ήταν της Μαρία Τσιμά (υποδυόταν τη μάνα) εξαιτίας της αμεσότητάς της. Δεν επισκίαζε όμως σε καμία περίπτωση την ομάδα, η οποία ήταν υποκριτικά καλοκουρδισμένη, αν και δυστυχώς δεν δόθηκε ιδιαίτερη προσοχή στην έκταση της φωνής τους, η οποία αντηχούσε δυνατότερα από όσο επέτρεπε η μικρή απόσταση ηθοποιών-κοινού στην σκηνή του Μικρού Θεάτρου.
Επιστρέφουμε όμως και πάλι στο αρχικό ερώτημα: γιατί τώρα αυτή η ιστορία; Γιατί σε εμένα ή σε όλους αυτή η καταιγίδα; Το ερώτημα παραμένει αναπάντητο. Ο Πάνος Δεληνικόπουλος αντιμετώπισε το θεατρικό αυτό έργο του Άκη Δήμου χωρίς την αυτοπεποίθηση και τον δυναμισμό, τον οποίο μας έχει αποδείξει ότι διαθέτει ήδη από την προηγούμενη δουλειά του, "Πάρτυ γενεθλίων" στο θέατρο Black Box. Από τη παράστασή του έλειπε η προκλητικότητα η οποία θα αναδείκνυε τον μύθο και την προβληματική του. Σε αυτό συνέβαλε επιπρόσθετα η αδύναμη ενορχήστρωση των εντάσεων. Η συχνότητά αυτών στο θεατρικό κείμενο, όπως ήδη έχει προαναφερθεί, είναι μεγάλη και σαφώς έτσι μεγεθύνεται η ανάγκη να παίξεις με τις ποιότητες και τους τόνους τους. Τα διαρκώς ισχυρά ξεσπάσματα της παράστασης σπατάλησαν τα πάθη και τη δύναμη των συναισθημάτων, εκτόνωσαν την ψυχική πάλη, στέρησαν από την παράσταση την κορύφωση της και μας κατέστησαν αδιάφορο το (διαφορετικό από το διήγημα) τέλος. Φυσικά σε αυτό συντέλεσαν και οι αδυναμίες του θεατρικού κειμένου. Η χρήση "υπέρ"-πολλών: και μεταφορών, και παρομοιώσεων, και φράσεων, και λέξεων, και επαναλήψεων δυσκόλευαν τους ηθοποιούς και αποδυνάμωναν τα νοήματά, ξεσπώντας τα σε λεκτικό επίπεδο. Μια καταιγίδα που παρέμεινε μπόρα.
Εν κατακλείδι, παρόλα αυτά η παράσταση είναι αξιόλογη και γοητευτική. Αξίζει να την παρακολουθήσεις για την ειλικρίνεια και την αισθητική της.
0 comments: