Του Κορνήλιου Ρουσάκη
Η υπεροχή του υποκριτή
"Οι 12 ένορκοι" του Reginald Rose, σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνας Νικολαΐδη, στο Θέατρο της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών (Θεσσαλονίκη)
Νέα Υόρκη, 1957. Δώδεκα ένορκοι εγκλωβισμένοι στον ασφυκτικό χώρο ενός ζεστού γραφείου καλούνται να αποφασίσουν για το μέλλον ενός ανήλικου κατηγορούμενου για πατροκτονία. Το δικαστικό δράμα του Reginald Rose που έδρεψε κινηματογραφικές δάφνες στα μισά του 20ού αιώνα, μεταφέρθηκε στη θεατρική σκηνή από την Κωνσταντίνα Νικολαΐδη, σε μια εκδοχή που στο εικαστικό της μέρος, δεν απομακρύνεται από την εποχή αναφοράς του έργου. H επιλογή της πιστής απεικόνισης της εποχής εγκλωβίζεται αρχικά σε μια συμβατική και παλαιού τύπου σκηνοθετική και ερμηνευτική προσέγγιση, σε μια vintage διάθεση επικαλυμμένη από αρκετές δόσεις θεατρικής ναφθαλίνης, που τοποθετεί τον θεατή σε μια "ασφαλή" θέση απομακρυσμένου παρατηρητή. Το κοινότοπο και το αναμενόμενο κυριαρχεί σε όλα τα επιμέρους αισθητικά στοιχεία του θεατρικού συμβάντος: στα σκηνικά του David Negrin, στα αντρικά κοστούμια που σχεδίασε η Κική Μήλιου, στους συμβατικούς θεατρικούς φωτισμούς του Αλέξανδρου Αλεξάνδρου.
Κι όμως όλα ανατρέπονται μόλις αρχίζει να ευδοκιμεί ο σπόρος της αμφιβολίας, καθώς ξεδιπλώνονται οι κρυφές πτυχές των χαρακτήρων των δώδεκα ανδρών που αρχίζουν να ταλαντεύονται ανάμεσα στα επώδυνα πεδία της ενοχής και της αθωότητας, ενώ γύρω τους οι μαρτυρίες κατηγορίας αποδυναμώνονται και καταρρέουν σαν τραπουλόχαρτα. Είναι το σημείο που ο αρχικός θεματικός πυρήνας του έργου (η διάπραξη ενός φόνου από ένα δεκαεξάχρονο παιδί) μετατρέπεται σ' έναν καμβά στο σκηνικό background και το ενδιαφέρον επικεντρώνεται στην τριβή ανάμεσα στους δώδεκα ενόρκους και στη ψυχοσύνθεση τους.
Οι δώδεκα ηθοποιοί της παράστασης —μια αρμονική συνύπαρξη εκπροσώπων τριών, ίσως και, τεσσάρων θεατρικών γενεών— αναδεικνύουν εκφραστικά και σωματικά την κλίμακα από τον κυνισμό και την πλήρη απαξίωση για την "πορεία" ενός ανθρώπου προς την ηλεκτρική καρέκλα (με κραταιό παράδειγμα την γρήγορη διεκπεραίωση της "εκκρεμότητας", για την παρακολούθηση ενός αγώνα μπέιζμπολ), μέχρι την απόλυτη ενσυναίσθηση της δυσμενούς κατάστασης και την εμμονή στη διαλεκτική οδό ανάλυσης συμβάντων και επιχειρημάτων.
Στο σημείο που η αίσθηση εγκλεισμού γίνεται αφόρητη, η ζέστη και η κόπωση αβάσταχτες· εκεί όπου οι γραβάτες αρχίζουν να ξελύνονται και τα μαντήλια να βγαίνουν από τις τσέπες, αρχίζουν να καρποφορούν η σκηνοθετική εργασία της Νικολαΐδη και η ενισχυμένη κινησιολογική φροντίδα της Χριστίνας Φωτεινάκη, που "διαχέουν" την παρουσία των ηθοποιών σε όλους τους χώρους του γραφείου (και στο ευρηματικό μπάνιο-ορμητήριο στην άκρη της σκηνής) και ενθαρρύνουν το αποκαλυπτικό ερμηνευτικό "ξεγύμνωμα" των προσώπων, μέσα από ένα εξαιρετικά επιτυχημένο στήσιμο και σωματικό gestus.
Καθώς ο θυμός των δώδεκα ανδρών προσεγγίζει και υπερβαίνει τα ανώτατα όρια, οι χαρακτήρες απεγκλωβίζονται από κάθε χάρτινη προσχηματική υπόσταση και όλοι ανεξαιρέτως οι ηθοποιοί καταθέτουν δυναμικές, ολοκληρωμένες ερμηνείες.
Ο Χριστόδουλος Στυλιανού (ένορκος 8) ευθύβολος κι άμεσος, ξεδιπλώνεται σταδιακά κι εξελίσσεται σε ήρεμη δύναμη που καταφέρνει να αντιταχθεί επιτυχώς και να αντιμετωπίσει έντεκα αντίρροπες δυνάμεις που στρέφονται εναντίον του. Η ένσταση του ενόρκου 8, η αθωωτική του ψήφος (μοναδική απέναντι σε έντεκα καταδικαστικές) και η πίστη του στην αναγκαιότητα συζήτησης κι ανάπτυξης επιχειρημάτων, δυσχεραίνουν τη διαδικασία έκδοσης ετυμηγορίας και μετατρέπουν την καταδίκη του ανήλικου πατροκτόνου σε ένα τσουνάμι κατάρριψης ρατσιστικών ιδεοληψιών και σε επαναδιαπραγμάτευση πράξεων και θέσεων και των έντεκα ενόρκων.
Το ανατριχιαστικό ρατσιστικό ξέσπασμα του ενόρκου 10 (Γιώργος Γιαννόπουλος) για "τους ανθρώπους που γεννοβολάνε σαν τα ζώα", το ξεδίπλωμα των προσωπικών ενοχών του ενόρκου 3 (Θανάσης Κουρλαμπάς), η μεθοδική παρατηρητικότητα και η ψύχραιμη παρέμβαση του γηραιότερου ενόρκου 9 (Τρύφων Καρατζάς), η μετριοπαθής στάση του οργανωτικού ενόρκου 1 (Κωνσταντίνος Μουταφτσής) και η διαρκής αναποφασιστικότητα του ενόρκου 12 (Απόλλων Μπόλλας), ο κυνισμός και η ανωριμότητα του υπερκινητικού και είρωνα ενόρκου 7 (Αλέξανδρος Πέρρος), η άβουλη, αδρανής στάση του ενόρκου 2 (Χάρης Μαυρουδής) και η άκρατη συντηρητική προσέγγιση του ενόρκου 4 (Βασίλης Παλαιολόγος), αλλά και οι μικρές ψηφίδες που διαφοροποιούν τις συμπεριφορές των υπόλοιπων ενόρκων (Μανώλης Ιωνάς, Περικλής Λιανός, Αυγουστίνος Κούμουλος), δημιουργούν ένα δυναμικό πλέγμα ερμηνειών που εκκινούν από διαφορετικές αφετηρίες, αλλά καταλήγουν σε κοινό υποκριτικό τερματισμό.
Κι είναι ακριβώς αυτές οι νίκες στο πεδίο των ερμηνειών που αμβλύνουν τις όποιες ηθικοπλαστικές κειμενικές διδαχές κι αναπτύσσουν μια ισχυρή συνομιλία με το απτό εδώ και τώρα. Η προσεγμένη σταδιακή κορύφωση της έντασης, —καθώς εκτυλίσσονται οι εξαντλητικές επαναλαμβανόμενες ψηφοφορίες κι ανοίγει ο δρόμος για την τελική ανατροπή της απόφασης και την αποχώρηση/απεγκλωβισμό των ενόρκων από το γραφείο με φόντο τα ενοχικά δάκρυα του σκληρού ενόρκου 3—, αποτυπώνει με απόλυτη σκηνική ακρίβεια την πορεία προς έναν απόλυτο και λυτρωτικό ψυχικό επαναπροσδιορισμό.
Η υπεροχή του υποκριτή
"Οι 12 ένορκοι" του Reginald Rose, σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνας Νικολαΐδη, στο Θέατρο της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών (Θεσσαλονίκη)
Νέα Υόρκη, 1957. Δώδεκα ένορκοι εγκλωβισμένοι στον ασφυκτικό χώρο ενός ζεστού γραφείου καλούνται να αποφασίσουν για το μέλλον ενός ανήλικου κατηγορούμενου για πατροκτονία. Το δικαστικό δράμα του Reginald Rose που έδρεψε κινηματογραφικές δάφνες στα μισά του 20ού αιώνα, μεταφέρθηκε στη θεατρική σκηνή από την Κωνσταντίνα Νικολαΐδη, σε μια εκδοχή που στο εικαστικό της μέρος, δεν απομακρύνεται από την εποχή αναφοράς του έργου. H επιλογή της πιστής απεικόνισης της εποχής εγκλωβίζεται αρχικά σε μια συμβατική και παλαιού τύπου σκηνοθετική και ερμηνευτική προσέγγιση, σε μια vintage διάθεση επικαλυμμένη από αρκετές δόσεις θεατρικής ναφθαλίνης, που τοποθετεί τον θεατή σε μια "ασφαλή" θέση απομακρυσμένου παρατηρητή. Το κοινότοπο και το αναμενόμενο κυριαρχεί σε όλα τα επιμέρους αισθητικά στοιχεία του θεατρικού συμβάντος: στα σκηνικά του David Negrin, στα αντρικά κοστούμια που σχεδίασε η Κική Μήλιου, στους συμβατικούς θεατρικούς φωτισμούς του Αλέξανδρου Αλεξάνδρου.
Κι όμως όλα ανατρέπονται μόλις αρχίζει να ευδοκιμεί ο σπόρος της αμφιβολίας, καθώς ξεδιπλώνονται οι κρυφές πτυχές των χαρακτήρων των δώδεκα ανδρών που αρχίζουν να ταλαντεύονται ανάμεσα στα επώδυνα πεδία της ενοχής και της αθωότητας, ενώ γύρω τους οι μαρτυρίες κατηγορίας αποδυναμώνονται και καταρρέουν σαν τραπουλόχαρτα. Είναι το σημείο που ο αρχικός θεματικός πυρήνας του έργου (η διάπραξη ενός φόνου από ένα δεκαεξάχρονο παιδί) μετατρέπεται σ' έναν καμβά στο σκηνικό background και το ενδιαφέρον επικεντρώνεται στην τριβή ανάμεσα στους δώδεκα ενόρκους και στη ψυχοσύνθεση τους.
Οι δώδεκα ηθοποιοί της παράστασης —μια αρμονική συνύπαρξη εκπροσώπων τριών, ίσως και, τεσσάρων θεατρικών γενεών— αναδεικνύουν εκφραστικά και σωματικά την κλίμακα από τον κυνισμό και την πλήρη απαξίωση για την "πορεία" ενός ανθρώπου προς την ηλεκτρική καρέκλα (με κραταιό παράδειγμα την γρήγορη διεκπεραίωση της "εκκρεμότητας", για την παρακολούθηση ενός αγώνα μπέιζμπολ), μέχρι την απόλυτη ενσυναίσθηση της δυσμενούς κατάστασης και την εμμονή στη διαλεκτική οδό ανάλυσης συμβάντων και επιχειρημάτων.
Στο σημείο που η αίσθηση εγκλεισμού γίνεται αφόρητη, η ζέστη και η κόπωση αβάσταχτες· εκεί όπου οι γραβάτες αρχίζουν να ξελύνονται και τα μαντήλια να βγαίνουν από τις τσέπες, αρχίζουν να καρποφορούν η σκηνοθετική εργασία της Νικολαΐδη και η ενισχυμένη κινησιολογική φροντίδα της Χριστίνας Φωτεινάκη, που "διαχέουν" την παρουσία των ηθοποιών σε όλους τους χώρους του γραφείου (και στο ευρηματικό μπάνιο-ορμητήριο στην άκρη της σκηνής) και ενθαρρύνουν το αποκαλυπτικό ερμηνευτικό "ξεγύμνωμα" των προσώπων, μέσα από ένα εξαιρετικά επιτυχημένο στήσιμο και σωματικό gestus.
Καθώς ο θυμός των δώδεκα ανδρών προσεγγίζει και υπερβαίνει τα ανώτατα όρια, οι χαρακτήρες απεγκλωβίζονται από κάθε χάρτινη προσχηματική υπόσταση και όλοι ανεξαιρέτως οι ηθοποιοί καταθέτουν δυναμικές, ολοκληρωμένες ερμηνείες.
Ο Χριστόδουλος Στυλιανού (ένορκος 8) ευθύβολος κι άμεσος, ξεδιπλώνεται σταδιακά κι εξελίσσεται σε ήρεμη δύναμη που καταφέρνει να αντιταχθεί επιτυχώς και να αντιμετωπίσει έντεκα αντίρροπες δυνάμεις που στρέφονται εναντίον του. Η ένσταση του ενόρκου 8, η αθωωτική του ψήφος (μοναδική απέναντι σε έντεκα καταδικαστικές) και η πίστη του στην αναγκαιότητα συζήτησης κι ανάπτυξης επιχειρημάτων, δυσχεραίνουν τη διαδικασία έκδοσης ετυμηγορίας και μετατρέπουν την καταδίκη του ανήλικου πατροκτόνου σε ένα τσουνάμι κατάρριψης ρατσιστικών ιδεοληψιών και σε επαναδιαπραγμάτευση πράξεων και θέσεων και των έντεκα ενόρκων.
Το ανατριχιαστικό ρατσιστικό ξέσπασμα του ενόρκου 10 (Γιώργος Γιαννόπουλος) για "τους ανθρώπους που γεννοβολάνε σαν τα ζώα", το ξεδίπλωμα των προσωπικών ενοχών του ενόρκου 3 (Θανάσης Κουρλαμπάς), η μεθοδική παρατηρητικότητα και η ψύχραιμη παρέμβαση του γηραιότερου ενόρκου 9 (Τρύφων Καρατζάς), η μετριοπαθής στάση του οργανωτικού ενόρκου 1 (Κωνσταντίνος Μουταφτσής) και η διαρκής αναποφασιστικότητα του ενόρκου 12 (Απόλλων Μπόλλας), ο κυνισμός και η ανωριμότητα του υπερκινητικού και είρωνα ενόρκου 7 (Αλέξανδρος Πέρρος), η άβουλη, αδρανής στάση του ενόρκου 2 (Χάρης Μαυρουδής) και η άκρατη συντηρητική προσέγγιση του ενόρκου 4 (Βασίλης Παλαιολόγος), αλλά και οι μικρές ψηφίδες που διαφοροποιούν τις συμπεριφορές των υπόλοιπων ενόρκων (Μανώλης Ιωνάς, Περικλής Λιανός, Αυγουστίνος Κούμουλος), δημιουργούν ένα δυναμικό πλέγμα ερμηνειών που εκκινούν από διαφορετικές αφετηρίες, αλλά καταλήγουν σε κοινό υποκριτικό τερματισμό.
Κι είναι ακριβώς αυτές οι νίκες στο πεδίο των ερμηνειών που αμβλύνουν τις όποιες ηθικοπλαστικές κειμενικές διδαχές κι αναπτύσσουν μια ισχυρή συνομιλία με το απτό εδώ και τώρα. Η προσεγμένη σταδιακή κορύφωση της έντασης, —καθώς εκτυλίσσονται οι εξαντλητικές επαναλαμβανόμενες ψηφοφορίες κι ανοίγει ο δρόμος για την τελική ανατροπή της απόφασης και την αποχώρηση/απεγκλωβισμό των ενόρκων από το γραφείο με φόντο τα ενοχικά δάκρυα του σκληρού ενόρκου 3—, αποτυπώνει με απόλυτη σκηνική ακρίβεια την πορεία προς έναν απόλυτο και λυτρωτικό ψυχικό επαναπροσδιορισμό.
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου