search
Από το Blogger.

Μηνολόγιο Αυγούστου

Επιλογές από τις θεατρικές παραστάσεις του μήνα.

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Ο Επιθεωρητής του Νικολάι Γκόγκολ, σε σκηνοθεσία Λίλλυς Μελεμέ.
Ο Γκόγκολ με την αιχμηρή πένα του "καυτηριάζει" την ανοησία, τη δουλοπρέπεια, την ματαιοδοξία, τον οπορτουνισμό, την αισχροκέρδεια, την διαφθορά και την υποκρισία της κρατικής μηχανής, αλλά συνάμα και την σήψη μια ολόκληρης κοινωνίας, που επιδίδεται σε ένα πρωτοφανές πανδαιμόνιο από κολακείες, δωροδοκίες, αλληλοκατηγορίες και αλληλοεξευτελισμούς. Η ασύλληπτη κωμικοτραγική παρεξήγηση που "χρίζει" εν μία νυκτί έναν ασήμαντο νεαρό ταξιδιώτη σε παντοδύναμο Επιθεωρητή, μοιάζει σχεδόν απίστευτη και οδηγεί σε ένα εξίσου απίστευτο γαϊτανάκι κωμικών καταστάσεων αλλά και σκληρών αποκαλύψεων.
Παίζουν: Παναγιώτης Μπουγιούρης, Νικολέτα Βλαβιανού, Βασίλης Ανδρέου, κ.α.
2, 3 Αυγούστου. Θέατρο Κήπου.

Μια βαλίτσα μουσική, σε σκηνοθεσία Θοδωρή Αμπαζή.
Μια μουσικοθεατρική παράσταση με τραγούδια από γνωστά μιούζικαλς που ερμηνεύουν η Μαριάννα Κεσσόγλου, ο Ναπολέων Κουκουζίκας και η μικρή Έλλη Κανάκη.
4 Αυγούστου. Θέατρο Κήπου.

Νεφέλες του Αριστοφάνη, σε σκηνοθεσία και δραματουργική επεξεργασία Νίκου Μαστοράκη.
Ο Στρεψιάδης, ένας απαίδευτος χωριάτης, πνιγμένος στα χρέη εξαιτίας της σπάταλης ζωή του γιου του, αποφασίζει να φοιτήσει στη σχολή του Σωκράτη για να μυηθεί στην μαιευτική του μέθοδο και να μπορέσει να αντιμετωπίσει τους δανειστές του στα δικαστήρια. Αποδεικνύεται όμως…ανεπίδεκτος μαθήσεως και στη θέση του στέλνει το γιο του, μια απόφαση που θα στραφεί εναντίον του!
Παίζουν: Γιάννης Μπέζος, Μάκης Παπαδημητρίου, Αλέξανδρος Μυλωνάς, Νίκος Ψαρράς κ.α.
7 Αυγούστου. Θέατρο Δάσους.

Αγγέλα Παπάζογλου του Γιώργη Παπάζογλου, σε σκηνοθετική επιμέλεια Λάμπρου Λιάβα.
Το έργο βασίζεται στις συγκλονιστικές διηγήσεις της Σμυρνιάς τραγουδίστριας Αγγελικής Παπάζογλου. Οι μαρτυρίες της διατρέχουν τα πιο σημαντικά χρόνια της νεότερης ελληνικής ιστορίας. Ξεκινά από την πρόσκαιρη απελευθέρωση της Σμύρνης από τα ελληνικά στρατεύματα, περιγράφει ανάγλυφα την καθημερινή ζωή στην κοσμοπολίτισσα πολιτεία με τους χορούς και τα τραγούδια, για να περάσει στη δραματική αφήγηση της καταστροφής. Ακολουθούμε μαζί της τα καραβάνια των προσφύγων που ξανάστησαν τη ζωή τους στην κυρίως Ελλάδα, όπου μπόλιασαν τον πολιτισμό της πατρίδας μας με ό,τι σπουδαίο και δυνατό έφεραν από τη Μικρά Ασία. Τη συναντάμε στα δύσκολα χρόνια της Κατοχής, για να καταλήξουμε στην Ελλάδα του ’50, με το μοναδικό της λόγο ν’ ανακεφαλαιώνει τα σύγχρονα πάθη του ελληνισμού, τις πληγές και τα παράσημά του!
Στο ρόλο της Αγγέλας η Άννα Βαγενά.
19 Αυγούστου. Θέατρο Κήπου.

Το μαγαζάκι του τρόμου των Alan Menken και Howard Ashman, σε σκηνοθεσία Άγγελου Κλωνάρη.
Ροκ μιούζικαλ; Μαύρη κωμωδία; Παρωδία ταινιών τρόμου β’ διαλογής;
Όλα αυτά μαζί και παράλληλα ένα από τα πιο αγαπημένα και πρωτότυπα έργα του Μπρόντγουεϊ.
Οκτώ ηθοποιοί και πενταμελής ροκ μπάντα παρουσιάζουν επί σκηνής την απίστευτη ιστορία αγάπης και αίματος, ανάμεσα σ ένα αγόρι, ένα κορίτσι και ένα ανθρωποφάγο φυτό.
Παίζουν: Κώστας Γακίδης, Παυλίνα Χαρέλα, Κυριάκος Δανιηλίδης κ.α.
21, 22 Αυγούστου. Θέατρο Κήπου.

Αμφιτρύων του Μολιέρου, σε σκηνοθεσία Λευτέρη Βογιατζή.
Ο Μολιέρος εμπνέεται από την ελληνική μυθολογία, στηρίζεται δεξιοτεχνικά πάνω στον Αμφιτρύωνα του Πλαύτου και μεταπλάθει τον μύθο του Αμφιτρύωνα και της Αλκμήνης σε μια απολαυστική κωμωδία. Ο Δίας παίρνει τη μορφή του Αμφιτρύωνα για να τρυπώσει στο κρεβάτι της γυναίκας του Αλκμήνης και ο Ερμής τη μορφή του κωμικού υπηρέτη του Σωσία. Όταν όμως εμφανίζεται ο πραγματικός Αμφιτρύωνας, τη θεϊκή παρέμβαση θα ακολουθήσει το χάος: άλλοτε διασκεδαστικό και άλλοτε επικίνδυνο, γεμάτο ίντριγκες, ανατροπές, πάθη και εξωφρενικό χιούμορ!
Παίζουν: Αμαλία Μουτούση, Νίκος Κουρής, Χρήστος Λούλης, Γιώργος Γάλλος κ.α.
27 Αυγούστου. Θέατρο Δάσους.

Επιστρέφουν στην πόλη 
Εκκλησιάζουσες του Αριστοφάνη, σε σκηνοθεσία Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου.
23, 24 Αυγούστου. Θέατρο Δάσους.
Οιδίπους τύραννος του Σοφοκλή, σε σκηνοθεσία Τσέζαρις Γκραουζίνις.
28,29 Αυγούστου. Θέατρο Δάσους.
και
Η ομάδα Passatempo παρουσιάζει, σε περιοδεία σε πόλεις της Μακεδονίας, το έργο του Τζον Γκέι, Η όπερα του ζητιάνου, σε μετάφραση-διασκευή και σκηνοθεσία Γλυκερίας Καλαϊτζή.
2 Αυγούστου, Νέα Μουδανιά Χαλκιδικής.
6 Αυγούστου, Κιλκίς.
22 Αυγούστου, Δράμα.
23 Αυγούστου, Καβάλα.
24 Αυγούστου, Σέρρες.

Φεστιβάλ θεάτρου του Εδιμβούργου και Fringe festival

Το φεστιβάλ του Εδιμβούργου ξεκίνησε το 1947. Κάθε Αύγουστο οι σκηνές του φεστιβάλ "κατακλύζονται" από τις καλλιτεχνικές προτάσεις δημιουργών, από όλο το φάσμα των παραστατικών τεχνών.
Το φετινό θεατρικό πρόγραμμα περιλαμβάνει:

2008: Macbeth, βασισμένο στο έργο του Σαίξπηρ, σε διασκευή και σκηνοθεσία Grzegorz Jarzyna.
Τοποθετημένο σε έναν σύγχρονο και βίαιο χώρο δράσης, στη Μέση Ανατολή το 2008, το έργο του Σαίξπηρ εξακολουθεί να παρουσιάζει μια μηχανή βίας που, μόλις τεθεί σε κίνηση, λειτουργεί γρηγορότερα και ολοένα και πιο αποτελεσματικά.
Με θεαματικά πυροτεχνήματα, βίντεο εφέ και ένα πολυεπίπεδο ηχητικό τοπίο, η δύναμη της εξουσίας, η φιλοδοξία και το μεταφυσικό που κυριαρχούν στο σαιξπηρικό κείμενο εντάσσονται σε μια σύγχρονη σκηνοθετική πρόταση με κινηματογραφικά στοιχεία.
Lowland Hall. 11-18 Αυγούστου.

Waiting for Orestes: Electra, σε επιμέλεια σκηνικού χώρου και σκηνοθεσία Tadashi Suzuki.
Το κείμενο της παράστασης βασίζεται στην Ηλέκτρα του Ευριπίδη και στο κείμενο του Hugo von Hofmannsthal. Στην σκηνοθετική πρόταση του Suzuki, οι χαρακτήρες μεταφέρονται σε μια ψυχιατρική κλινική. Στον χώρο αυτό έχει εγκλωβιστεί όλη η ανθρωπότητα.
King's Theatre. 11-13 Αυγούστου.

Villa+Discurso, σε κείμενο και σκηνοθεσία Guillermo Calderón.
1970, Χιλή. Το βασικό κέντρο βασανιστηρίων του καθεστώτος του στρατηγού Πινοσέτ είναι η περιβόητη βίλα Γκριμάλντι. Τριάντα χρόνια μετά, τρεις γυναίκες διαφωνούν για το πώς να αναδιαμορφώσουν αυτό το αιματοβαμμένο κτιριακό συγκρότημα, καθώς και για το πώς θα πρέπει να αντιμετωπίσει η σύγχρονη χιλιανή κοινωνία, αυτή τη φριχτή και ανεπιθύμητη κληρονομιά.
Το Discurso παρουσιάζει τις τελευταίες ώρες στο γραφείο της πρωθυπουργού της Χιλής, από το 2006 ως το 2010, Michelle Buchelet. Το κείμενο είναι μια φανταστική αποχαιρετιστήρια ομιλία.
Τα δύο έργα παρουσιάζονται σε μια ενιαία παράσταση.
The Hub. 20-21 Αυγούστου.

The Rape of Lucrece του Σαίξπηρ, σε διασκευή και σκηνοθεσία Elizabeth Freestone.
Το ποίημα του Σαίξπηρ είναι μια φοβερή ιστορία πόθου, λαγνείας και επιβολής εξουσίας, ταυτόχρονα βίαιη και γοητευτική. Από το πολιτικό χρονικό ως το ερωτικό θρίλερ, η εξαιρετική δυναμική του ποιήματος αποκαλύπτεται πλήρως σε μια βραδιά με τραγούδι και αφήγηση.
Royal Lyceum Theatre. 22-26 Αυγούστου. 

Les Naufragés du Fol Espoir (Aurores), από το θέατρο του Ήλιου, σε σκηνοθεσία Αριάν Μνούσκιν.
Σε μια αίθουσα χορού, την άνοιξη πριν από τον Α' παγκόσμιο πόλεμο, γυρίζεται μια ταινία που βασίζεται στις περιπέτειες του Ιούλιου Βερν, με μάγειρες και σερβιτόρους στο καστ. Ένα κυνήγι θησαυρού, μια ομάδα από Ινδούς κυνηγούς που καταδιώκονται από καλόγριες κομάντο, ένας δραπέτης επαναστάτης δούκας σαρώνουν τη σκηνή την ίδια στιγμή που ο Δαρβίνος και η βασίλισσα Ελισάβετ παίζουν μονόπολη, πουλώντας και αγοράζοντας αυτοκρατορίες. Ένα πολύπλοκο θέαμα, ένα ταξίδι στον χώρο του φανταστικού.
Lowland Hall. 23-28 Αυγούστου.

Ξεχωρίζοντας κάποιες προτάσεις από το πρόγραμμα του χορού, αξίζει να αναφερθούν οι παραστάσεις:
Tatyana, από το Deborah Colker Dance Company, που βασίζεται στον Ευγένιο Ονέγκιν του Αλεξάντερ Πούσκιν. The Edinburgh Playhouse11-14 Αυγούστου.
Hora, από τη Batsheva Dance Company, σε χορογραφία Ohad Naharin. Με φόντο έναν πράσινο τοίχο, η κίνηση, η ενέργεια και οι αθλητικές κινήσεις των χορευτών βρίσκονται στο επίκεντρο, δημιουργώντας εντυπωσιακά ασύμμετρα σχήματα. (Μια παράσταση που θα έχουμε την ευκαιρία να δούμε και στη Θεσσαλονίκη, στο πλαίσιο του φεστιβάλ των Δημητρίων 2012).
The Edinburgh Playhouse. 30 Αυγούστου - 1 Σεπτεμβρίου.

Αναλυτικά το πρόγραμμα του φεστιβάλ Εδιμβούργου: http://www.eif.co.uk/browse

Παράλληλα, την ίδια περίοδο "τρέχει" και το Fringe festival, με εκατοντάδες θεατρικές και μουσικές παραστάσεις. Το πρόγραμμα του Fringe: http://www.edfringe.com/whats-on

Μερκούρεια 2012 στον Δήμο Νεάπολης-Συκεών

ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. απ' όλη την Ελλάδα θα δώσουν και πάλι το "παρών" στα "Μερκούρεια 2012", που διοργανώνει ο δήμος Νεάπολης-Συκεών από τις 21 έως τις 30 Αυγούστου, στο ανοιχτό θέατρο "Μάνος Κατράκης" στις Συκιές της Θεσσαλονίκης.

Το πρόγραμμα της διοργάνωσης είναι το εξής:
21 Αυγούστου. Το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Λάρισας θα παρουσιάσει το έργο του Μολιέρου Γιατρός με το στανιό σε σκηνοθεσία-ελεύθερη απόδοση του Κώστα Τσιάνου με τους Σταύρο Νικολαΐδη, Ελένη Ουζουνίδου, Περικλή Καρακωνσταντόγλου κ.α.
22 Αυγούστου. Ο επιθεωρητής του Νικολάι Γκόγκολ από το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Ρούμελης σε μετάφραση Αρη Αλεξάνδρου, σκηνοθεσία και διασκευή Λίλλυς Μελεμέ. Στο ρόλο του επιθεωρητή εμφανίζεται ο Παναγιώτης Μπουγιούρης, ενώ παίζουν, μεταξύ άλλων, και οι Νικολέττα Βλαβιανού και Δημήτρης Μυλωνάς.
23, 24 Αυγούστου. Το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Βέροιας σε συνεργασία με την "5η Εποχή Τέχνης" προτείνει το έργο του Ευρυπίδη Ιφιγένεια εν Αυλίδι, όπου σε μια σύγχρονη εκδοχή η έννοια της θυσίας αποκτά πολλαπλές διαστάσεις. Η μετάφραση είναι του Κ. Χ. Μύρη, η σκηνοθεσία-επεξεργασία κειμένου του Θέμη Μουμουλίδη, και η μουσική του Κωνσταντίνου Βήτα. Παίζουν οι Στέλιος Μάινας, Μηνάς Χατζησάββας, Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, Ιωάννα Παππά και Γιάννης Στάνκογλου κ.α.
26 Αυγούστου. Το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Ιωαννίνων θα παρουσιάσει τον Μανδραγόρα του Ν. Μακιαβέλι σε μετάφραση Τζένης Μαστοράκη και σκηνοθεσία Παντελή Παπαδόπουλου. Παίζουν: Ξανθή Γεωργίου, Αρης Τσαμπαλίκας, Αθηνά Τσικνιά κ.α.
28 Αυγούστου. Οι σπουδαστές του α' και του β' έτους του Θεατρικού Εργαστηρίου "Θέσπις" του δήμου Νεάπολης-Συκεών θα παρουσιάσουν το έργο Λιολά του Λουίτζι Πιραντέλο σε σκηνοθεσία Γιώργου Κιουρτσίδη.
30 Αυγούστου. Το δημοτικό θέατρο Συκεών παρουσιάζει το έργο Ενός λεπτού σιγήΠρόκειται για μια επιλογή και σύνθεση κειμένων των Βασίλη Αμανατίδη και Τάσου Ράτζου, βασισμένη, μεταξύ άλλων, σε ποιήματα των Καβάφη, Ελύτη, Σολωμού, Πολυδούρη, Καρυωτάκη, Χριστιανόπουλου, Εμπειρίκου και Χειμωνά.

Όλες οι παραστάσεις θα δοθούν στο Ανοιχτό Θέατρο Συκεών (Καρόλου Κουν 13).

Ο Νικολάι Γκόγκολ και οι λειτουργίες της κωμωδίας

Για τον Νικολάι Γκόγκολ, ο Επιθεωρητής ήταν ένα έργο που προκαλούσε τόσο τον τρόμο όσο και το γέλιο. Η άποψη αυτή είναι το νήμα που συνδέει τα δύο δοκίμια που έχει γράψει, το Leaving the Theatre After a Performance of a New Comedy, που γράφτηκε αμέσως μετά την ιστορική πρεμιέρα το 1836 και το Denouement of the Government Inspector, που γράφτηκε μια δεκαετία αργότερα (1846). Ο Γκόγκολ δεν στόχευε να κάνει ένα εξωραϊσμένο πορτραίτο της σύγχρονης κοινωνίας, όπως γράφει στο πρώτο δοκίμιο, αλλά μια έντονη αποτύπωση των τρωτών σημείων της ρώσικης πραγματικότητας. Ο Γκόγκολ γράφει: "παρουσιάζονται όλα όσα έχουν αποκλειστεί από το φως της αλήθειας, ηθικά παραπτώματα και καταχρήσεις που συρρέουν σε έναν 'ιδανικό' τόπο συγκέντρωσης, με στόχο να βιώσει το κοινό μια έντονη περιφρόνηση αυτού που θεωρείται ανήθικο. Ο θεατής 'καταδύεται' στα βάθη της ύπαρξης του... πρέπει να είναι διαρκώς ετοιμοπόλεμος. Αυτές οι τρομακτικές εικόνες θα πρέπει να στοιχειώνουν ακατάπαυστα την φαντασία του κοινού".
Αν και η εξαντλητική ρητορική του Γκόγκολ τον τοποθετεί στην εποχή του Ρομαντισμού, η ερμηνεία στο δοκίμιο του 1836 μπορεί να διαβαστεί στο πλαίσιο των κλασικών θεωριών της κωμωδίας. Σκοπός της κωμωδίας—παραφράζοντας τον Boileau— είναι: "να διορθώσει συμπεριφορές μέσα από την γελοιοποίηση και τη σάτιρα, να διασκεδάσει και να προσφέρει στο κοινό". Η λειτουργία της κωμωδίας είναι κοινωνική. Ανοίγει ένα παράθυρο στον κόσμο. Το γέλιο, που ο Γκόγκολ αποκαλεί "λαμπερό", φέρνει στο φως την κενότητα της ζωής, έτσι ώστε αυτή να μην περνάει πλέον απαρατήρητη, αλλά να μας ενεργοποιεί και να μας κάνει να δρούμε. 
[...] Ο Επιθεωρητής είναι ένα έργο χωρίς ενάρετους αλλά και χωρίς φαύλους χαρακτήρες. Ο Χλεστακώφ έρχεται μέσα από έναν κύκλο τσαρλατάνων και απατεώνων που συναντάμε στο παγκόσμιο θέατρο, αλλά όπως ακούραστα επαναλαμβάνει ο Γκόγκολ, δεν πρέπει να ταυτίζεται με τους "κακοποιούς και τους θεατρικούς απατεώνες της κωμωδίας" για έναν απλό λόγο: ο Χλεστακώφ δεν έχει ιδέα που βρίσκεται αλλά και ούτε και συνείδηση των πράξεών του.
Ο Χλεστακώφ, για τον Γκόγκολ, είναι ένας ονειροπόλος, ένας φαντασιόπληκτος. Η φαντασία και η πραγματικότητα για τον Χλεστακώφ, έχουν αναμιχθεί σε ένα τρελό μείγμα ψευδαίσθησης. Εκθέτοντας τη γελοιότητα του κόσμου γίνεται ο ίδιος γελοίος. Ούτε ενάρετοι, ούτε κακοί οι χαρακτήρες των κωμωδιών του Γκόγκολ —τα μελοδράματα είναι κάτι διαφορετικό— είναι απλώς γελοίοι. Βρίσκονται στα μισά ενός δρόμου, ανάμεσα στη λύτρωση και στην καταδίκη. Ένα κωμικό καθαρτήριο.
Milton Ehre, "Laughing Through the Apocalypse: The Comic Structure of Gogol's Government Inspector", Russian Review, τμ. 39, τχ. 2 Απρίλιος 1980, σ. 137-149. 

Τώρα στη θεατρική σκηνή
Ο επιθεωρητής του Νικολάι Γκόγκολ, σε διασκευή και σκηνοθεσία Λίλλυς Μελεμέ.
Σε μια μακρινή επαρχία της Τσαρικής Ρωσίας, ο διοικητικός μηχανισμός του κράτους, σε αγαστή σύμπνοια με τον μηχανισμό της αγοράς, λυμαίνεται αποχαλινωμένος την κοινωνία: μίζες, δωροδοκίες, διαπλοκή, μία διαβρωμένη εξουσία που καταβροχθίζει ανενόχλητη. Αλλά η αυθαιρεσία της τοπικής μικροεξουσίας έρχεται αντιμέτωπη με την αυθαιρεσία της κεντρικής εξουσίας όταν καταφτάνει ο Γενικός Επιθεωρητής από την πρωτεύουσα. Ο τρόμος του Περιφερειάρχη, του Δικαστή, του Αρχηγού της Αστυνομίας, του Διευθυντή Εκπαιδεύσεως και του Διευθυντή του Νοσοκομείου, αλλά και ο τρόμος των εμπόρων, των εργολαβών, των προμηθευτών του δημοσίου, μπροστά στην "ανώτατη εξουσία": θα δούν οι "επίτροποι με το γερακίσιο μάτι" ότι πίσω από τα ημιτελή δημόσια έργα, τους στημένους προϋπολογισμούς και τα διπλά λογιστικά βιβλία βασιλεύει η απόλυτη κατάχρηση ή θα κάνουν τα στραβά μάτια; Θα λαδωθεί αυτή η ανωτάτη ελεγκτική εξουσία ή θα θυσιάσει τις τοπικές εξουσιούλες σε μία δική της παράσταση κάθαρσης; Θα αντέξουν οι δεσμοί της διαπλοκής ή θα πάμε όλοι στην Σιβηρία;
Αλλά ο Επιθεωρητής δεν είναι Επιθεωρητής. Είναι ένα "σαμιαμίδι", που ο μπαμπάς του τον διόρισε στην πρωτεύουσα κι αυτός χαρτοπαίζει και ξενυχτάει με ύποπτες λογοτεχνικές παρέες. Ο υποτιθέμενος Επιθεωρητής δεν έχει φιλοδοξίες απατεώνα, έχει φιλοδοξίες ποιητή. Αθώος λόγω αφέλειας, ο κατά λάθος Επιθεωρητής θα εισπράξει τα λαδώματα, θα καρπωθεί ό,τι μπορεί να του προσφέρει ως μάννα εξ ουρανού ο πανικός των διεφθαρμενων τοπικών παραγόντων και θα το σκάσει αποφασισμένος να αφιερωθεί στην λογοτεχνία. 
info: Μετάφραση Άρης Αλεξάνδρου, σκηνικά-κοστούμια Ελένη Δουνδουλάκη, επιμέλεια κίνησης-χορογραφία Μόνικα Κολοκοτρώνη, φωτισμοί Αλέκος Αναστασίου.
Παίζουν: Παναγιώτης Μπουγιούρης, Βασίλης Ανδρέου, Νικολέττα Βλαβιανού, Εύη Μητσοπούλου, Μελέτης Ηλίας, Δημήτρης Μυλωνάς, Σπύρος Τσεκούρας, Χάρης Χαραλάμπους.
Μια παραγωγή του Δημοτικού Περιφερειακού Θεάτρου Ρούμελης.
2, 3 Αυγούστου Θέατρο Κήπου, Θεσσαλονίκη και περιοδεία σε πόλεις της Ελλάδας.

Εκκλησιάζουσες: η πόλη και ο οίκος

Τόσο στη Λυσιστράτη όσο και στις Εκκλησιάζουσες, οι γυναίκες ισχυρίζονται πως ενεργούν προς το συμφέρον και των δύο φύλων και διατείνονται πως θα αποκαταστήσουν την πολιτική αρμονία, εφαρμόζοντας τις αξίες και τις τεχνικές ενός πολιτικού συστήματος που έχει δημιουργηθεί από ενέργειες ανδρών. Και στα δύο έργα η είσοδος των γυναικών στον δημόσιο βίο έρχεται ως απάντηση στην αποτυχία των ανδρών να ανταποκριθούν στις ευθύνες τους και να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους. Αυτή η αποτυχία μπορεί να αντανακλά μια παραμέληση των συμφερόντων της πόλεως αλλά και του οίκου.
[...] Οι γυναίκες στις Εκκλησιάζουσες —με έναν κωμικό τρόπο— "παραβιάζουν" τα σύνορα των νοικοκυριών τους και εισβάλλουν στη δημόσια ζωή. Ταυτόχρονα σατιρίζουν και θέτουν υπό αμφισβήτηση αυτά τα όρια. Η πρόταση της Πραξαγόρας για εφαρμογή του σχεδίου της οικιακής οικονομίας στα οικονομικά του κράτους, αναδεικνύει την άποψη του Αριστοφάνη πως ο οίκος και η πόλη είναι δύο δομικά συστήματα με κοινές συνιστώσες και λειτουργίες. Οι μεταρρυθμίσεις που επιβάλλουν οι γυναίκες στις Εκκλησιάζουσες περιλαμβάνουν την κοινοκτημοσύνη όλων των περιουσιακών στοιχείων. Όλα ανήκουν από κοινού σε όλους. Για την επίτευξη αυτού του στόχου η Πραξαγόρα σχεδιάζει να επιβάλλει ρητά τις αξίες του οίκου στη δημόσια ζωή. Όλοι θα κυκλοφορούν ελεύθερα από σπίτι σε σπίτι. Τα δημόσια κτίρια θα χρησιμοποιούνται σαν χώροι εστίασης. Οι γυναίκες θα ασχολούνται με το μαγείρεμα και το ράψιμο. Οι δούλοι θα αναλάβουν τις γεωργικές εργασίες, αφήνοντας τους άνδρες να ξεκουραστούν. Το νέο κράτος —όπως το νοικοκυριό— δεν χρειάζεται περίπλοκες συνταγματικές δομές. Οι γυναίκες δανείζονται και δανείζουν χωρίς να υπογράφουν συμβόλαια ή να φοβούνται την εξαπάτηση.[1] O Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος, που σκηνοθετεί το έργο το φετινό καλοκαίρι, χαρακτηρίζει τον Αριστοφάνη ως έναν πρώιμο κομμουνιστή. Ο σκηνοθέτης αναφέρει για το έργο: "επαναστατικό για την εποχή του, το έργο προτείνει το πέρασμα της εξουσίας στις γυναίκες, όταν ακόμη ήταν κλεισμένες στα σπίτια τους, χωρίς δικαιώματα. Από την άλλη, οι αρχές που θέτει, όπως η κοινοκτημοσύνη και η ισότητα, ορίζουν έναν πρώιμο, πρωτόγονο κομμουνισμό, ουτοπικό".[2]
Η γυναικοκρατία στις Εκκλησιάζουσες είναι "παράλογη". Οι γυναίκες δανείζονται από ένα πλήθος ουτοπικών θεωριών για να δημιουργήσουν ένα σχήμα που εξισώνει τον ευρύτερο κόσμο της πόλης με τον μικρόκοσμο του οίκου.
[...] Με τη δημιουργία του ουτοπικού κράτους της Πραξαγόρας, ο Αριστοφάνης κάνει ένα ισχυρό σατιρικό σχόλιο. Σήμερα κάνουμε αντίστοιχα σχόλια λέγοντας συχνά πως οι διαχειριστές του δημόσιου χρέους θα πρέπει να παραδειγματιστούν από τον φειδωλό τρόπο με τον οποίο διαχειρίζεται τα οικονομικά του ένας συνετός ιδιώτης ή πως οι γυναίκες —λόγω των ειδικών γνώσεών τους στον τομέα της κατανάλωσης— θα ήταν ικανότερες στη λήψη οικονομικών μέτρων, σε έναν ανδροκρατούμενο επιχειρηματικό κόσμο.[3]
[1] Helene P. Foley, "The 'Female Intruder' Reconsidered: Women in Aristophanes' Lysistrata and Ecclesiazusae"Classical Philology, Vol. 77, No. 1 (Jan. 1982), σ. 1-21.
[2] Χρύσα Νάνου, "Ο Αριστοφάνης είναι ένας πρώιμος κομμουνιστής", εφ. Αγγελιοφόρος, 22 Ιουλίου 2012.
[3] Helene P. Foley, "The 'Female Intruder' Reconsidered: Women in Aristophanes' Lysistrata and Ecclesiazusae".

Τώρα στη θεατρική σκηνή
Εκκλησιάζουσες του Αριστοφάνη, σε σκηνοθεσία Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου.
Οι γυναίκες αξημέρωτα στην Εκκλησία του Δήμου, μεταμφιεσμένες σε άντρες βέβαια, σύμφωνα με το σχέδιο της Πραξαγόρας, πετυχαίνουν να δοθεί η εξουσία στις ίδιες, τελευταία ελπίδα για να σωθεί η πόλη από το ναυάγιο. Πώς θα είναι η ζωή από δω κι εμπρός; Γλέντι, κοινοκτημοσύνη σε όλα, ακόμα και στον έρωτα, αφού ο νόμος παρεμβαίνει για να διορθώσει τη φύση, δίνοντας δικαιώματα στους μη προνομιούχους ή, καλύτερα, στις μη προνομιούχες, τις γριές και τις άσχημες. Κάπως έτσι τραβάει το σχοινί ο Αριστοφάνης, σκορπίζοντας απλόχερα κωμικό υλικό μέσα στους αιώνες, χωρίς να ξέρουμε καλά καλά αν αγαπάει τις γυναίκες κι αν αντιδρά στο χρεοκοπημένο πολιτικό σύστημα της εποχής του. Δεν έχει καμιά σημασία άλλωστε. Εκείνο που μετράει είναι ο τρόπος που παρουσιάζει τα στραβά και τα ανάποδα του ανθρώπου και της κοινωνίας, κι αυτό είναι που τον φέρνει τόσο φρέσκο ανάμεσά μας.
info: Απόδοση κειμένου Βασίλης Μαυρογεωργίου, μουσική Θάνος Μικρούτσικος, σκηνικά-κοστούμια Άγγελος Μέντης, χορογραφίες: Αγγελική Στελλάτου, σχεδιασμός φωτισμών Σάκης Μπιρμπίλης, μουσική διδασκαλία Θανάσης Αποστολόπουλος.
Παίζουν: Δάφνη Λαμπρόγιαννη, Κώστας Κόκλας, Γιώργος Πυρπασόπουλος, Παντελής Δεντάκης, Νίκος Καρδώνης, Γεωργία Γεωργόνη, Στράτος Χρήστου, Μαίρη Σαουσοπούλου, Ντίνη Ρέντη, Πολυξένη Ακλίδη, Ειρήνη Γεωργαλάκη, Μαρία Γεωργιάδου, Άντρη Θεοδότου, Κατερίνα Μαούτσου, Σωτηρία Ρουβολή, Ειρήνη Φαναριώτη, Έλενα Χατζηαυξέντη.
Μια παραγωγή του Θεάτρου του Νέου Κόσμου.
30, 31 Ιουλίου, 1 Aυγούστου. Θέατρο Κήπου, Θεσσαλονίκη 
23, 24 Αυγούστου. Θέατρο Δάσους, Θεσσαλονίκη και περιοδεία σε όλη την Ελλάδα.

Τέλος εποχής για το θέατρο Αμαλία

Το φετινό αμήχανο και βαρύ καλοκαίρι σημαδεύεται από μια ακόμη δυσάρεστη είδηση στον τομέα του πολιτισμού της Θεσσαλονίκης: την αποχώρηση της Πειραματικής Σκηνής της Τέχνης από τη μόνιμη στέγη της τα τελευταία περίπου τριάντα χρόνια, το θέατρο Αμαλία.
Στη συμβολή των οδών Παρασκευοπούλου και Αμαλίας —σε μια θεατρική γειτονιά με το Άνετον, το Ράδιο Σίτυ λίγο πιο κάτω και την Αίθουσα Μάντεως Τειρεσία, του Κέντρου Θεατρικής Έρευνας Θεσσαλονίκης— ο πρώην κινηματογράφος Αμαλία φιλοξένησε για δεκαετίες τις παραστάσεις της Πειραματικής Σκηνής και τους θεατρόφιλους που ακολουθούν πιστά τις επιλογές του θιάσου.
Η πρώτη παράσταση που είδα στο θέατρο Αμαλία ήταν το έργο των Κεχαϊδη-Χαβιαρά, Με δύναμη από την Κηφισιά, το 2000. Μια σημαντική καλλιτεχνική και εμπορική επιτυχία του θιάσου, ένα έργο που αποτυπώνει με γλαφυρό τρόπο την ανάδυση ενός lifestyle (την πτώση αυτού του lifestyle και τις συνέπειες του βιώνουμε αυτό το χρονικό διάστημα). Από εκείνη τη μέρα παρακολουθούσα στενά το ρεπερτόριο της Πειραματικής. Ένα ρεπερτόριο πολυσυλλεκτικό, με πρώτες παρουσιάσεις σύγχρονων έργων (σύγχρονο ιρλανδικό θέατρο για παράδειγμα), σημαντικά κλασικά κείμενα (Γλάρος, Βρικόλακες), μεγάλες εμπορικές επιτυχίες όπου το θεατρόφιλο κοινό της πόλης γέμιζε ασφυκτικά την αίθουσα (χαρακτηριστικό παράδειγμα οι ουρές για το Απόψε τρώμε στης Ιοκάστης του Άκη Δήμου), αλλά και έργα που επαναδιαπραγματεύονται τη σκηνική δημιουργία με νέους όρους όπως το κινηματογραφικής αισθητικής Θα σε πάρει ο δρόμος του Σάκη Σερέφα και Οι έμποροι του Ζοέλ Πομμερά. Ασφαλώς έχουν προηγηθεί αρκετά χρόνια δημιουργίας από το 1979 που ξεκίνησε η Πειραματική Σκηνή τη δραστηριότητά της και για τα οποία μπορούν να μιλήσουν οι θεατές που είδαν τις παραστάσεις. Τα Θεατρικά Τετράδια που σταθερά εκδίδει η Πειραματική Σκηνή αποτελούν ένα πολύτιμο αρχειακό υλικό και μια ευκαιρία για επαφή με σημαντικές παραγωγές που σφράγισαν αυτόν τον χώρο. Το θέατρο Αμαλία —μια κοιτίδα σημαντικών συγκινητικών και χαρούμενων στιγμών, ένα σημείο συνάντησης αρκετές φορές μέσα στον χρόνο— και οι παραστάσεις που παρακολούθησα εκεί, στάθηκαν η αφορμή για την αλλαγή πλεύσης και τη στροφή μου προς τις θεατρικές σπουδές.
Σε μια εποχή που η μοναδική κυβερνητική πράξη στον τομέα του πολιτισμού ήταν η συγχώνευση του Υπουργείου Πολιτισμού με το Υπουργείο Παιδείας (άρα και η υποβάθμισή του;) και που η φράση: "Είναι χρέος και μέλημά μας να φροντίσουμε τα πολιτιστικά αγαθά της χώρας" (φράση που ξεχνιέται λίγες ώρες μετά την εξαγγελία των προγραμματικών δηλώσεων της εκάστοτε κυβέρνησης και που ακούγεται τόσο κλισέ και παρωχημένη όσο η θεατρική φράση: "Περνάμε καλά στα καμαρίνια και αυτό περνάει και στη σκηνή") ακούγεται σαν ανέμπνευστο αστείο, προκαλεί θλίψη ο τερματισμός της μόνιμης στέγασης ενός ιστορικού θιάσου της πόλης. Το παλαιότερο αίτημα της Πειραματικής Σκηνής να στεγαστεί σε μια από τις αίθουσες/αποθήκες του λιμανιού, που μένουν ανενεργές το μεγαλύτερο διάστημα του έτους, έμεινε απλό αίτημα.
Τα φώτα του θεάτρου Αμαλία σβήνουν, μια θεατρική εποχή τελειώνει και πλέον ανεβαίνοντας την Παρασκευοπούλου, φτάνοντας στη συμβολή με την Αμαλίας, δύσκολα το βλέμμα θα στραφεί προς τα δεξιά, προς το θέατρο. Η Πειραματική Σκηνή της Τέχνης συνεχίζει τη θεατρική της δράση, αρχικά στο δημοτικό θέατρο Άνετον και στη συνέχεια σε διάφορους θεατρικούς ή μη χώρους της πόλης, όπως πράττουν και οι υπόλοιποι θίασοι της πόλης που δεν έχουν μόνιμη στέγη.

Όρνιθες, στη χώρα της ουτοπίας

Οι Όρνιθες διδάχθηκαν στα Μεγάλα Διονύσια του 414, μια εποχή έντονων προσδοκιών που αναρρίπιζε η Σικελική εκστρατεία.
[...] Ο κλασικός φιλόλογος Ernst-Richard Schwinge θεωρεί τους Όρνιθες μία δεύτερη υποκατηγορία του φανταστικού τύπου ουτοπίας. Εν αντιθέσει προς τους Αχαρνής, η ουτοπία εδώ είναι, λέει, αποκομμένη από την πραγματικότητα· ως εκ τούτου, ο ποιητής δεν έχει ανάγκη να παρεμβαίνει, να μεταπλάθει τα ιστορικά γεγονότα, ενώ παράλληλα κινδυνεύει να μη γίνει κατανοητό το μήνυμά του από τον θεατή, το έργο του να εκληφθεί ως καθαρή ποίηση. Παρά την απουσία άμεσων πολιτικών υπαινιγμών, συνεχίζει ο Schwinge, οι Όρνιθες πρέπει να συνεξετάζονται με τη Σικελική εκστρατεία, το κράτος των πουλιών υπερτερεί ηθικώς των ιστορικών Αθηνών. Η ουτοπία οφείλει την "προτρεπτική της δύναμη", κατά τον Schwinge πάντοτε, στον φανταστικό, εξωπραγματικό χαρακτήρα του έργου. Ο θεατής υποχρεώνεται να αλλάξει άρδην τον τρόπο με τον οποίο βλέπει τα πράγματα. Η ουτοπία των Ορνίθων είναι η ποιητική αντιπρόταση στα ιστορικά δεδομένα (των ετών 415/4)".
Εν αντιθέσει προς τα έργα της πρώτης περιόδου, στις κωμωδίες της μέσης περιόδου έχουμε έναν άλλο τύπου κεντρικού ήρωα: τον αγρότη πρωταγωνιστή (Δικαιόπολις, Στρεψιάδης, Τρυγαίος, υπό μία έννοια και ο Δήμος των Ιππέων ανήκει σε αυτήν την κατηγορία) διαδέχονται αστοί (Πεισθέταιρος), γυναίκες (Λυσιστράτη, Θεσμοφοριάζουσες), διανοούμενοι (Ευριπίδης) ή κι ένας θεός (ο Διόνυσος στους Βατράχους). Έτσι, λοιπόν, ο Πεισθέταιρος τον Ορνίθων είναι ένα κράμα ιμπεριαλιστή πολιτικού, σοφιστή και ρήτορα, όπως κατεξοχήν φανερώνουν η ευφράδεια και η συλλογιστική του δεινότητα κατά τον αγώνα. Ο Ευελπίδης, από την άλλη, που μετά την ίδρυση της αυτοκρατορίας των πουλιών εξαφανίζεται από τη σκηνή, καλείται να διαδραματίσει ρόλο βωμολόχου.
[...] Στους Όρνιθες ο ποιητής αποφεύγει τους ευθείς πολιτικούς υπαινιγμούς καθώς επίσης και την διακωμώδηση σπουδαίων και διάσημων προσώπων της εποχής. Αυτό οφείλεται, ενδεχομένως, στην αλλαγή της σύνθεσης του κοινού. Μετά τον θάνατο του Περικλή άρχισε να υποχωρεί η ομοιογένεια του κοινού υπό την πίεση συμφερόντων που είχαν οι διάφορες πολιτικές παρατάξεις. Η αλλαγή αυτή στη σύνθεση του κοινού, συνεπεία πολιτικών ανακατατάξεων, δεν μπορούσε φυσικά να αφήσει ανεπηρέαστους και τους όρους της επικοινωνίας μεταξύ ποιητών και θεατών. Αρνητικά φαινόμενα, για τα οποία μπορούσε κανείς να γελάει ακόμη επί εποχής Αχαρνέων "δημοσίως και από κοινού εν γνώσει της συλλογικής του ισχύος", ήταν πλέον αδύνατον να καυτηριάζονται κατά τρόπο εξίσου άμεσο, από φόβο μήπως προσβληθεί κάποια συγκεκριμένη ομάδα συμφερόντων. Η τεταμένη ατμόσφαιρα πριν από τη Σικελική εκστρατεία αλλά και κατά τη διάρκειά της δεν επέτρεπε την άρθρωση πολιτικού λόγου ή τη διατύπωση αιτιάσεων σε σχέση με το μεγάλο εγχείρημα που τόσες προσδοκίες είχε εμπνεύσει. Αυτά τα δεδομένα υποχρέωσαν τον Αριστοφάνη να εξεύρει νέο πλαίσιο για την κωμωδία. Με το να μεταθέτει ο ποιητής τη δράση σε έναν ουτοπικό χώρο που έχει φανταστικά στοιχεία, απομακρύνεται από το άμεσο πολιτικό γίγνεσθαι, μολονότι υπάρχει αναφορά στην πραγματικότητα τόσο με τον γενικό χαρακτήρα της συγκεκριμένης κωμωδίας όσο και με χαρακτηριστικούς κειμενικούς δείκτες κατάλληλα διασκευασμένους. Επίσης με το να εντάσσει ο Αριστοφάνης τα αθηναϊκά δεδομένα σε ένα ουτοπικό πλαίσιο μπορεί κάλλιστα να καλλιεργήσει την αμφιβολία στους θεατές, να τους καταστήσει καχύποπτους απέναντι σε αυτόν τον υπέρμετρο ιμπεριαλισμό. [...] Με τους Όρνιθες, λοιπόν, οδεύουμε προς μια εφαρμοσμένη ουτοπία. Εντοπίζονται κάποια στοιχεία μεταγενέστερων ουτοπιών, όπως ο αναχωρητισμός (τοπικό στοιχείο), το εξωπραγματικό κλίμα (φανταστικό στοιχείο), κάθε είδους ευημερία (ευδαιμονιστικό στοιχείο), επιπλέον δε ένα ταξίδι ως εισαγωγή αλλά και ένα πρόσωπο κινούμενο μεταξύ ουτοπίας και πραγματικότητας (Τηρεύς).
Bernhard Zimmermann, "Ουτοπικά στοιχεία και ουτοπία στις κωμωδίες του Αριστοφάνη", στο: Γεώργιος Δ. Κάτσης (επιμ.), Θάλεια, Αριστοφάνης Δεκαπέντε μελετήματα, Σμίλη, Αθήνα 2007, σ. 353-358.

Τώρα στη θεατρική σκηνή
Όρνιθες του Αριστοφάνη, σε απόδοση κειμένου και σκηνοθεσία Γιάννη Κακλέα.
Στους Όρνιθες πρωταγωνιστικό ρόλο παίζουν το φανταστικό κι η ουτοπική επιθυμία. Θέμα του είναι η φυγή του βασανισμένου κι ειρηνόφιλου ανθρώπου για μια χώρα που επικρατεί μια παραμυθένια ειρήνη. Δυο καλοί πολίτες φεύγουν απ’ τον τόπο τους και φτιάχνουν ανάμεσα στον ουρανό και τη γη τη Νεφελοκοκκυγία (κατοικία κούκων στα σύννεφα), όπου βασιλεύουν τα πουλιά. Το κακό είναι ότι σε λίγο βρίσκονται εκεί κι άλλοι άνθρωποι, οι φαύλοι της Αθήνας που θέλουν να πάρουν μέρος στην ίδρυση της νέας πόλης. Έτσι ο Αριστοφάνης έχει την ευκαιρία να φέρει πάνω στη σκηνή μιαν ολόκληρη σειρά από εκπληκτικούς τύπους που ο καλύτερος εκπρόσωπός τους είναι ένας ποιητής που θα ήθελε να μεταμορφωθεί σε αηδόνι. Σε λίγο αναγγέλλεται και μια πρεσβεία των θεών. Με την κωμωδία αυτή ο Αριστοφάνης διακωμωδεί τους συκοφάντες και τους δημοκόλακες ακόμα και τις θεωρίες για νέα πολιτεύματα. 
info: Μουσική Μάνος Χατζιδάκις, σκηνικά Μανόλης Παντελιδάκης, κοστούμια Βάλια Μαργαρίτη, Μανόλης Παντελιδάκης, χορογραφίες Κυριάκος Κοσμίδης, φωτισμοί Γιώργος Τέλλος, μουσική επιμέλεια/διδασκαλία Αλέξιος Πρίφτης.
Παίζουν: Βασίλης Χαραλαμπόπουλος, Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος, Κώστας Μπερικόπουλος, Γιώργος Χρυσοστόμου, Βαγγέλης Χατζηνικολάου, Σωκράτης Πατσίκας, Αγορίτσα Οικονόμου, Σταύρος Σιόλας, Μάρα Βλαχάκη, Προκόπης Αγαθοκλέους.
Χορεύουν: Ivan Svitailo, Σοφία Μιχαήλ, Alain Rivero.
Μια παραγωγή του Δημοτικού Περιφερειακού Θεάτρου Κρήτης.
30, 31 Ιουλίου Θέατρο Δάσους, Θεσσαλονίκη.
1 Αυγούστου Αμφιθέατρο Σίβηρης, Χαλκιδική και περιοδεία σε πόλεις της Ελλάδας.

Βιβλιοπαρουσίαση: Κρητικόν θέατρον ή Συλλογή ανεκδότων και αγνώστων δραμάτων

Κωνσταντίνος Ν. Σάθας, Κρητικόν θέατρον ή Συλλογή ανεκδότων και αγνώστων δραμάτων, εκδ. Αναστατικές - Δ.Ν Καραβία, Αθήνα 2002.

Ο Κωνσταντίνος Σάθας δημοσίευσε πρώτος τα τέσσερα σημαντικότερα έργα (δύο τραγωδίες, μία κωμωδία και ένα ποιμενικό δράμα) της κρητικής λογοτεχνίας: την Ερωφίλη, τον Ζήνωνα, τον Στάθη και τον ΓύπαριΠανώρια) του Γεωργίου Χορτάτση, από κώδικες της Μαρκιανής Βιβλιοθήκης της Βενετίας (πρώτος ο Σάθας αναφέρει τον όρο ''Κρητικόν θέατρον''). Ωστόσο, η σημασία του βιβλίου δεν περιορίζεται στη δημοσίευση ακέραιου του κειμένου τεσσάρων αριστουργημάτων της κρητικής λογοτεχνίας (1570-1669). Οι κριτικές παρατηρήσεις του ("ψιλαί υποθέσεις") στα εκτενή προλεγόμενά του (σελ. 5-91) είναι καίριες και βαρύτιμες νοηματικά. Ο Σάθας τοποθετεί εδώ ορθά τα ιστορικά πλαίσια του κρητικού θεάτρου, αναγνωρίζει τις καταβολές του στην ιταλική Αναγέννηση (και εντοπίζει τα δυτικά πρότυπα των τεσσάρων τραγωδιών), και το ενσωματώνει αριστοτεχνικά στην νεοελληνική λογοτεχνία. Εμφανείς είναι οι αποχρώσεις και οι επιρροές του ρομαντισμού στην αφήγησή του: η "αληθής ποίησις" μπορούσε να καλλιεργηθεί "υπό μόνου του λαού" (das Volk του Herder) στην "εθνική", δηλαδή τη δημοτική, γλώσσα. Η καλαισθησία των Κρητών απέβαλε, λοιπόν, τη σχολαστικότητα της βυζαντινής παράδοσης και δημιούργησε "τα πρώτα μνημεία του νεώτερου ελληνικού θεάτρου". Τα "διασωθέντα ναυάγια της εθνικής δραματουργίας" συναρμολογούν "το ταλαίπωρον σκάφος της μεσαιωνικής ημών φιλολογίας".
Ο Κωνσταντίνος Σάθας γράφει στον πρόλογο: "Αι αρχαί του κρητικού θεάτρου αγνοούνται επί του παρόντος, αφού ούτε τα εν Ενετία κρητικά αρχεία εξηρευνήθησαν, ούτε αυτός ο αριθμός των διασωθέντων δραμάτων γινώσκεται· εν τούτων υπόθεσιν έχον τον Μαρίνον Φαλιέρον εγράφη εν τη ΙΔ΄ εκατονταετηρίδι, δηλαδή όταν η Δυτική Ευρώπη ηγνόει το κυρίως λεγόνενον δράμα. Η ποίησις και ιδία το θέατρον των Κρητών αντιπροσωπεύονται υπό αρκετών μνημείων, τοιαύτα όμως πλειότερα και τελειότερα ήθελον υπάρχει αν δυστυχώς και παρά τοις λογίοις των νησιωτών τούτων δεν επεκράτει η παλαιά βυζαντινή παράδοσις της περιφρονήσεως της εθνικής γλώσσης και της απομιμήσεως της παλαιάς μετρικής· δια τον λόγον τούτον βλέπομεν μέχρι τινός καλλιεργουμένην την αληθή ποίησιν υπό μόνου του λαού, μέχρις του σχολαστικού φορτίου ανεγνώρισεν ως μόνην ποιητικήν γλώσσαν του Χορτάτση και του Κορνάρου".

Ο Τζον Γκέι και η Όπερα του ζητιάνου

Ο Τζον Γκέι γεννήθηκε στο Ντέβον της Αγγλίας στις 30 Ιουνίου 1685. Σε ηλικία 10 ετών έμεινε ορφανός και την φροντίδα του ανέλαβε ο θείος του, αιδεσιμότατος John Hammer. Όταν τελείωσε την εκπαίδευση του στο Barnstable Grammar School, πήγε στο Λονδίνο για να μάθει την τέχνη της επεξεργασίας του μεταξιού, δίπλα σε έναν τεχνίτη. Πολύ σύντομα ο Γκέι εγκατέλειψε την τέχνη αυτή για να συνεργαστεί με τον Arthur Hill, που ήταν μάνατζερ μιας θεατρικής εταιρείας. Το 1712 ο Γκέι ήταν γραμματέας της δούκισσας του Monmouth.
Το 1713 δημοσίευσε το ποίημα Rural Sports, μια κωμική περιγραφή του κυνηγιού και της αλιείας, που το αφιέρωσε στον Αλεξάντερ Πόουπ, έναν σημαντικό ποιητή της εποχής. Ο Πόουπ εκτίμησε την πράξη αυτή και σύντομα ήρθε σε επαφή με τον Γκέι. Έγιναν φίλοι και συνεργάτες. Ο Γκέι γνώρισε και τον συγγραφέα Τζόναθαν Σουίφτ. Οι δύο αυτοί συγγραφείς ενθάρρυναν τον Γκέι να συνεχίσει το "ταξίδι" της γραφής και να δημοσιεύσει τα έργα του.
Ο Γκέι μελέτησε το έργο του Georg Frideric Hendel, του μεγαλύτερου συνθέτη όπερας της εποχής. Η αγάπη του για τη μουσική μεταφέρεται και στα έργα του, εντάσσοντας κάποιο είδος μουσικής σε πολλά από αυτά.[1]
Η μεγαλύτερη επιτυχία του Γκέι ήταν το έργο Η όπερα του ζητιάνου, που έκανε ντεμπούτο το 1728 στο Λονδίνο. Το έργο έσπασε όλα τα προηγούμενα ρεκόρ και παρουσιάστηκε περισσότερο από κάθε άλλο έργο κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα. Ο Γκέι χρησιμοποίησε τη μουσική και το διάλογο για να αναπτύξει την ιστορία του. Σαράντα μία από τις εξήντα εννέα μελωδίες προέρχονταν από μπαλάντες της εποχής. Τα άλλα κομμάτια τα είχε "δανειστεί" από σύγχρονους συνθέτες (συμπεριλαμβανομένου και του Χέντελ). Πάνω σε αυτές τις μελωδίες ο Γκέι έγραψε στίχους. Αντί να βασίσει την πλοκή του έργου του σε κάποιο μύθο, προτίμησε να γράψει μια ιστορία που επικεντρώνεται στο περιθώριο της κοινωνίας της εποχής: τους κλέφτες, τις πόρνες, τους ζητιάνους, τους δεσμοφύλακες, τους προαγωγούς, τους χαρτοπαίκτες. Ο κόσμος της Όπερας του ζητιάνου είναι σκληρός και αληθινός. Το τέλος είναι αισιόδοξο μόνο εξαιτίας της δημοφιλούς παραδοχής πως η όπερα πρέπει να τελειώνει ευχάριστα. Παρά τη σκληρή πραγματικότητα, το έργο είναι μια κωμωδία. 
Ο ζητιάνος του τίτλου είναι ο αφηγητής της ιστορίας. Αφηγείται την ιστορία ενός ερωτικού τριγώνου μεταξύ του ληστή Μακήθ, της κόρης του κλεπταποδόχου του, Πόλυ Μήτσαμ και της Λούσυ Λόκιτ, κόρης του αστυνομικού διευθυντή της περιοχής. Ο κρυφός γάμος του Μακήθ και της Πόλυ θα γίνει αφορμή για να ξεσπάσει ένας ανελέητος πόλεμος συμφερόντων, με καρφώματα, λαδώματα και συναλλαγές κάτω από το τραπέζι, γιατί στο μεταξύ ο Μακήθ είχε υποσχεθεί γάμο και στη Λούσυ Λόκιτ. Ο έρωτας των δύο κοριτσιών για τον Μακήθ θα τις φέρει αντιμέτωπες με τα σχέδια των γονιών τους. Για τους τελευταίους, ο συγκεκριμένος άντρας αξίζει περισσότερα νεκρός. Ποιος όμως θα επικρατήσει τελικά; Ο έρωτας ή το χρήμα;
Ο Γκέι έγραψε και το σήκουελ της Όπερας. Πρόκειται για το έργο Polly, στο οποίο ο Μακήθ φεύγει για τις Δυτικές Ινδίες και γίνεται πειρατής. Είναι μαζί με την Jenny Diver, την πόρνη που τον πρόδωσε στην Όπερα. Η Πόλυ πάει στις Δυτικές Ινδίες για να τον βρει. Στο τέλος του έργο ο Μακήθ εκτελείται και η Πόλυ παντρεύεται τον ινδό πρίγκιπα Cawwawkee. Το έργο δεν παρουσιάστηκε όσο ζούσε ο Γκέι, έπειτα από απαγόρευση του πρωθυπουργού Robert Walpole. O Walpole, που ήταν στο επίκεντρο της σάτιρας στην Όπερα, αντέδρασε με αυτό τον τρόπο στην νέα συγγραφική προσπάθεια του Γκέι.[2] 
Ο Γκέι έγραψε κι άλλα έργα, χωρίς όμως να φτάσει την επιτυχία της Όπερας. Το έργο παρουσιάστηκε σε όλο τον αγγλόφωνο κόσμο. Η έντονη θεατρικότητα του, σε συνδυασμό με την ευθύβολη κοινωνική κριτική που ασκεί, τράβηξε στα 1920 την προσοχή του Μπέρτολτ Μπρεχτ, ο οποίος το χρησιμοποίησε ως πρότυπο για τη δική του Όπερα της πεντάρας.[3]

Τώρα στη θεατρική σκηνή
Η όπερα του ζητιάνου του Τζον Γκέι, σε μετάφραση-διασκευή-σκηνοθεσία Γλυκερίας Καλαϊτζή.
Η Όπερα του ζητιάνου είναι μια μουσική σατιρική κωμωδία των ηθών που επικρατούσαν στο μακρινό Λονδίνο των αρχών του 18ου αιώνα. Σήμερα πια θεωρείται έργο εμβληματικό, καθώς με αυτό εγκαινιάζεται, ως νέο μουσικοθεατρικό είδος, η λαϊκή όπερα (ballad opera).
Η παράσταση εστιάζει σε μια σύγχρονη προσέγγιση αυτού του κοινωνικού προβληματισμού.
Γιατί μπορεί οι ήρωές της να ανήκουν στο κοινωνικό περιθώριο, ωστόσο οι συμπεριφορές τους ελάχιστα διαφέρουν από εκείνες άλλων κοινωνικών τάξεων, και δη των ανώτερων. Σήμερα μάλιστα που το χρήμα έχει πια αναχθεί στο απόλυτο αγαθό, στο μέσο που ανοίγει όλες τις πόρτες και καθορίζει την τιμή του καθενός, το θέμα του έργου αποκτά και απροσδόκητη επικαιρότητα.
Παράλληλα το είδος της ballad opera, με την έκδηλη θεατρικότητα και τους αδρούς χαρακτήρες της διαμορφώνει τους όρους για τη δημιουργία ενός λαϊκού θεάματος, όπου η θεατρική αλήθεια θα διασταυρώνεται με το θεατρικό παιχνίδι, η κωμωδία με το πάθος, η φαντασία με την πραγματικότητα και η πρόζα με τη ζωντανή μουσική, το τραγούδι και το χορό.

info: Μουσική Κώστας Βόμβολος, χορογραφία-κίνηση Ιωάννα Μήτσικα, σκηνικά Ευαγγελία Κιρκινέ, κοστούμια Μαρία Καραδελόγλου.
Παίζουν: Ειρήνη Αμπουμόγλι, Κυριάκος Δανιηλίδης, Άννα Ευθυμίου, Άννα Κυριακίδου, Κωσταντίνα Λάλλου, Πέτρος Παπαζήσης, Στέφανος Πίττας, Μιχάλης Συριόπουλος.
Μια παραγωγή της ομάδας Passatempo.
Στο θέατρο Αθήναιον από 26 Οκτωβρίου.

Το θέατρο Γκλόουμπ, τότε και τώρα

Κατά τη διάρκεια των πρώτων χρόνων της βασιλείας της Ελισάβετ, οι αγγλικές θεατρικές εταιρείες χρησιμοποιούσαν αυλές πανδοχείων, αίθουσες κολεγίων και σαλόνια σπιτιών για τις παραστάσεις τους. Ήταν το 1576 όταν ο James Burbage έχτισε το θέατρο στο Shoreditch, το πρώτο ειδικά διαμορφωμένο θέατρο στο Λονδίνο, το θέατρο Γκλόουμπ (Globe). Το 1596 προέκυψε μια διαφορά σε σχέση με την ανανέωση της μίσθωσης και ο Burbage ξεκίνησε διαπραγματεύσεις για να αποκτήσει έναν εγκαταλελειμμένο χώρο στους περιβόλους του παλιού Blackfriars για να τον χρησιμοποιήσει σαν στεγασμένο θέατρο. Ο Burbage πέθανε τον Φεβρουάριο του 1597. Τον Απρίλιο η μίσθωση έληξε, αλλά η διαφορά συνεχίστηκε για δύο χρόνια, διάστημα κατά το οποίο η εταιρεία έδινε παραστάσεις στο κοντινό Curtain Theatre. Τα Χριστούγεννα του 1598 η εταιρεία αναζήτησε δραστική λύση: μίσθωσε ένα οικόπεδο κοντά στο Rose Theatre (ένα ανταγωνιστικό θέατρο στο Southwark). Για να καλύψουν το κόστος κατασκευής οι γιοι του Burbage, Cuthbert και Richard, διέθεσαν ορισμένες μετοχές της εταιρείας. Ο Σαίξπηρ ήταν ένας από τους τέσσερις ηθοποιούς που έσπευσαν να αγοράσουν ένα μερίδιο στο Γκλόουμπ. Από τις αρχές του 1599 το θέατρο ήταν σε λειτουργία και για δεκατέσσερα χρόνια άνθισε, παρουσιάζοντας πολλά από τα έργα του Σαίξπηρ.[1]
Το θέατρο Γκλόουμπ ήταν ένα κυκλικό ξύλινο κτίριο. Το εσωτερικό έμοιαζε με αίθουσα σύγχρονης όπερας, με τρεις γαλαρίες (εξώστες) που προστατεύονταν από τον ήλιο και τη βροχή από μια στέγη. Περίπου 2000 με 3000 θεατές τοποθετούσαν σε ένα κουτί 2-3 πέννες για να καθίσουν σε αυτές τις γαλαρίες. Η σκηνή ήταν 4 ως 6 πόδια ψηλότερα από το έδαφος και είχε μια στέγη που στηριζόταν από πυλώνες. Μπροστά από τη σκηνή υπήρχε μια "αυλή" χωρίς σκεπή, που χωρούσε περίπου 1000 θεατές. Κάποιοι θεατές μπορούσαν να καθίσουν στη σκηνή (δεξιά και αριστερά), αρκεί το πορτοφόλι τους να ήταν αρκετά "παχύ" για να αντέξουν να πληρώσουν το υψηλό τίμημα.
Δεν υπήρχε αυλαία που να ανοιγοκλείνει στην αρχή και στο τέλος του έργου. Στο πίσω μέρος της σκηνής υπήρχε ένας τοίχος με δύο ή τρεις πόρτες που οδηγούσαν στα καμαρίνια των ηθοποιών.[2] Τα πίσω από τη σκηνή δωμάτια των ορόφων ήταν, συνήθως, η αποθήκη των σκηνικών και τα καμαρίνια των ηθοποιών. Ο χώρος πίσω από τη σκηνή —και στο ίδιο με αυτήν επίπεδο— επέτρεπε τη γρήγορη αλλαγή σκηνικών αντικειμένων. Τα σκηνικά αντικείμενα ήταν ελάχιστα. Στα χρόνια του Σαίξπηρ, πάντως, τη σκηνή τη χαρακτήριζε ακόμα η λιτότητα. Ένας θρόνος στη μέση και μερικά σκαμνιά γύρω αρκούσαν για να δηλώσουν: αίθουσα παλατιού. Δύο ψεύτικα δέντρα δίπλα στις κολόνες σήμαιναν: δάσος.[3] 
Το 1613, κατά τη διάρκεια μιας παράστασης του Ερρίκου VIII, η οροφή του θεάτρου πήρε φωτιά και το θέατρο κάηκε ολοσχερώς. Ο χώρος ανακατασκευάστηκε γρήγορα και αυτή τη φορά τοποθετήθηκε κεραμοσκεπή. Ο Σαίξπηρ είχε παίξει ως ηθοποιός στο "δεύτερο" Γκλόουμπ, αλλά μάλλον ποτέ δεν έγραψε για αυτό. Το θέατρο παρέμεινε η εστία της παλιάς θεατρικής εταιρείας μέχρι το κλείσιμο όλων των θεάτρων το 1642, με την έναρξη του αγγλικού εμφυλίου πολέμου. Το 1644 κατεδαφίστηκε για να δημιουργηθούν κατοικίες. 
Το σχέδιο για την ανακατασκευή του σαιξπηρικού Γκλόουμπ, στον 20ό αιώνα, ξεκίνησε από τον αμερικανό ηθοποιό, σκηνοθέτη και παραγωγό Sam Wanamaker. O Wanamaker επισκέφτηκε για πρώτη φορά το Λονδίνο το 1949. Εικοσιένα χρόνια αργότερα δημιούργησε το Shakespeare Globe Trust, ένα πρότζεκτ αφιερωμένο στην ανοικοδόμηση του θεάτρου και στην δημιουργία ενός κέντρου εκπαίδευσης και μόνιμης έκθεσης. Ο Wanamaker πέθανε το 1993, έπειτα από είκοσι τρία χρόνια έρευνας και μελέτης για τον πιστό σχεδιασμό του νέου Γκλόουμπ σύμφωνα με το πρώτο θέατρο. Το σχέδιο ολοκληρώθηκε τρία χρόνια και έξι μήνες αργότερα από τον αρχιτέκτονα Theo Crosby. Το θέατρο εγκαινιάστηκε από την βασίλισσα της Αγγλίας το 1997.[4] Στο τεχνικό, κατασκευαστικό μέρος του θεάτρου εντοπίζουμε: καλά πελεκημένο ξύλο βελανιδιάς με επιδέξιες εντορμίες, για το στατικό μέρος, και μια πλουμιστή σκηνή με κολόνες επιζωγραφισμένες, ώστε να μοιάζουν μαρμάρινες, χρυσοβαμμένα κορινθιακά κιονόκρανα, κόκκινες λωρίδες στη βάση και καταγάλαζα φατνώματα με χρυσά αστεράκια στην οροφή της σκηνής.[5]
[1] http://www.shakespearesglobe.com/about-us/history-of-the-globe/original-globe
[2] http://shakespearestudyguide.com/Globe.html#Original
[3] Πέτρος Μαρτινίδης, Μεταμορφώσεις του θεατρικού χώρου, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 1999, σ. 162-163.
[4] http://www.shakespearesglobe.com/about-us/history-of-the-globe/original-globe
[5] Πέτρος Μαρτινίδης, Μεταμορφώσεις του θεατρικού χώρου, σ. 162.

Στοχασμοί του Τζόναθαν Σουίφτ

Ο Τζόναθαν Σουίφτ (1667–1745) ήταν αγγλοϊρλανδός σατιρικός δοκιμιογράφος, πολιτικός αρθρογράφος, μυθιστοριογράφος και ποιητής. Διετέλεσε κληρικός της αγγλικανικής μητρόπολης του Αγίου Πατρικίου στο Δουβλίνο. Περίφημος έμεινε ο μυστηριώδης δεσμός του με την Στέλλα (Έστερ Τζόνσον) και περιφημότερα Τα ταξίδια του Γκιούλιβερ, μια φανταστική περιήγηση σε χώρες γιγάντων και νάνων, που περιείχε ανελέητη κριτική της σύγχρονής του κοινωνίας.
Η σκωπτική πένα του δημοσιογράφου και ποιητή έκανε γνωστό τον Σουίφτ στη χώρα του. Ένας άνθρωπος που με το ταλέντο του κατάφερε να ξεχωρίσει και να αποκτήσει την αγάπη του απλού κόσμου και τον σεβασμό της αριστοκρατίας. Κι όλα αυτά, παραμένοντας τίμιος και ανεξάρτητος. Η καυστική του σάτιρα ενόχλησε πολύ την κοινωνία της Αγγλίας και ο Σουίφτ ήταν αναγκασμένος να φύγει στην πατρίδα του, στην Ιρλανδία που ήταν αποικία των Άγγλων.
Εκεί πολλαπλασίασε την δράση του ως σατιρικός συγγραφέας και έγινε δημοφιλής. Είναι αξιοσημείωτο: ο πρωθυπουργός την Αγγλίας διέταξε να τον συλλάβουν, αλλά η κυβέρνηση της Ιρλανδίας αρνήθηκε να το κάνει, με τη δικαιολογία ότι για την πραγματοποίηση αυτής της διαταγής χρειάζεται μια στρατιά των δέκα χιλιάδων φαντάρων.
Στο έργο του Μια σεμνή πρόταση κατέθετε τη δική του άποψη με τον διευκρινιστικό υπότιτλο "ώστε να παύσουν τα τέκνα των φτωχών να αποτελούν βάρος για τους γονείς τους και τον τόπο και να καταστούν ωφέλιμα για την κοινωνία". Στο κείμενο που σατίριζε την τότε πολιτική ζωή της Ιρλανδίας αλλά και εν γένει την κοινωνική αναλγησία για τους ασθενέστερους, ο συγγραφέας πρότεινε στους φτωχούς να πουλούν τα παιδιά τους σαν τροφή για τους πλούσιους.

Στοχασμοί του Τζόναθαν Σουίφτ
  • Δεν ευθύνομαι μπροστά στον Θεό για τις αμφιβολίες που γεννήθηκαν στην ψυχή μου, γιατί αυτές οι αμφιβολίες είναι η συνέπεια εκείνης της νόησης που ο Ίδιος μου έδωσε.
  • Ο λόγος που ελάχιστοι γάμοι είναι ευτυχισμένοι οφείλεται στο γεγονός ότι οι γυναίκες περνούν τον καιρό τους πλέκοντας δίχτυα κι όχι φτιάχνοντας κλουβιά
  •  Έχουμε αρκετή θρησκεία για να μας κάνει να μισούμε, αλλά όχι αρκετή για να μας κάνει να αγαπάμε ο ένας τον άλλον.
  • Φαίνεται πως η θρησκεία με την ηλικία ξαναμωραίνεται και τώρα όπως και στην παιδική ηλικία χρειάζεται να την τρέφουμε με θαύματα.
  • Η πιο ελκυστική διασκέδαση των ανδρών, των παιδιών και υπόλοιπων άγριων ζώων είναι ο καυγάς….
  • Παράξενο αλλά και ολοφάνερο είναι πως οι ποιητές παίρνουν όλη τη δόξα και όχι οι ήρωες τον έργων τους. Θαυμάζουμε περισσότερο τον Όμηρο και Βιργίλιο και όχι τον Αχιλλέα και Έννιο. Με τους ιστορικούς γίνεται το αντίθετο: μας συγκινούν και συναρπάζουν τα γεγονότα και τα πρόσωπα, αλλά οι συγγραφείς μένουν στη σκιά.
  • Κόμμα: η τρέλα πολλών για το κέρδος ολίγων.
  • Εάν στους ουρανούς εκτιμούσαν τα πλούτη ως αξία, δε θα τα έδιναν στους παλιάνθρωπους.
  • Όταν πάνω στη γη εμφανίζεται μια μεγαλοφυΐα, αναγνωρίζεται από το ποσοστό των ξεροκέφαλων που ενώνονται για να την πολεμήσουν.
  • Οι σοφοί άνθρωποι κρύβουν την εξυπνάδα τους πολύ πιο επιμελώς παρά την ανοησία τους.
  • Η σάτιρα είναι ένας καθρέφτης που ο καθένας βλέπει οποιοδήποτε πρόσωπο, εκτός από το δικό του.
  • Η συκοφαντία συνήθως χτυπάει τους άξιους ανθρώπους, όπως τα σκουλήκια ρίχνονται επάνω στα καλύτερα φρούτα.
  • Εκείνος που ποτέ, σε τίποτα δε βασίζεται, ποτέ δε θα είναι απογοητευμένος.Ο καθένας που μπορεί να φυτρώσει δυο στάχυα εκεί που φύτρωνε μόνο ένα προσέφερε μεγαλύτερη υπηρεσία στην ανθρωπότητα και έχει μεγαλύτερη αξία για τη χώρα του παρά ολόκληρη φάρα των πολιτικών.
Τώρα στη θεατρική σκηνή
Το Συσσίτιο, μια θρεπτική παράσταση για καιρούς πείνας, (βασισμένη σε κείμενα των: Σουίφτ, Ροντρίγκο Γκαρσία, Δαμιανού Κωνσταντινίδη αλλά και κείμενα των: Μποστ, Μπρεχτ, Σωτήρη Παστάκα, Γιάννη Τσαρούχη, Στανισλάβ Στρατίεβ, Μάνου Χατζηδάκι, Κ. Ε. Κρικελίκου–Μ. Ι. Παπαθανασίου, σε σκηνοθεσία Δαμιανού Κωνσταντινίδη.
Πώς μπορούμε να μιλήσουμε στο θέατρο γι' αυτό που μας συμβαίνει;
Μπορούμε άραγε να γελάσουμε με τα δεινά μας;
Μπορούμε να βρούμε θετικές πλευρές στην κρίση; ή να δούμε κάποιο φως στο τούνελ;
Γύρω από αυτά τα ερωτήματα, και άλλα που σίγουρα θα προκύψουν δουλεύοντας, θα οργανώσουμε την παράστασή μας. Θα χρησιμοποιήσουμε κείμενα γνωστών Ελλήνων και ξένων συγγραφέων, καθώς και δικά μας, που θα γραφούν στην διάρκεια των δοκιμών. Θέατρο επινόησης αλλά και ένα είδος επιθεώρησης, ένα ιδιότυπο καμπαρέ, ένα café chantant.
Σκηνικά, κοστούμια, φώτα Απόστολος Αποστολίδης, Μουσική Κωστής Βοζίκης, Χορογραφίες Αμαλία Στρινοπούλου, Βοηθός σκηνοθέτη Κόμνω Ευαγγελία Κρικελίκου.
Παίζουν: Κωστής Βοζίκης, Χριστίνα Γεωργίου, Πένυ Γραικού, Ηλέκτρα Γωνιάδου, Γιάννης Δρακόπουλος, Μάριος Ζαρδαβάς, Αφροδίτη Ιωαννίδου, Κωνσταντίνα Καστέλλου, Κόμνω Ευαγγελία Κρικελίκου, Κώστας Μελίδης, Μαίρη Μωραϊτοπούλου, Μαρία Ιωάννα Παπαθανασίου, Παναγιώτης Παπαϊωάννου, Στέφανος Πίττας, Άγγελος Ρούσσος, Σταμάτης Στάμογλου, Πολύκαρπος Φιλιππίδης.
23,24 Ιουλίου, Θέατρο Κήπου Θεσσαλονίκης. Μια παραγωγή της ομάδας Angelus novus.

Μια θεατρική βόλτα στο Παρίσι


Λεόντιος και Λένα του Γκέοργκ Μπύχνερ, σε σκηνοθεσία Eram Sobhani.
Όταν έγραψε αυτό το έργο ο Μπύχνερ ήταν εξόριστος, αφού συμμετείχε σε επαναστατικά κινήματα της εποχής. Ο νεαρός πρίγκηπας Λεόντιος φεύγει από το παλάτι για να αποφύγει το γάμο που του επιβάλλει ο πατέρας του. Σε ένα πανδοχείο συναντά και ερωτεύεται μια νεαρή γυναίκα που δεν είναι άλλη από την πριγκίπισσα Λένα, η οποία έχει "δραπετεύσει" από την οικογενειακή εστία για τον ίδιο ακριβώς λόγο.
Μέσα σε ένα κωμικό πλαίσιο αναδύονται όλες οι προσδοκίες, οι επαναστάσεις, οι απογοητεύσεις, που ο Μπύχνερ καταφέρνει να περάσει από τη λογοκρισία. Και εκτίθενται παντού στο κείμενο, όχι μόνο πολιτικά και κοινωνικά οράματα, αλλά και χιλιάδες θεατρικά όνειρα. Αυτή είναι η ουσία του κειμένου.
Θέατρο Etoile du Nord. Μέχρι 22 Ιουλίου.

Ο αρχοντοχωριάτης του Μολιέρου, σε σκηνοθεσία Denis Podalydes.
Ο Podalydes επιλέγει να δώσει ένα τυπικό δείγμα έργου που ανήκει στο είδος κωμωδία-μπαλέτο, χρησιμοποιώντας τις μουσικές παρτιτούρες του Lully. Τα πολυάριθμα κοστούμια του Κριστιάν Λακρουά συντελούν στην αποθέωση των αισθήσεων.
Θέατρο Bouffes du Nord. Μέχρι 21 Ιουλίου.

Ce jour-la, μια παράσταση του θεάτρου Aftaab, σε σκηνοθεσία Helene Cinque.
Ένα έργο που γράφτηκε κατά τη διάρκεια των προβών και μας μεταφέρει στο 1995 και στο χάος που επικρατούσε στο Αφγανιστάν. Ιστορίες βγαλμένες μέσα από το κουρείο του κυρίου Abbass, στην Καμπούλ, την εποχή που οι μουλάδες καταλαμβάνουν την εξουσία. Η παράσταση βασίζεται στις προσωπικές μαρτυρίες των ηθοποιών. Πρόκειται για τραγωδίες που όμως δεν στερούνται αυτο-παρωδίας. Δημιουργήθηκαν "μύθοι" γεμάτοι χιούμορ και ζωή.
Theatre 13-Seine. Μέχρι 25 Ιουλίου.

Οι δούλες του Ζαν Ζενέ, σε σκηνοθεσία Serge Gaborieau και Armel Veilhan.
Δύο δούλες, δύο αδελφές, η Κλαίρη και η Σολάνζ, υφαίνουν από κοινού μια συνωμοσία εναντίον του εραστή της κυρίας τους. Ο άνδρας φυλακίζεται, αλλά σύντομα απελευθερώνεται. Οι δύο γυναίκες φοβούνται πως η πράξη τους θα αποκαλυφθεί και αποφασίζουν να δηλητηριάσουν την κυρία τους. Σε αυτή τη σκηνική εκδοχή του έργου του Ζενέ έρχονται στο προσκήνιο το χιούμορ και τα παιδικά παιχνίδια. Όλα αυτά προστίθενται στο πεδίο της αναζήτησης του έρωτα.
Θέατρο Lucernaire. Από 11 Ιουλίου μέχρι 1 Σεπτεμβρίου.

Ο κύριος Ιμπραήμ και τα λουλούδια του Κορανίου του Έρικ Εμμάνουελ Σμιτ, σε σκηνοθεσία Anne Bourgeois.
Πρόκειται για μια ιστορία μύησης, με έντονο χιούμορ και φιλοσοφική διάθεση. Παρίσι, δεκαετία του 60: ο Μόμο, ένα δωδεκάχρονο αγόρι που ζει σε μια οικογένεια χωρίς αγάπη, γνωρίζει τον άραβα μπακάλη της οδού Bleue (μπλε οδός). Τα φαινόμενα, όμως, απατούν: ο κύριος Ιμπραήμ δεν είναι άραβας, η οδός Bleue δεν είναι μπλε και η συνηθισμένη, μονότονη ζωή ίσως δεν είναι τόσο μονότονη... Μια κωμική και συγκινητική ιστορία ενός ειλικρινούς και έξυπνου παιδιού. Πώς να ξεφύγει από τη μοναξιά, από την κατάρα της ατυχίας; Πώς να μάθει να χαμογελάει;
Θέατρο Rive Gauche. Μέχρι 2 Οκτωβρίου.

Βιβλιοπαρουσίαση: Εισαγωγή στο θέατρο της Ιαπωνίας και της Κίνας

Μπάμπης Δερμιτζάκης, Εισαγωγή στο θέατρο της Ιαπωνίας και της Κίνας, εκδόσεις ΑΛΔΕ, Κέρκυρα 2010.

Η εποχή της παγκοσμιοποίησης και της μετανεοτερικότητας επέφερε αλλαγές όχι μόνο σε οικονομικό-κοινωνικό αλλά και σε πολιτιστικό επίπεδο. Το θέατρο, έπαψε πια προ πολλού να θεωρείται και να εκφράζεται όπως παραδοσιακά το γνωρίζουμε, μέσα στα πλαίσια της κουλτούρας του δυτικού κόσμου, που δομήθηκε στην αρχαία Ελλάδα και ορίσθηκε από τον Αριστοτέλη. Το ένα και μοναδικό πρότυπο και κέντρο εκπόρευσης της θεατρικής τέχνης, αντικαταστάθηκε από πολλά, αυτόνομα συστήματα σε πλήρη διάδραση και συσχετισμό. Δύση και Ανατολή, έπαψαν να αποτελούν δύο ανεξάρτητους δημιουργικούς κόσμους και ήρθαν σε γόνιμη επικοινωνία και άμεσο πολιτιστικό διάλογο. Αυτό που άλλοτε αντιπροσώπευαν μεμονωμένα άτομα και ιδιαίτερες περιπτώσεις όπως ο Α. Αρτώ και ο Μπ. Μπρεχτ, με τον Π. Μπρουκ και την Αρ. Μνούσκιν, τον Ρ. Σέχνερ, τον Ευ. Μπάρμπα και τον Θ. Τερζόπουλο έγινε μια κοινή πραγματικότητα. Θέατρο της Δύσης και της Ανατολής συγχωνεύθηκαν σε μία ενότητα με συμπληρωματικούς επικοινωνιακούς και εκφραστικούς κώδικες, που συνιστούν μία από τις πιο ενδιαφέρουσες όψεις του θεατρικού μεταμοντερνισμού.
Στην εποχή της παγκοσμιοποίησης η ανάδειξη των πολιτιστικών στοιχείων άλλων λαών είναι μια μορφή αντίστασης στην επικράτηση της δυτικής κουλτούρας. Η Όπερα του Πεκίνου και το θέατρο Νο αποτελούν τις πιο σημαντικές μορφές παραδοσιακού θεάτρου της Κίνας και της Ιαπωνίας αντίστοιχα. Όμως, παρά τις σχετικές παραστάσεις που έχουν δοθεί κατά καιρούς στην Ελλάδα, η αντίστοιχη βιβλιογραφία είναι εντελώς πενιχρή. Έτσι αυτό το βιβλίο καλύπτει ένα βιβλιογραφικό κενό.
Ο συγγραφέας ωθήθηκε σημαντικά στη συγγραφή αυτού του έργου ακούγοντας τη δήλωση κάποιου δυτικού θεατή μετά από μια παράσταση Όπερας του Πεκίνου: "Βλέποντας την Όπερα του Πεκίνου κατάλαβα πώς παιζόταν η αρχαία ελληνική τραγωδία". Το στυλιζάρισμα, η περίπου ισόμετρη εκπροσώπηση των βασικών τεχνών στην παράσταση (λόγος, όρχηση, μουσική, τραγούδι, ένδυση) είναι στοιχεία που χαρακτηρίζουν τόσο την αρχαία ελληνική τραγωδία όσο και το ασιατικό θέατρο.
Ο αναγνώστης αυτού του βιβλίου, εκτός του ότι θα γνωρίσει τις πιο σημαντικές μορφές του ασιατικού θεάτρου, θα διαπιστώσει σημαντικές ομοιότητες με την αρχαία ελληνική τραγωδία.

Ο Έντεν φον Χόρβατ και το λαϊκό θέατρο

Ο Έντεν φον Χόρβατ γράφει:
Τελείως συνειδητά κατάστρεψα το παλιό "λαϊκό έργο" και στην μορφή του και στο ήθος και προσπάθησα σαν δραματικός χρονογράφος να βρω την καινούργια φόρμα του "λαϊκού έργου". Αυτή η νέα φόρμα είναι περισσότερο μια διηγηματική παρά μια δραματική. Συνεχίζει περισσότερο την παράδοση των συγγραφέων "λαϊκών έργων".
Το δραματικό κυρίως θέμα όλων των έργων μου είναι ο συνεχής πόλεμος ανάμεσα στο συνειδητό και στο υποσυνείδητο. Η παρωδία δεν μπορεί να είναι ο σκοπός μου. Την μισώ την παρωδία. Διότι η παρωδία δεν έχει, κατά τη γνώμη μου, να κάνει τίποτα με τη δραματική τέχνη.
[...] Με το ξεμασκάρεμα της συνείδησης κατορθώνω φυσικά ένα χτύπημα ενάντια σε αυτά τα καταστρεπτικά ένστικτα και γι' αυτόν τον λόγο συμβαίνει να βρίσκουν πολλοί άνθρωποι τα έργα μου σαν απαίσια και αντιπαθητικά γιατί ακριβώς δεν μπορούν να ταυτιστούν με τις φρικιαστικές πράξεις που συμβαίνουν. Οι αποτρόπαιες πράξεις τους απωθούν. Τις αναγνωρίζουν και δεν μπορούν να τις ζήσουν. Για μένα υπάρχει μόνο ένας νόμος. Ο νόμος της αλήθειας.[1]

Ο συγγραφέας Φραντς Ξάβερ Κρετς γράφει για τον Χόρβατ:
Η ουσιαστική δραματουργική ανακάλυψη του Χόρβατ βρίσκεται στο γεγονός ότι αυτός έδωσε στο θέατρο τέτοια έργα, που αρνούνται να δώσουν —για χάρη δήθεν της τέχνης και και εις βάρος της πραγματικότητας— ιδεολογικά περιεχόμενα από τα οποία μπορεί κανείς να κάνει σκέψεις μόνο σε ότι αφορά την ιδιοφυΐα του γράφοντος, αλλά καθόλου για την ρεαλιστική κατάσταση του "μικρού ανθρώπου" την οποία ακριβώς εξετάζει το λαϊκό θέατρο από τον Χόρβατ κι έπειτα.
Αυτός ακριβώς ο βαθμός προσέγγισης της πραγματικότητας που κατόρθωσε ο Χόρβατ, με το να αρνείται συνειδητά να παρουσιάσει μια φαινομενική συνολικότητα ενώ επιδιώκει αντί αυτού να οδηγήσει στην αναγνώριση νομοτελειακών δομών με μια μέθοδο λιτότητας, αποτελεί ορόσημο για μια αναγέννηση του λαϊκού θεάτρου. Αυτό σημαίνει πως ο Χόρβατ ανακάλυψε την αγλωσσία σαν παράγωγο της έλλειψης συνειρμών της γλώσσας όταν αυτή δεν είναι πια σε θέση να θυμίσει σε αυτόν που την μιλά το ουσιαστικό νόημα των λέξεων που η γλώσσα —σαν κώδικας επικοινωνίας— θα έπρεπε να εννοεί. Η αγλωσσία έχει σαν αποτέλεσμα την δημιουργία ενός προλεταριάτου των άγλωσσων, δηλαδή εκείνη την ακραία μορφή του μορφωμένου καπιταλισμού, που δεν εκμεταλλεύεται μόνο τα θύματά του, αλλά τους επιβάλει και την ανάλογη "σιωπή".
[...] Ο Χόρβατ τοποθέτησε αυτή τη διαδικασία της αγλωσσίας σαν κέντρο βάρους της εργασίας του. Ανεξάρτητα αν αυτό είναι πολύ δύσκολο να κατανοηθεί, ακριβώς γιατί αυτή η αγλωσσία δεν παρουσιάζεται —όπως στα δικά μου έργα— με πραγματική σιωπή, αλλά αποκαλύπτεται μέσα από γλωσσικά υποκατάστατα όπως κοινοτυπίες, παπαγαλισμούς, κλισέ, παροιμίες, λαϊκές σοφίες, φόρμες ευγένειας και δυσανασχέτησης κ.λ.π. δηλαδή με μια γλώσσα που βρίσκεται στα φτηνά ρομάντζα, σε εκλαϊκευμένες φυλλάδες, σε στιχάκια ημερολογίου. Μια γλώσσα κλισέ, πνευματική φτώχειας και ημιμάθειας. Πρέπει όμως να κατανοηθεί καθαρά πως αυτή η γλώσσα —δηλαδή ο τρόπος με τον οποίο εκφράζονται οι φιγούρες του Χόρβατ— δεν έχει να κάνει τίποτα με αυτό που πραγματικά τους συμβαίνει, αλλά με αυτό που συνέβη στη διαπαιδαγώγηση τους, στους γονείς τους και στους παππούδες τους.
[...] Ο Χόρβατ έχει ένα μοναδικό συναίσθημα ευθύνης απέναντι στο θέατρο. Το θέατρο είναι πολιτικό και πρέπει να είναι γιατί παίζεται μπρος στον κόσμο και δείχνει τον κόσμο. Κι αυτή είναι μια διαδικασία ούτως ή άλλως πολιτική σε μόνιμη βάση. Εδώ έκανε ο Χόρβατ υποδειγματική δουλειά: δεν προδίδει τους ήρωές του, ούτε τους ηρωοποιεί. Τους αντιμετωπίζει πρακτικά. Αυτή η άντληση της δουλειάς του από την πραγματικότητα δημιούργησε τον νέο τύπο του λαϊκού έργου και κατά συνέπεια τον νέο ρεαλισμό, πράγμα για το οποίο δεν έχει προσφέρει μόνο αυτός υπηρεσίες. Αυτό όμως που κάνει τον Χόρβατ να ξεχωρίσει είναι η τιμιότητα και η κατανόηση απέναντι στους ήρωές του. Αυτό μας δίνει μια γραμμή. Ο Χόρβατ πρέπει να καταλάβει πώς μόνο αν πιστεύεις στην πραγματικότητα της ζωής μπορείς να κάνεις πιστευτή στους θεατές την πραγματικότητα της σκηνής. Με αυτόν τον τρόπο έγινε ένα μεγάλο βήμα από το ιδεαλιστικό θέατρο του ψυχολογισμού προς το θέατρο κοινωνικής κριτικής.[2] 
[1]Έντεν φον Χόρβατ, Κάζιμιρ και Καρολίνα, πρόγραμμα παράστασης, Εθνικό Θέατρο, Αθήνα 1981, σ. 6.
[2] Στο ίδιο, σ. 8-9.

Τώρα στη θεατρική σκηνή
Ο Γιώργος Κιμούλης διασκεύασε και σκηνοθέτησε το έργο του Χόρβατ, Δον Ζουάν-η επιστροφή.
Το έργο περιγράφει έναν κόσμο όπου οι αξίες έχουν νοθευτεί πλήρως, οι άνθρωποι νιώθουν χαμένοι, μπερδεμένοι, υποτιμημένοι και ακυβέρνητοι. Το χρήμα έχει χάσει κάθε αξία, ενώ επικρατεί κοινωνική ανασφάλεια και κρίση ταυτότητας. Βρισκόμαστε στο απόγειο ενός όχι μόνον οικονομικού, αλλά, πάνω απ’ όλα, συναισθηματικού πληθωρισμού. Πόσο διαφορετικές είναι οι συνθήκες απ’ αυτό που βιώνουμε σήμερα;
Σ΄ έναν τέτοιο τόπο, που καταρρέει, επιστρέφει ο Δον Ζουάν, ο κατ’ εξοχήν εκπρόσωπος της απελεύθερης νοοτροπίας και του "ευ ζην", ηλικιωμένος και κουρασμένος από την αδηφάγα πορεία του και όλη αυτήν την προσπάθεια που έχει κάνει, ώστε να μπορέσει να "ζήσει κάθε του επιθυμία". Συναντάται, έτσι, με όλες τις γυναίκες που έχει καταστρέψει στο παρελθόν, δηλώνοντας πως έχει αλλάξει και ζητώντας συγχώρεση. Η πραγματικότητα όμως είναι άλλη: κανείς δεν αλλάζει νοοτροπία και στάση ζωής, αν στην ουσία δεν σέβεται και δεν αγαπάει την ίδια τη ζωή. Όχι μόνον τη δική του, αλλά και όλων των άλλων…
 Ο Δον Ζουάν είναι ο μόνος επιζών άνδρας ενός ναυαγίου, που «ξυπνάει» σ΄ έναν κόσμο που καταρρέει , ανήμπορος, σε ένα χειρουργικό κρεβάτι ενός παλιού εγκαταλελειμμένου νοσοκομείου σε κάποιο νησί. Επτά νοσοκόμες , επτά γυναίκες που έχει πληγώσει στο παρελθόν και στο πρόσωπό τους αντικατοπτρίζεται η συγνώμη του σ΄ ολόκληρο το γυναικείο φύλο, καλούνται να τον περιθάλψουν!
Σκηνικά Pawel Dobrzycki, Κοστούμια Ιωάννα Τιμοθεάδου, Φωτισμοί Κατερίνα Μαραγκουδάκη, Κινησιολογική Επιμέλεια Έλενα Γεροδήμου, Video Δημήτρης Ζώγκας.
Παίζουν: Γιώργος Κιμούλης, Ταμίλα Κουλίεβα, Φαίη Ξυλά, Δήμητρα Παπαδήμα, Κατερίνα Γερονικολού, Άννα Έλενα, Παρασκευή Κατσάνη, Βασιλική Μπισαράκη.
16,17 Ιουλίου. Θέατρο Κήπου, Θεσσαλονίκη και περιοδεία σε πόλεις της Ελλάδας.

Θεατρική ομάδα Passatempo

Η θεατρική ομάδα Passatempo δημιουργήθηκε τον Νοέμβριο του 2010 από επαγγελματίες καλλιτέχνες που δουλεύουν και προσφέρουν χρόνια στο θέατρο της Θεσσαλονίκης: Γλυκερία Καλαϊτζή (σκηνοθέτις), Ευαγγελία Κιρκινέ, Μαρία Καραδελόγλου (σκηνογράφοι-ενδυματολόγοι), Κώστας Βόμβολος (μουσικός), Στράτος Κουτράκης (φωτιστής), Σοφία Ευτυχιάδου (θεατρολόγος-δραματολόγος), Κορίνα Χαρίτου (θεατρολόγος-σκηνοθέτις)· όλοι τους με σημαντική και πολυετή παρουσία στη θεατρική Θεσσαλονίκη και σημαντικές συνεργασίες, με το Κρατικό Θέατρο, την Πειραματική Σκηνή της "Τέχνης", την Ακτίδα Αελίου αλλά και ΔΗΠΕΘΕ της Μακεδονίας και της Θράκης.
Στόχος της ομάδας, όπως δείχνει και η σύνθεση των συντελεστών της, ήταν η συνένωσή τους ως μια πρωτοβουλία αναστροφής του κλίματος πολιτιστικού μαρασμού, που εδώ και δεκαετίες μαστίζει την πόλη της Θεσσαλονίκης, αλλά και ως μια προσπάθεια συγκράτησης των νέων και ταλαντούχων ηθοποιών που αποφοιτούν από τις δραματικές σχολές της πόλης.
Πρώτη παραγωγή της ομάδας ήταν το κλασικό έργο του Άντον Τσέχοφ Τρεις αδερφές, που παρουσιάστηκε με μεγάλη επιτυχία την άνοιξη του 2011, στο θέατρο "Έξω από τα Τείχη" κερδίζοντας κοινό και κριτική. Η διανομή της παράστασης στηρίχτηκε κυρίως σε νέους αλλά ταλαντούχους ηθοποιούς, επιβεβαιώνοντας για άλλη μια φορά την πεποίθηση της ομάδας ότι "υλικό υπάρχει", κι ότι εκείνο που χρειάζεται είναι να του δώσουμε χώρο να εκφραστεί και να δημιουργήσει.
Το επόμενο βήμα έγινε με ένα σύγχρονο έργο, την Ολεάννα του Ντέιβιντ Μάμετ, όπου με αφορμή το θέμα της σεξουαλικής παρενόχλησης, θίγονται θέματα, όπως η εκπαίδευση και ο ρόλος της, η χρήση της γλώσσας και η κατάχρηση της εξουσίας, η αντιπαλότητα στις σχέσεις των δύο φύλων.
Πρόκειται για ένα εξαιρετικά προκλητικό έργο, όχι μόνο ως προς το θέμα του αλλά ως προς τις βεβαιότητες, πάνω στις οποίες μάθαμε να στηρίζουμε τη ζωή μας, προκειμένου να την κρύβουμε πίσω από τις λέξεις, να την παραμερίζουμε μπροστά στις φιλοδοξίες μας, να την ξοδεύουμε σπάταλα για να κερδίσουμε μια καρέκλα. Το έργο παρουσιάστηκε 
με τη συνεργασία και τη στήριξη της Πειραματικής Σκηνής της "Τέχνης".
Από τον Απρίλιο του 2012 σε συνεργασία με δύο νέους ηθοποιούς και σκηνοθέτες, με μεταπτυχιακές σπουδές στο εξωτερικό, την Ειρήνη Αμπουμόγλι (Lassaâd Ecole Internationale de Théâtre, Βρυξέλλες-Παιδαγωγική Jacques Lecoq) και τον Γιώργο Καραβασίλη (ΜΑ Drama Central St. Martins, University of the Arts London) δημιουργήθηκε και ένας μικρός χώρος έρευνας και φιλοξενίας τεχνών, το Passatempo Inn, που ήδη ξεκίνησε την δραστηριότητά του με δύο σεμινάρια, ένα πάνω στην τεχνική εμψύχωσης της εκφραστικής μάσκας κι ένα πάνω στην υποκριτική τεχνική του Meisner.
Το καλοκαίρι του 2012 η ομάδα παρουσιάζει την Όπερα του ζητιάνου του Τζον Γκέι, στο πλαίσιο των Γιορτών Ανοιχτού Θεάτρου του δήμου Θεσσαλονίκης (26,27 Ιουλίου, Θέατρο Κήπου). Είναι μια μουσικοθεατρική σάτιρα, πρότυπο της μεταγενέστερης Όπερας της πεντάρας του Μπρεχτ, με θέμα τη διαφθορά των κατώτερων τάξεων της Αγγλίας στις αρχές του 18ου αιώνα. Πρόκειται για ένα κλασικό στο είδος του έργο —με αυτό εγκαινιάζεται το είδος της λαϊκής όπερας (ballad opera)— που στις σημερινές οικονομικές συνθήκες αποκτά απροσδόκητη επικαιρότητα.

Η γέννηση και η ακμή της επιθεώρησης

Το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος ανεβάζει φέτος το καλοκαίρι για πρώτη φορά επιθεώρηση και εγκαινιάζει θερινή σκηνή στο χώρο του πρώην στρατοπέδου Παύλου Μελά στην Σταυρούπολη.
Το έργο είναι μια πρωτότυπη σύνθεση επιθεωρησιακών κειμένων και τραγουδιών που σφράγισαν την πορεία αυτού του γνήσια ελληνικού και λαϊκού θεατρικού είδους. 
Η περίοδος της μεγάλης ακμής για το είδος της επιθεώρησης είναι το χρονικό διάστημα 1907-1922. Η προϊστορία του είδους ξεκινά από τον προηγούμενο αιώνα. Οι ρίζες του τοποθετούνται και στην κωμωδία μετ' ασμάτων και στο κωμειδύλλιο. Το 1894 ο γραμματέας του φιλολογικού συλλόγου "Παρνασός", Μιχαήλ (Μίκιος) Λάμπρος, γράφει την επιθεώρηση Λίγο απ' όλα, που παρουσιάστηκε στο καλοκαιρινό θέατρο Παράδεισος, στις όχθες του Ιλισού ποταμού, από το θίασο του Δημητρίου Κοτοπούλη. Το κεντρικό έναυσμα της πλοκής, η επίσκεψη ενός επαρχιώτη στην Αθήνα και η ανακάλυψη όλων των εκπληκτικών νεωτερισμών που χαρακτηρίζουν τη ζωή των κατοίκων της, αποτελεί βασικό άξονα της κωμειδυλλιακής αφήγησης. Ήρωας του έργου είναι ο Γιάννης Αγροικογιάννης που επισκέπτεται την πρωτεύουσα για δεύτερη φορά και μένει έκθαμβος από την παραπέρα εξέλιξή της. Μπροστά από τα  μάτια του άμαθου επαρχιώτη παρελαύνει ολόκληρη η επικαιρότητα του 1894. Παρελαύνουν οι εκπρόσωποι των "δανειστών του Έθνους", που έχουν έρθει, ύστερα από την κήρυξη του δημοσίου ταμείου σε πτώχευση, να διαπραγματευτούν με την κυβέρνηση Τρικούπη το διακανονισμό του χρέους. Παρελαύνουν οι πρωταγωνιστές του καθημερινού αστυνομικού δελτίου της πόλης, οι λωποδύτες των δημοσίων συναθροίσεών της, οι ταραξίες των νυχτερινών της κέντρων, οι επαγγελματίες ζητιάνοι που συλλαμβάνονται και απελαύνονται στα χωριά τους κάθε τόσο, για να ξαναγυρίσουν όμως πολύ γρήγορα στους γνώριμους χώρους της προσοδοφόρας απασχόλησής τους. Παρελαύνουν οι ναρκισσευόμενοι πρωταγωνιστές θεάτρων της, με τους θορυβώδεις καλλιτεχνικούς καυγάδες τους, και οι μεγαλόσχημοι βουλευτές, με τα ρουσφέτια και τα κομματικά τους τερτίπια...[1]
Ύστερα από μια σχεδόν ολική έλλειψη που κράτησε μια δεκαετία, το είδος της επιθεώρησης εμφανίζεται πάλι στον αθηναϊκό χώρο του θεάματος το 1905 με το Εδώ κι εκεί (συνεργασία Γ. Τσοκόπουλου-Πολ. Δημητρακόπουλου), που ανεβάζει ο θίασος Παντόπουλου. Η πρώτη απόπειρα να επανακάμψει το επιθεωρησιακό είδος στην αθηναϊκή σκηνή βρήκε σχετικά καλή υποδοχή και ενθάρρυνε τον Τσοκόπουλο, σε συνεργασία τώρα με τον Μπάμπη Άννινο, να παρουσίασει καινούργιο έργο, Τα Παναθήναια, που η επιτυχία τους το 1907 θα ανοίξει το δρόμο ή μάλλον τους δρόμους, για την καθιέρωση των ετήσιων επιθεωρήσεων, που οι τίτλοι τους πολλαπλασιάζονται, όπως πολλαπλασιάζονται και οι θίασοι, οι ηθοποιοί, οι μουσικοί, οι χορευτές, οι σκηνογράφοι σε μια πρωτοφανή κινητοποίηση με αφορμή αυτή την επιθεωρησιακή έκρηξη. Έτσι, ύστερα από Τα Παναθήναια, που από το 1907 ως το 1923 είχαν σταθερά την πρωτοκαθεδρία ανάμεσα στις άλλες επιθεωρήσεις και ήταν κατά κάποιο τρόπο το γεγονός της χρονιάς, ακολούθησε Ο κινηματογράφος του Πολ. Δημητρακόπουλου, από το 1908 ως το 1912. Τις δικές της ιδιομορφίες είχε Το πανόραμα, ετήσια επιθεώρηση του Τίμου Μωραϊτίνη, από το 1912 ως το 1922 και Ο παπαγάλος του Αντ. Βώττη (από το 1914) η πιο "εξευρωπαϊσμένη" επιθεώρηση με εξαιρετικά καλαίσθητο διάκοσμο, με χορευτικά νούμερα κ.λ.π. Λαϊκότερο στυλ είχε Η σκούπα, που παιζόταν στο Μεταξουργείο. Αυτές είναι οι ετήσιες επιθεωρήσεις που παίζονταν με ανανεωμένα και επικαιροποιημένα κείμενα κάθε καλοκαίρι.
[...] Το επιθεωρησιακό και κωμικό —μουσικό— χορευτικό είδος έτεινε να μονοπωλήσει την αγορά του θεάματος και οπωσδήποτε αποσπούσε τη μερίδα του λέοντος. Πολλοί άνθρωποι των γραμμάτων και κριτικοί πίστεψαν πως αυτή η κυριαρχία θα καταδικάσει το δραματικό θέατρο ή θέατρο πρόζας σε μαρασμό και ενδεχομένως σε αργό θάνατο. Οι φόβοι θα αποδειχθούν υπερβολικοί.
[...] Για ένα διάστημα, ακόμη και οι καλύτεροι μαθητές του Θωμά Οικονόμου, η Μαρίκα Κοτοπούλη, ο Εδμόνδος Ροστάν, η Ροζαλία Νίκα, αφοσιώθηκαν στο επιθεωρησιακό είδος. Το ίδιο έγινε και με τους ηθοποιούς της Νέας Σκηνής, τον Λεπενιώτη, τον Χρυσομάλλη, τον Μήτσο Μυράτ. Συγκροτούνται θίασοι με αποκλειστικό πρόγραμμα την κωμωδία και την επιθεώρηση, όπως του Κ. Σαγιώρ, του Ν. Πλέσσα κ.α.
[...] Η διάδοση του είδους της επιθεώρησης άσκησε επίδραση στη βελτίωση της τεχνικής στο ελληνικό θέατρο, σε όλο το σύστημα της οργάνωσης της παράστασης, από το σκηνικό ως τους φωτισμούς. Οι περισσότερες επιθεωρήσεις απαιτούσαν σύνθετα πρωτότυπα σκηνικά αλλά το προσδοκώμενο κέρδος από μια πετυχημένη παράσταση επέτρεπε στους επιχειρηματίες να αντιμετωπίζουν τα έξοδα μιας πολυτελούς σκηνογραφίας και τα ανάλογα κοστούμια.[2]
[1] Θόδωρος Χατζηπανταζής, Η ελληνική κωμωδία και τα πρότυπά της στο 19ο αιώνα, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2009, σ. 178.
[2] Δημήτρης Σπάθης, Ιστορία του νέου ελληνισμού (1770-2000), τ.10, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2003, σ. 205-207.

Τώρα στη θεατρική σκηνή
Έλα απόψε στου... Μελά, επιθεώρηση σκηνοθετημένη από τον Γιάννη Καλατζόπουλο, με έρευνα, επιλογή κειμένων και τραγουδιών του Ιάσωνα Τριανταφυλλίδη.
Από την πρώτη-πρώτη επιθεώρηση, το Λίγο απ’ όλα, που ανέβηκε το 1894 μέχρι σήμερα, ζωντανεύουν όλες οι κορυφαίες στιγμές της σύγχρονης ιστορίας μας όπως τις κατέγραψε, τις σατίρισε και τις παρέδωσε στη συλλογική μας μνήμη η επιθεώρηση.
Από το "Δυστυχώς επτωχεύσαμε" του Χαρίλαου Τρικούπη και τους Βαλκανικούς μέχρι τον "Χειρούργο Μπιρτσιμπιλίδη" του Λαζόπουλου… Από το "Γεια σου Σαλονίκ" του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και τη Μικρασιατική καταστροφή μέχρι το "Μπράβο Κολονέλλο" του Σακελλάριου… Και από την Γεωργία Βασιλειάδου μέχρι τα νούμερα της Ελεύθερης Σκηνής, ο τριακονταμελής θίασος του ΚΘΒΕ, με συνοδεία ζωντανής ορχήστρας, θα παίξει, θα τραγουδήσει και θα χορέψει πάνω στα χνάρια της Μαρίκας Κοτοπούλη, του Μήτσου Μυράτ, της Ζαζάς Μπριλάντη, της Μαρίκας Νέζερ, του Πέτρου Κυριακού, της Σοφίας Βέμπο, του Βασίλη Αυλωνίτη, της Γεωργίας Βασιλειάδου, της Σπεράντζας Βρανά, του Νίκου Ρίζου και όλων των ιερών προσώπων του είδους.
Σκηνικά-κοστούμια Γιάννης Μετζικώφ, μουσική Κώστας Βόμβολος, χορογραφία Δημήτρης Παπάζογλου, μουσική διδασκαλία Έλσα Μουρατίδου.
Παίζουν: Τάσος Πεζιρκιανίδης, Φωτεινή Μπαξεβάνη, Αστέρης Πελτέκης, Ιφιγένεια Δεληγιαννίδου, Κατερίνα Γιαμαλή, Γιολάντα Μπαλαούρα, Γιώργος Ρούφας, Αννέτα Κορτσαρίδου, Εύη Σαρμή, Βασίλης Σεϊμένης, Δημήτρης Σιακάρας, Στέργιος Τζαφέρης κ.α.
Πρεμιέρα 25 Ιουλίου. Παραστάσεις κάθε Τρίτη, Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή, στη θερινή σκηνή του ΚΘΒΕ, στο χώρο του πρώην στρατοπέδου Παύλου Μελά, στη Σταυρούπολη Θεσσαλονίκης.

Το θέατρο Vieux Colombier

Το Vieux Colombier είναι ένα μικρό θέατρο που σφράγισε την ιστορία του θεάτρου. Το 1913, ο δημιουργός του Vieux Colombier, Ζακ Κοπώ, απομακρύνθηκε από τα μεγάλα εμπορικά θέατρα, που βρίσκονται κατά μήκος των πολυσύχναστων παρισινών λεωφόρων, με στόχο να ανακαλύψει ένα νέο είδος θεάτρου. Έτσι έφτασε στην αριστερή όχθη του Παρισιού, στον αριθμό 21 της οδού Colombier. Το όραμά του περιελάμβανε τον πειραματισμό σε μια επαναστατική σκηνογραφία και σε μια νέα μέθοδο υποκριτικής. Στην πραγματικότητα αναζητούσε ένα νέο είδος θεατρική εμπειρίας. Το ιδανικό θέατρο ήταν το πνευματικό θέατρο, που επικεντρώνεται γύρω από τις λέξεις του ποιητή. Θέατρο συμβολιστικό κι όχι ρεαλιστικό· θα έπρεπε να είναι "καθαρό" και ως εκ τούτου απαλλαγμένο από αναφορές σε ασήμαντα γεγονότα της καθημερινής ζωής.
Η σκηνή του Vieux Colombier χτίστηκε δυο φορές. Η πρώτη φορά ήταν το 1913 από τον Ζουρνταίν, ο οποίος αφαίρεσε τις κουίντες (αφήνωντας μόνο τις δύο πλαϊνές πόρτες της σκηνής) και κατασκεύασε μια διπλή αψίδα προσκηνίου. Ένας συνδυασμός από πανιά, καθόλου καταπακτές ή σύνθετοι μηχανισμοί. Δεν είναι ακόμη η εντελώς ανοιχτή σκηνή που κατασκευάζεται μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά ήδη η απογύμνωση είναι γεγονός, η σύμβαση βασιλεύει πάνω σε αυτή τη σκηνή. Η δεύτερη ανακαίνιση έγινε από τον Λουί Ζουβέ, ο οποίος σχεδίασε μια σκηνή χωρίς αψίδα προσκηνίου, περιόρισε την απόσταση και το χάσμα που χωρίζει τη σκηνή και την πλατεία και δημιούργησε ένα μόνιμο σκηνικό φόντο. Ήταν μια ριζική σκηνογραφική αλλαγή· ήταν ένας γεωμετρικός, αφαιρετικός σκηνικός χώρος, πολύ διαφορετικός από τη ρεαλιστική σκηνογραφία της παράδοσης του 19ου αιώνα.[1]
Η τοποθεσία του θεάτρου είχε, επίσης, ιδιαίτερη σημασία: μακριά από τις παραδοσιακές θεατρικές συνοικίες της δεξιάς όχθης του Σηκουάνα και ανάμεσα σε χώρους και σημεία που ανθούσε η καλλιτεχνική και πνευματική πρωτοπορία. Την εποχή όπου θριαμβεύουν η λάμψη των Ρωσικών Μπαλέτων και η ντεκορομανία, ο Κοπώ επιλέγει τη στοιχειώδη σκηνή, μια σκηνή προορισμένη για το παίξιμο του ηθοποιού και ικανή να δώσει στον λόγο αλλά και στην κίνηση όλη τους την δραστικότητα.
Το φθινόπωρο του 1913, τα έργα Μια γυναικά σκοτωμένη από την τρυφερότητα, οικογενειακή τραγωδία του ελισαβετιανού Χέυγουντ, και Ο Έρως γιατρός του Μολιέρου, εγκαινιάζουν το Vieux Colombier. Η παράσταση δεν έχει μεγάλη επιτυχία, αλλά η αισθητική του Κοπώ φαίνεται καθαρά: κάποια ουδέτερα πανιά, σπάνια αξεσουάρ και σκηνικά στοιχεία, ένα υποβλητικό φως, αφήνουν το προβάδισμα στο έργο και στο "δευτεροβάθμια φυσικό" παίξιμο των ηθοποιών, που αρνείται την ακαδημαϊκή απαγγελία και τους πλατειασμούς του νατουραλισμού.[2]
Η πρώτη περίοδος του Vieux Colombier κράτησε για δέκα χρόνια, αλλά η επιρροή του θεάτρου αυτού ήταν πολύ σημαντική. Ο Κοπώ έχει εμπνεύσει πολλούς θεατρικούς σκηνοθέτες και στην πραγματικότητα ήταν η αφορμή για να δημιουργηθεί μια αδιάκοπη αλυσίδα των πειραματικών θεάτρων του Παρισιού.
Σήμερα το θέατρο Vieux Colombier αποτελεί μία από τις τρεις σκηνές της Comedie Francaise. Στις 9 Απριλίου 1993, οι πόρτες του θεάτρου ξανάνοιξαν. Αν δεν είχε αγοραστεί το κτίριο από το γαλλικό κράτος, το 1986, και αν δεν υπήρχε η βούληση να γίνει η δεύτερη σκηνή της Comedie Francaise, αυτό το σημαντικό σημείο της σύγχρονης θεατρικής ιστορίας θα είχε εξαφανιστεί. Η αρχιτεκτονική ανακατασκευή ανατέθηκε στον Bernard Kohn, ο οποίος προέβη σε μια προσεκτική παρατήρηση των όγκων για να επιτευχθεί μια πραγματική επιστροφή στις ρίζες του θεάτρου.[3]

[1] http://www.kvl.cch.kcl.ac.uk/THEATRON/
[2] Denis Bablet, Ιστορία σύγχρονης σκηνοθεσίας, 1ος τόμος: 1887-1914, μετ. Δαμιανός Κωνσταντινίδης, University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2008, σ. 108.
[3] http://www.comedie-francaise.fr/la-comedie-francaise-aujourdhui.php?id=547

Βιβλιοπαρουσίαση: Ο Σπύρος Βασιλείου και το θέατρο

Ο Σπύρος Βασιλείου και το θέατρο, επιμέλεια: Ίλια Λακίδου, Μουσείο Μπενάκη, Αθήνα 2011.


Εικονογραφημένη έκδοση, η οποία συνοδεύει την έκθεση Ο Σπύρος Βασιλείου και το θέατρο και είναι αφιερωμένη στις σημαντικότερες στιγμές της πολύχρονης διαδρομής του ζωγράφου στο θέατρο (από το 1929 έως το 1984), καθώς και τη συμβολή του ως ενός από τους δημοφιλέστερους καλλιτέχνες της γενιάς του '30 στη διαμόρφωση της μεταπολεμικής σκηνικής αισθητικής. Ο κατάλογος περιλαμβάνει το χρονολόγιο του Σπύρου Βασιλείου, την πλήρη παραστασιογραφία και φιλμογραφία του, καθώς και ένα πρωτότυπο κείμενο της επιμελήτριας της έκθεσης, Ίλιας Λακίδου.

O ζωγράφος Σπύρος Bασιλείου υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους εικαστικούς καλλιτέχνες του εικοστού αιώνα. Mε το καλλιτεχνικό του έργο σημάδεψε την πολιτιστική ζωή του τόπου για εξήντα χρόνια και έτυχε πολλών διακρίσεων από νεαρή ηλικία (Βραβείο Aκαδημίας Aθηνών, Βραβείο Guggenheim κ.ά.). Yπηρέτησε με αφοσίωση τη ζωγραφική, τη χαρακτική, την αγιογραφία και τη σκηνογραφία. Yπήρξε επίσης δάσκαλος, κριτικός, αρθρογράφος και ομιλητής, εικονογράφος και διακοσμητής. Συνεργάστηκε με κρατικούς φορείς και οργανισμούς και υπήρξε παράγοντας σε ποικίλες καλλιτεχνικές ομάδες (Eθνικό Θέατρο, Eθνική Λυρική Σκηνή, Eλληνικό Xορόδραμα, Ομάδες "Tέχνη" και "Στάθμη" κ.α).
Η πρώτη φορά που το όνομα του Σπύρου Βασιλείου βρίσκοταν αμέσως μετά την λέξη σκηνογραφία ήταν το 1929 για την παράσταση Κορακιστικά του Ιάκωβου Ρίζου Νερουλού, σε σκηνοθεσία Φώτου Πολίτη της "Επαγγελματικής Σχολής Θεάτρου". Πενήντα πέντε χρόνια μετά και λίγους μήνες πριν το θάνατο του, το 1984, υπογράφει τα τελευταία του σκηνικά για την παράσταση Ανδρομάχη του Γιώργου Τσαγκάρη που παρουσίασε το "Ελληνικό Μπαλέτο Ρένας Καμπαλάδου", στον Λυκαβηττό.

 

Pages (26)1234567 »