Γράφει ο Κορνήλιος Ρουσάκης
"Αφέντης και δούλος" του Λέοντος Τολστόι, σε σκηνοθεσία Γιώργου Νανούρη, στο Θέατρο Αθήναιον (Θεσσαλονίκη)
Ο Γιώργος Νανούρης συνεχίζει το ταξίδι του στις σελίδες της ρωσικής λογοτεχνίας, επιμένοντας στον Τολστόι (μετά και τη θεατρική μεταφορά του διηγήματος "Από τι ζουν οι άνθρωποι", σε συνεργασία με την Όλια Λαζαρίδου και τον Ηλία Κουνέλα) και προτείνοντας την σκηνική παρουσίαση της νουβέλας "Αφέντης και δούλος". Μια καθαρή, στοχευμένη και τρυφερή παρέμβαση στη δραματουργία του ρώσου συγγραφέα. Μια ελεγεία στη δύναμη της ανθρώπινης ψυχής, μια αλληγορική παραβολή για την αναζήτηση του αληθινού νοήματος της ζωής.
Ο Γιώργος Νανούρης επικεντρώνει το ενδιαφέρον του στο δίπολο των δύο προσώπων, των δύο άκρων της κοινωνικής πυραμίδας: τον κυρίαρχο αφέντη και τον υποτακτικό μουζίκο, απομακρύνοντας τα υπόλοιπα πρόσωπα που παρελαύνουν στις σελίδες της νουβέλας του Τολστόι. Φωτίζει τις ρωγμές τους, φέρνει στην επιφάνεια τα τρωτά τους σημεία, απομονώνει τις αδυναμίες τους, παραθέτει απογυμνωμένη την αργή, σταδιακή μεταστροφή τους. Ο άκαμπτος γίνεται αδύναμος και τρωτός, ο υποτελής ενδυναμώνεται κι επιβιώνει.
Βασικοί άξονες της σκηνοθετικής απόδοσης του κειμένου, η αστραπιαία και διαρκής εναλλαγή αφήγησης και δραματοποίησης και το ατμοσφαιρικό εικαστικό περιβάλλον μέσα στο οποίο ξετυλίγεται η ιστορία. Κι αν το δεύτερο είναι πραγματικά αψεγάδιαστο τόσο σε σύλληψη όσο και εκτέλεση και σε διέγερση συναισθημάτων (η επί σκηνής χρήση των μηχανών παραγωγής χιονιού, αέρα και ομίχλης, που καλύπτει σχεδόν όλη τη διάρκεια της παράστασης, δημιουργεί ένα σκηνικό σύμπαν χάρμα οφθαλμών, εκεί που η στόφα του "παλαιού" θεάτρου των συμβάσεων συναντά την αφαιρετική προσέγγιση της μεταθεατρικότητας), η υπερβολική χρήση μιας επεξηγηματικής και υπεραναλυτικής αφήγησης στερεί μέρος της μαγείας του θεάματος. Αυτή είναι και η μοναδική παραφωνία του εγχειρήματος· η διδακτική, χριστιανική, ηθικοπλαστική χροιά που απλώνεται σε σημεία, υπεραπλουστεύοντας κι εξηγώντας -υπερβολικά σχολαστικά και λεπτομερώς- με λόγια αυτό που ο θεατής επιβάλλεται να προσεγγίσει και να ανακαλύψει μόνος, με τη δική του σκέψη και τις δικές του αισθήσεις.
Κι αν η διακειμενική προσέγγιση με αναφορά των στίχων του Κώστα Μόντη "Περίεργο πράγμα η καρδιά. Όσο τη σπαταλάς τόσο περισσότερη έχεις" είναι μια πολύτιμη αποσκευή που κουβαλάς καθώς σβήνουν τα φώτα, η προσθήκη του -υπέροχου κατά τ' άλλα- εξαποστειλαρίου της Μεγάλης Εβδομάδας "Τον νυμφώνα σου βλέπω" αν και τονίζει τη σημασία της ταπείνωσης και της μετανοίας, μοιάζει μάλλον εκτός κλίματος.
Ο Δημήτρης Λιγνάδης και ο Γιώργος Νανούρης καλλιεργούν κι εκφράζουν σκηνικά το τρυφερό, ποιητικό, άκρως συναισθηματικό υλικό της αλληγορίας. Εξαιρώντας την αμήχανη έναρξη όπου η προσωπική "μαρτυρία" των ηθοποιών ορίζεται ως εφαλτήριο για το ξεδίπλωμα της ιστορίας του Τολστόι, και οι δύο ερμηνείες αποτυπώνουν με σπάνια ακρίβεια και αλήθεια -κυρίως μέσα από την εξαιρετική κίνηση των σωμάτων, -καθώς οι δυο χαρακτήρες αλληλεπιδρούν ανήμποροι απέναντι στη δύναμη της φύσης-, την ήττα του εγωκεντρισμού απέναντι στη νίκη της ζωής. Αν κάτι κρατώ είναι η δύναμη του συμβολισμού της πιο δυνατής εικόνας της παράστασης· τη στιγμή που ο υποτακτικός δούλος (Νανούρης) παίρνει τα λουριά και μετατρέπεται σε "άλογο" σέρνοντας ακάματα πάνω στην περιστροφική σκηνή το επιβλητικό έλκυθρο πάνω στο οποίο βρίσκεται όρθιος ο κραταιός αφέντης (Λιγνάδης), υπό την συνοδεία της υποβλητικής μουσικής του lolek.
Κι αν η διακειμενική προσέγγιση με αναφορά των στίχων του Κώστα Μόντη "Περίεργο πράγμα η καρδιά. Όσο τη σπαταλάς τόσο περισσότερη έχεις" είναι μια πολύτιμη αποσκευή που κουβαλάς καθώς σβήνουν τα φώτα, η προσθήκη του -υπέροχου κατά τ' άλλα- εξαποστειλαρίου της Μεγάλης Εβδομάδας "Τον νυμφώνα σου βλέπω" αν και τονίζει τη σημασία της ταπείνωσης και της μετανοίας, μοιάζει μάλλον εκτός κλίματος.
Ο Δημήτρης Λιγνάδης και ο Γιώργος Νανούρης καλλιεργούν κι εκφράζουν σκηνικά το τρυφερό, ποιητικό, άκρως συναισθηματικό υλικό της αλληγορίας. Εξαιρώντας την αμήχανη έναρξη όπου η προσωπική "μαρτυρία" των ηθοποιών ορίζεται ως εφαλτήριο για το ξεδίπλωμα της ιστορίας του Τολστόι, και οι δύο ερμηνείες αποτυπώνουν με σπάνια ακρίβεια και αλήθεια -κυρίως μέσα από την εξαιρετική κίνηση των σωμάτων, -καθώς οι δυο χαρακτήρες αλληλεπιδρούν ανήμποροι απέναντι στη δύναμη της φύσης-, την ήττα του εγωκεντρισμού απέναντι στη νίκη της ζωής. Αν κάτι κρατώ είναι η δύναμη του συμβολισμού της πιο δυνατής εικόνας της παράστασης· τη στιγμή που ο υποτακτικός δούλος (Νανούρης) παίρνει τα λουριά και μετατρέπεται σε "άλογο" σέρνοντας ακάματα πάνω στην περιστροφική σκηνή το επιβλητικό έλκυθρο πάνω στο οποίο βρίσκεται όρθιος ο κραταιός αφέντης (Λιγνάδης), υπό την συνοδεία της υποβλητικής μουσικής του lolek.
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου