Γράφει ο Κορνήλιος Ρουσάκης
"Το τέλος του παιχνιδιού" του Σάμουελ Μπέκετ, σε σκηνοθεσία Γλυκερίας Καλαΐτζή, από την Πειραματική Σκηνή της "Τέχνης", στο Θέατρο Τ (Θεσσαλονίκη)
"-Τι ώρα είναι;"... "-Η συνηθισμένη"... Ένα μόνο τυπικό δείγμα της νοηματικής σφαίρας στην οποία κινείται το διαλογικό παιχνίδι ανάμεσα στον εξουσιαστή αφέντη Χαμ και στον εξουσιαζόμενο υπηρέτη Κλοβ. Στο "Τέλος του παιχνιδιού" ο Μπέκετ εξελίσσει την έννοια της αχρονίας που με καθηλωτικό τρόπο πραγματεύτηκε στο "Περιμένοντας τον Γκοντό", βυθίζοντας τους χαρακτήρες του σε μια ασφυκτική καθημερινότητα του ανθρώπινου "τίποτα". Το "παιχνίδι" του Μπέκετ είναι(;) ένα επαναλαμβανόμενο παιχνίδι ανθρώπινης επικοινωνίας χωρίς νόημα, που λαμβάνει χώρα κατά τη διάρκεια μιας καθημερινότητας χωρίς νόημα, σε έναν κόσμο αφιλόξενο.
Η παράσταση της Γλυκερίας Καλαϊτζή -μακριά από σκηνοθετισμούς και αχρείαστα σ' αυτή την περίπτωση πειράματα- έχοντας ως ακλόνητο σύμμαχο την ρέουσα, καίρια και κατανοητή, μετάφραση του Νικηφόρου Παπανδρέου, ακολουθεί πιστά τις σκηνικές επιταγές του Μπέκετ και στοχεύει κυρίως στις ερμηνείες των ηθοποιών. Το τελικό αποτέλεσμα, διαθέτει ένα "άρωμα παλαιού θεάτρου" που ενώ υπό άλλες συνθήκες θα θεωρούνταν παρωχημένο και συμβατικό, σ' αυτή την περίπτωση σε κερδίζει με τη μοναδική συνύπαρξη των υλικών του και την αλήθεια του, με τον ουσιαστικό τρόπο που αποτυπώνονται οι αστείες πτυχές της ανθρώπινης δυστυχίας και ξεδιπλώνεται ο αποσπασματικός και δαιδαλώδης μπεκετικός στοχασμός.
Ενδιαφέροντα υποκριτικά πορτραίτα δημιουργούν ο Γιώργος Φράγκογλου (Ναγκ) και η Σοφία Βουλγαρη (Νελ), που υποδύονται τις δύο νεκρές φιγούρες που βρίσκονται εγκλωβισμένες σε εντοιχισμένους σκουπιδοτενεκέδες. Η έντονη αντίθεση που υπάρχει ανάμεσα στην όψη (έντονο λευκό μακιγιάζ στο πρόσωπο και στο σώμα, υπερτονισμένα μαύρα φρύδια) και στον λόγο (η τρυφερή ανάμνηση του έρωτα και της νεότητας) δημιουργεί μια ισχυρή "φέτα νοσταλγίας" και ταυτόχρονα μια έντονη αμφιβολία για τη διάσταση που υπάρχει ανάμεσα σε μια ιδεατή και σε μια απτή πραγματικότητα.
Στη σκηνή του Θεάτρου Τ στήθηκε ένα αφαιρετικό και ταυτόχρονα ασφυκτικό χαρακτηριστικό μπεκετικό περιβάλλον, μέσα στο οποίο η ασημαντότητα της ανθρώπινης ύπαρξης συγκρούεται με την σπουδαιότητα της. Οι χαρακτήρες της παράστασης ζουν εγκλωβισμένοι σ' έναν τυπικό μπεκετικό μη-τόπο, περιχαρακωμένοι από τους εξπρεσιονιστικούς, λευκούς διαγώνιους ψηλούς τοίχους, τη μούχλα και τα αποκαΐδια, "συντροφιά" με τα χαρακτηριστικά, συμβολικά σκηνικά αντικείμενα του μπεκετικού σύμπαντος (σ' αυτή την περίπτωση, τη σκάλα, το λούτρινο σκυλάκι με τα τρία πόδια, τη μαγκούρα, τη βαλίτσα). Όλο αυτό το περιβάλλον αποτυπώνεται μέσα από το ιδιαίτερα καλαίσθητο, εντυπωσιακό σκηνικό της Ευαγγελίας Κιρκινέ (που αξίζει να επισημανθεί ότι τα τελευταία χρόνια έχει σημειώσει αρκετές σκηνογραφικές νίκες με τις δουλειές της στις σκηνές της Θεσσαλονίκης)
Ο αυταρχικός, εξουσιαστικός Χαμ του Δημήτρη Ναζίρη αλληλοσυμπληρώνεται αρμονικά με τον υπερκινητικό Κλοβ της Έφης Σταμούλη, αποτυπώνοντας άρτια το δυϊκό μοντέλο του ενός νου που διαιρείται σε δύο σώματα. Το καθηλωμένο σώμα του Χαμ (που δεν μπορεί να σηκωθεί), σε αντίθεση και (δυσαρμονική) συνύπαρξη με το όρθιο, φθαρμένο σώμα του Κλοβ (που δεν μπορεί να καθήσει).
O Δημήτρης Ναζίρης δημιούργησε μια έξοχη μπεκετική ερμηνευτική φιγούρα -ιδιαίτερα γκροτέσκα και πληθωρική μέσα στη στατικότητα και την ακινησία της- που ακροβατεί διαρκώς ανάμεσα στην ματαιότητα της συνέχισης του παιχνιδιού της ζωής, αλλά και από την άλλη στην ανάγκη προσκόλλησης στην ατέρμονη ρουτίνα του και ταυτόχρονα στον διαρκή φόβο απώλειάς αυτής της ρουτίνας. Η Έφη Σταμούλη σκιαγράφησε εξαιρετικά έναν ιδιόρρυθμο Κλοβ, μια χαρακτηριστική φιγούρα του απόκοσμου μπεκετικού σύμπαντος, με κλοουνερί υλικά και αναφορές σε φιγούρες του βωβού κινηματογράφου. Με εμφανέστατη και αποδοτική λεπτομερή -φωνητική και κινησιολογική- δουλειά έπλασε ένα ατόφια συγκινητικό πλάσμα που ζει εγκλωβισμένο σε μια βασανιστική, κωμική τραγικότητα. Ο τρόπος που η Σταμούλη κινεί το σώμα της επιδιδόμενη σε ένα ατέρμονο κρεσέντο επαναλαμβανόμενων κινήσεων, διατρέχοντας ασταμάτητα τη σκηνή, δίνοντας ζωή σ' έναν τραγικά αστείο και πολύπλοκο χαρακτήρα που θα μπορούσε αν χρειαστεί να "ξύνει το αριστερό του αυτί με το δεξί του χέρι", είναι ένα ισχυρό στοιχείο της παράστασης που μένει στη μνήμη.
Ενδιαφέροντα υποκριτικά πορτραίτα δημιουργούν ο Γιώργος Φράγκογλου (Ναγκ) και η Σοφία Βουλγαρη (Νελ), που υποδύονται τις δύο νεκρές φιγούρες που βρίσκονται εγκλωβισμένες σε εντοιχισμένους σκουπιδοτενεκέδες. Η έντονη αντίθεση που υπάρχει ανάμεσα στην όψη (έντονο λευκό μακιγιάζ στο πρόσωπο και στο σώμα, υπερτονισμένα μαύρα φρύδια) και στον λόγο (η τρυφερή ανάμνηση του έρωτα και της νεότητας) δημιουργεί μια ισχυρή "φέτα νοσταλγίας" και ταυτόχρονα μια έντονη αμφιβολία για τη διάσταση που υπάρχει ανάμεσα σε μια ιδεατή και σε μια απτή πραγματικότητα.
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου